πολυλογία
English (LSJ)
ἡ, loquacity, much to say, Pl.Lg.641e, X.Cyr.1.4.3, Arist.Pol.1295a2, LXX Pr.10.19, etc.
German (Pape)
[Seite 665] ἡ, vieles Reden, Geschwätzigkeit; Plat. Legg. I, 641 e Xen. Cyr. 1, 4, 3 u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 10; Matth. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de paroles en b. et en mauv. part.
Étymologie: πολυλόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυλογία -ας, ἡ [πολύλογος] spraakzaamheid, praatzucht:. οὐχ ὡς ἐνούσης πολυλογίας περὶ αὐτήν niet alsof er veel over te zeggen is Aristot. Pol. 1295a2.
Russian (Dvoretsky)
πολυλογία: ἡ многословие, словоохотливость, говорливость Xen., Plat., Arst. etc.
English (Strong)
from a compound of πολύς and λόγος; loquacity, i.e. prolixity: much speaking.
English (Thayer)
πολυλογίας, ἡ (πολύλογος), much speaking, (Plautus, Vulg., multiloquium): Xenophon, Cyril 1,4, 3; Plato, legg. 1, p. 641e.; Aristotle, polit. 4,10 (p. 1295{a}, 2); Plutarch, educ. puer. 8,10.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύλογος
το να λέει κανείς πολλά να μιλάει συνεχώς ή να αναφέρει περιττά πράγματα, η φλυαρία (α. «μέ ζάλισε με την πολυλογία του» β. «ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ», Ξεν.).
Greek Monotonic
πολῠλογία: ἡ, πολυλογία, αδολεσχία, φλυαρία, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠλογία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πολλὰ λέγειν, φλυαρία, Πλάτ. Νόμ. 641Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 10, 1.
Middle Liddell
πολῠλογία, ἡ,
much talk, loquacity, Xen. [from πολύλογος
Chinese
原文音譯:polulog⋯a 坡呂-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:許多-陳述(在說著)
字義溯源:多話¸話多,嚕囌,多言;由(πολύς)*=多)與(λόγος)=話)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 話多了(1) 太6:7
English (Woodhouse)
Translations
talkativeness
Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: spraakzaamheid; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: Geschwätzigkeit, Gesprächigkeit, Redseligkeit, Schwatzhaftigkeit; Greek: φλυαρία, πολυλογία, αδολεσχία, ομιλητικότητα; Ancient Greek: ἀδολεσχία, τὸ ἀδολεσχικόν, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: parlantina, loquacità, loquela, chiacchiera, verbosità; Latin: loquacitas, garrulitas; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: loquacidade; Russian: болтливость, говорливость, разговорчивость, словоохотливость; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl