ἐκχωρέω
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
A depart, ἐκ χώρας SIG679.53; leave a country, emigrate, Hdt.1.56, Hecat.30J.; withdraw, ἐκ τῆς οἰκίας PAmh.2.30.44(ii B.C.), etc.: metaph., ἐ. ἐκ τοῦ ζῆν Plb.2.21.2: so abs., Id.7.2.1.
2 slip out of, ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129.
3 give way, retire, E.IA367, D.41.5; τῶν ὑπαίθρων Plb.1.15.7; τῶν ὑπαρχόντων Id.31.28.3; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει S.Aj.671; ἐ. τινί τινος give way to a person in a thing, Hp.Jusj.; τινὶ περί τινος Plb. 21.20.1.
4 impers. of a motion of the bowels, Hp.Epid.5.33.
II trans., give up, cede, τινί τι IG12(3).324.15 (Thera), PEleph.15.2 (iii B.C.), Sammelb.4414.8, etc.; τῷ δαίμονί τι Vett. Val. 156.4:—Pass., CIG4268 (Xanthus).
Spanish (DGE)
A intr.
I 1marcharse de un lugar, emigrar ἐκέλευε τοὺς Ἡρακλείδας ἐπιγόνους ἐκχωρεῖν Hecat.30, τὸ Πελασγικὸν ... ἔθνος ... οὐδαμῇ κω ἐξεχώρησε Hdt.1.56, cf. Arist.Mir.832a15, I.BI 1.137, Eu.Luc.21.21
•c. ἐκ y gen. o gen. separat. salir, abandonar ἐκχωρεῖν ἐκ τῆς οἰκίας desalojar la casa, PEnteux.9.5 (III a.C.), cf. PAmh.30.44 (II a.C.), ἐξ ἧς χώρας Μάγνητ[ες ἑαυ] τοὺς ἔφασαν ἐκκεκωρηκέναι IM 93b.20 (II a.C.), cf. Herm.Sim.1.4, ἐκ μέσου τῆς συναγωγῆς ταύτης LXX Nu.17.10, cf. I.AI 1.74, τῶν ὑπαίθρων ἐκχωροῦντες en la lucha, Plb.1.15.7.
2 apartarse, retirarse οὗτοι δὲ (λίθοι) ἐκχωρέουσι μᾶλλον τοῦ ὕδατος y estas piedras se dirigen más hacia afuera que el agua Anaxag.B 16, tb. c. εἰς y ac. τὸ θερμὸν ... ἐξεχώρησε εἰς τὸ πρόσω τοῦ αἰθέρος Anaxag.B 15.
3 fig. irse de la vida, morir ἐχκωρήσαντος τοῦ Θράσωνος tras la muerte de Trasón Plb.7.2.1, cf. 22.18.10, c. prep. y gen. ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Plb.2.21.2.
4 cesar ὁρᾷς ... τὰς (θυσίας) ἐκκεχωρηκυίας Chrys.M.63.93.
II medic.
1 de huesos salirse de su sitio, dislocarse ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Hdt.3.129.
2 hacer evacuar c. dat. de pers. ἐδόθη αὐτῇ ... κατάποτον ... καὶ ἐξεχώρησεν αὐτῇ Hp.Epid.5.33.
III 1c. gen. o compl. prep. c. gen. y dat. ceder, ceder ante ἐκχωρήσω δὲ ἐργάτῃσιν ἀνδράσιν πρήξιος τῆσδε dejaré esa práctica a los hombres que la ejercen Hp.Iusi.1.5, περὶ δὲ τῆς ... φιλίας ... οὐδέποτ' ἂν οὐδενὶ τῶν ὄντων ἐκχωρήσαιμι κατὰ δύναμιν Plb.21.20.1, ἑτοίμως ἐκχωροῦμεν τοῖς βουλομένοις τῆς νίκης prestamente cedemos la victoria a quienes quieran Gr.Nyss.Eun.1.12
•sólo c. dat. ceder, remitir χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει los inviernos remiten ante el fructífero verano S.Ai.671.
2 renunciar a una demanda, retirar los cargos, retirarse ἢν δ' ἐκχωρῇ ὁ διώξας, ὀφελέτω ὅπερ οἷ νικῶντι γίνεται IEryth.2A.9 (V a.C.)
•renunciar a, ceder c. gen. ἐξεχώρησε πάντων τῶν ὑπαρχόντων cedió toda su herencia Plb.31.28.3, οὐδ' αὖ ἐξεχώρη[σ] εν τῆς οἰκήσεως τῶν οἰκοπέδων ni renunció por su parte a la ocupación de las casas, CPR 5.9.12 (IV d.C.).
B tr.
I 1dejar, ceder la propiedad o el uso de algún bien a otros τὴν ... ξυλικὴν ὕλην ἐξεχώρησαν τῇ πόλει IG 12(3).324.15 (Tera II d.C.), οὐδὲ ἐξέστω ἐκχωρῆσαί τινι τὸ μνημεῖον BMus.Inscr.918.7 (Halicarnaso II/III d.C.), cf. SEG 48.1363.18 (Éfeso II d.C.), IG 10(2).1.621.3 (III d.C.), esclavos consagrados a la divinidad SEG 501.272.3 (Frigia III d.C.), media parcela de tierra cultivada en común al otro propietario SB 4414.8 (II d.C.), cf. PEleph.15.2 (III a.C.).
2 medic. excretar en v. pas., part. neutr. plu. subst. τὰ ἐκκεχωρημένα los excrementos ἰατρὸς ... ἐκέλευσε δὲ τὰ ἐκκεχωρημένα ἰδεῖν Hierocl.Facet.176.
II ceder tierras de realengo, op. παραχωρέω ‘ceder tierras de propiedad privada’ ἐκκεχωρηκέναι αὐτῷ ... τὰς ὑπαρχούσας αὐτῇ ... ἀρούρας δέκα SB 11533.2.5 (II d.C.), cf. PN.York 20.19 (IV d.C.), en v. pas. c. suj. del receptor ἐκκεχώρημαι ὑπ[ὸ] Πνεφερῶτος ... ἀρούρ(ας) κδ recibo una cesión de tierras de realengo por parte de Pnéfero de 24 aruras, PCol.209.7 (I d.C.), c. suj. de las tierras τῶν πα[ρα] χωρηθέντων καὶ ἐκκεχωρηθέντων αὐτῷ ἀρουρῶν PN.York 20.16 (IV d.C.)
•tb. tierras privadas al estado, en v. pas. τὸ δὲ λοιπὸν ... τῷ δημοσίῳ ἐκκεχωρῆσθαι PThmouis 1.131.7 (II d.C.), cf. POxy.2847.7 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 788] herausgehen, fortgehen; Her. 1, 56 u. öfter; Eur. I. A. 567; ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων, wurde ausgerenkt, Her. 3, 129; τῆς θαλάττης Pol. 1, 39, 10; ἐκ τοῦ ζῆν, sterben, 2, 21, 2; Platz machen, weichen, χειμῶνες θέρει Soph. Ai. 656; τῆς εἰς ὑμᾶς εὐνοίας οὐδενὶ ἐκχωρήσαιμι, ich möchte keinem im Wohlwollen nachstehen, Pol. 22, 3, 1; τῶν ὑπαρχόντων, das Gut abtreten, 32, 14, 3; τινί τι, D. L. 5, 79 u. a. Sp. Absolut, ἐπειδὴ ἐξεκεχωρήκει, nachdem er auf die Erbschaft Verzicht geleistet hatte, Dem. 41, 5.
French (Bailly abrégé)
ἐκχωρῶ :
1 sortir d'un pays, quitter un pays, émigrer;
2 sortir d'un lieu en gén. : ἐκ τῶν ἄρθρων HDT sortir de l'articulation en parl. d'un os déboîté;
3 céder la place, se retirer : ἐκχ. τινι faire place à qqn ou à qch.
Étymologie: ἐκ, χωρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχωρέω:
1 уходить, уезжать (ἐκ τόπου τινός Her.): ἐκ τοῦ ζῆν ἐκχωρῆσαι Polyb. умереть;
2 отступать, уходить (χειμῶνες ἐκχωροῦσι θέρει Soph.; οἱ τῆς θαλάττης ἐκκεχωρηκότες Ῥωμαῖοι Polyb.; ἐ. καὶ ὑποφεύγειν Plut.);
3 переселяться, эмигрировать Her., Arst.;
4 быть вывихнутым (ὁ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Her.);
5 уступать (τινί τινος Polyb. и τινί τι Diog. L.);
6 отказываться от своих претензий Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχωρέω: ἀπέρχομαι, ἐκ τόπου Ἡρόδ., κλ.˙ ἀφίνω τὸν τόπον μου, μεταναστεύω, ὁ αὐτ. 1. 56, Ἑκαταῖος 353: - μεταφ., ἐκχ. ἐκ τοῦ ζῆν Πολύβ. 2. 21, 2˙ καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 7. 2, 1. 2) ἐξέρχομαι ἐκ τῆς θέσεώς μου, ἐκτοπίζομαι, ἐπὶ ἐξαρθρώσεως μέλους τοῦ σώματος, ὁ γὰρ ἀστράγαλος ἐξεχώρησε ἐκ τῶν ἄρθρων Ἡρόδ. 3. 129. 3) ἀποχωρῶ, ἀποσύρομαι, Εὐρ. Ι. Α. 367 Δημ. 1029. 17˙ ἐκχ. τινι, παραχωρεῖν, Ἱππ. Ὅρκος 1˙ χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει Σοφ. Αἴ. 676˙ - ἐκχ. τινί τινος, ὑποχωρεῖν εἴς τινα διά τι πρᾶγμα, Πολύβ. 22. 3, 1, πρβλ. 32. 14, 3. ΙΙ. μεταβ., παραδίδω, παραχωρῶ, τινί τι Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, 2664: - Παθ., αὐτόθι 4268.
English (Strong)
from ἐκ and χωρέω; to depart: depart out.
English (Thayer)
ἐκχώρω; (from Sophocles and Herodotus on); to depart from; to remove from in the sense of fleeing from: בָּרַח, Amos 7:12.)
Greek Monotonic
ἐκχωρέω: μέλ. -ήσω·
1. βγαίνω έξω και απομακρύνομαι, αναχωρώ, μεταναστεύω, σε Ηρόδ.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω, εκτοπίζομαι από τη θέση μου, ἐξεχώρησεν ἐξ ἄρθρων, εκτοπίστηκε, εξαρθρώθηκε, στον ίδ.
3. δίνω βήμα, εκχωρώ, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to go out and away, depart, emigrate, Hdt.
2. to slip out of, ἐξεχώρησεν ἐξ ἄρθρων was dislocated, Hdt.
3. to give way, Soph., Eur.
Chinese
原文音譯:™kcwršw 誒克-何雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-間隔
字義溯源:離開,出去,出來;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出來)與(χωρέω)=進到)組成;其中 (χωρέω)出自(χώρα)=地方), (ὡραῖος)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 當出來(1) 路21:21