ἐρημόω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημόω Medium diacritics: ἐρημόω Low diacritics: ερημόω Capitals: ΕΡΗΜΟΩ
Transliteration A: erēmóō Transliteration B: erēmoō Transliteration C: erimoo Beta Code: e)rhmo/w

English (LSJ)

A strip bare, desolate, lay waste, ἱερὰ θεῶν Th.3.58; τὴν χώραν And.3.21; πλοῦτον LXX Si.21.4; ὁ κτίζων καὶ ἐρημῶν θεός POsl. 1.105:—Pass., ἐρημωθείσης Κρήτης Hdt.7.171; πόλεις ἠρημώθησαν Th.1.23; μιᾷ ὥρᾳ ἠρημώθη ὁ τοσοῦτος πλοῦτος Apoc.18.17.
II bereave one of a thing, c. dupl. acc., ἐρημόω τινὰ εὐφροσύνας μέρος Pi.P.3.97: c. acc. et gen., ἀνδρῶν ἐ. ἑστίαν Id.I.4(3).17; ἐρημόω ναυβατῶν ἐρετμά to leave the oars without men, E.Hel.1609; ἑαυτὸν ἐρημοῖς (sc. φίλων) Pl.Alc.39:—Pass., ἐρημοῦμαι = to be bereft of, ἀνδρῶν Hdt.1.164; συμμάχων Id.7.174; Μίλητος Μιλησίων ἠρήμωτο Id.6.22; ἄρσενος θρόνου A.Ag. 260; πατρός E.Andr.805; τὰ ἐρημούμενα φυλακῆς left without, X.Eq. Mag.4.18.
2 set free, deliver from, Διὸς ἄλσος ἠρήμωσε λέοντος E. HF360(lyr.); Ἀσίαν Περσικῶν ὅπλων Plu.Cim.12:—Pass., πνεῦμα ὀσμῶν ἐρημωθέν being free from.., Pl.Ti.66e.
III abandon, desert, ἑὸν χῶρον Pi.P.4.269; τάξιν ἠρήμου θανών A.Pers.298, cf. E.Andr.314, Pl.Lg.865e; ερημόω Συρακούσας to evacuate it, Th.5.4; τόνδ' ἐρημώσασ' ὄχον having left it empty, by stepping out of it, A.Ag.1070:—Pass., [πόλιν] ἐρημοῦσθαι ὑπὸ τῶν πατρικίων D.H.11.9.
IV leave alone, keep isolated, A.Supp.516, E.Med.90:—Pass., ὄνοι ἐρημωθέντες τοῦ ὁμίλου being isolated from.., Hdt.4.135.

German (Pape)

[Seite 1027] einsam, öde, leer machen, τινός, von Etwas, ἀνδρῶν ἐρήμωσεν ἑστίαν Pind. I. 3, 35; ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον, vom gefällten Baume, der den Platz, wo er stand, verlassen hat, P. 4, 269; u. ä. ὄχον, τάξιν, Aesch. Ag. 1040 Pers. 290, verlassen, räumen; εἰ μὴ τόδ' ἐκλιποῦσ' ἐρημώσεις πέδον Eur. Andr. 314; Διὸς ἄλσος ἠρήμωσε λέοντος, er befrei'te ihn davon, Herc. Für. 360; Hel. 1610; pass., πατρὸς ἐρημωθεῖσα, beraubt, Andr. 805; Aesch. Ag. 260 ἐρημωθέντος ἄρσενος θρόνου, wenn der Thron verwais't worden vom Manne; Θεσσαλοὶ ἐρημωθέντες ξυμμάχων, entblößt von Bundesgenossen, Her. 7, 174, vgl. 4, 135. 6, 22; τὸ πνεῦμα τῶν ὀσμῶν ἐρημωθέν, frei von Geruch, Plat. Tim. 66 e; Sp.; auch ὑπό τινος, D. Hal. 11, 9. – Einen Ort verwüsten, veröden, verlassen, τόπους Plat. Legg. IX, 865 e; ἱερά Thuc. 3, 58. – Pass., πόλεις ληφθεῖσαι ἠρημώθησαν Thuc. 1, 23; aber Συρακούσας ἐρημώσαντες heißt "verlassen habend", 5, 4; – σεαυτὸν ἐρημοῖς, du beraubst dich, Plut. Alez. 39. – Mit einem doppelten acc. vrbdt das Wort, wie ἀφαιρεῖσθαί τινά τι, Pind. P. 3, 97, τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος.

French (Bailly abrégé)

ἐρημῶ :
impf. ἠρήμουν, f. ἐρημώσω, ao. ἠρήμωσα, pf. inus.
Pass. ao. ἠρημώθην, pf. ἠρήμωμαι;
1 rendre désert, dévaster, dépeupler (un pays, une ville, etc.);
2 priver de ; Pass. être dépeuplé, dépouillé ou privé : ἀνδρῶν HDT, συμμάχων HDT d'hommes, d'alliés ; en b. part affranchir, délivrer : τινα ou τί τινος, qqn ou qch (d'un fléau, d'un danger);
3 déserter, abandonner, acc., tenir à part, à l'écart, acc. ; Pass. être isolé : τοῦ ὁμίλου HDT être séparé de la foule.
Étymologie: ἔρημος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημόω:
1 опустошать, разорять (ἱερά Thuc.; ἡ Κρήτη ἐρημωθεῖσα Her.): πόλεις ληφθεῖσαι ἠρημώθησαν Thuc. взятые города были разорены;
2 лишать (τινά или τι τινος Eur., Plut. и τινά τι Pind.): ἐ. ναυβατῶν ἐρετμά Eur. лишить весла гребцов, т. е. перебить гребцов; τὰ ἐρημούμενα φυλακῆς Xen. оставленное без охраны;
3 оставлять, покидать (Συρακούσας Thuc.; τάξιν Aesch.): ἐρημωθεὶς συμμάχων Her. оставшийся без союзников; ἐρημῶσαι πάντας τοὺς οἰκείους τόπους Plat. удалиться (быть изгнанным) из всех родных мест; οἱ ὄνοι ἐρημωθέντες τοῦ ὁμίλου Her. ослы, оставшиеся одни после ухода войск;
4 освобождать, избавлять (ἄλοος λέοντος Eur.; Ἀσίαν Περσικῶν ὅπλων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημόω: μέλλ. -ώσω (ἔρημος): ἐρημώνω, γυμνώνω, καταστρέφω, ἱερὰ θεῶν Θουκ. 3. 58· τὴν χώραν Ἀνδοκ. 26. 10. ― Παθ., Κρήτης ἐρημωθείσης Ἡροδ. 7. 171· πόλεις ἠρημώθησαν θουκ. 1. 23, πρβλ. 2. 44. ΙΙ. στερῶ τινά τινος, μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρ. τινα εὐφροσύνας μέρος Πινδ. Π. 3. 174 (πρβλ. στερέω, ἀφαιρέω): ἀλλὰ μετ᾿ αἰτ. καὶ γεν., ἀνδρῶν ἐρ. ἑστίαν ὁ αὐτ. Ι. 4. 27 (3. 35)· ἠρήμωσε δὲ σῶν ναυβατῶν ἐρετμά, κατέστησε τὰς κώπας ἐρήμους ἀνδρῶν, Εὐρ. Ἑλ. 1610· σεαυτὸν ἐρημοῖς φίλων Πλουτ. Ἀλέξ. 39. ― Παθ., ἀποστεροῦμαί τινος, ἀνδρῶν Ἡρόδ. 1. 144· συμμάχων ὁ αὐτ. 7. 174· ἄρσενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 260· πατρὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 805· τὰ ἐρημούμενα φυλακῆς, τὰ καταλειπόμενα ἄνευ φυλακῆς, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 18. 2) ἀπελευθερώνω, ἀπαλλάττω ἀπό τινος, Διὸς ἄλσος ἠρήμωσε λέοντος Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 360· Ἀσίαν Περσικῶν ὅπλων Πλουτ. Κίμ. 12. ― Παθ., πνεῦμα ὀσμῶν ἐρημωθὲν, ἀπαλλαγὲν ἐκ τῶν ὀσμῶν, Πλάτ. Τίμ. 66Ε. ΙΙΙ. ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, ἑὸν χῶρον Πινδ. Π. 4. 479· τάξιν ἐρήμου θανὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 298. πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 314, Πλάτ. Νόμ. 865Ε· τὴν πόλιν ἐκλιπόντες καὶ ἐρημώσαντες, καὶ ἀφέντες αὐτὴν ἔρημον, Θουκ. 5. 4· τόνδ᾿ ἐρημώσας ὄχον, καταλιπὼν κενὸν τοῦτο τὸ ὄχημα, κατελθὼν δηλ. ἐξ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1070. IV. τηρῶ ἐν ἐρημίᾳ, καθιστῶ ἔρημον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 516, Εὐρ. Μήδ. 90. ― Παθ., ἐρημωθέντος τοῦ ὁμίλου, ἀποχωρισθέντος ἐκ τοῦ ὁμίλου, Ἡρόδ. 4. 135.

English (Slater)

ἐρημόω
   a deprive of c. acc. dupl. τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος (P. 3.97) c. acc. & gen. τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17)
   b leave barren c. acc. ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον sc. δρῦς, viz. by being felled (P. 4.269)

Spanish

destruir, asolar, abandonar

English (Strong)

from ἔρημος; to lay waste (literally or figuratively): (bring to, make) desolate(-ion), come to nought.

English (Thayer)

ἐρήμῳ: passive (present 3rd person singular (cf. Buttmann, 38 (33)) ἐρημοῦται); perfect participle ἠρημωμενος; 1st aorist ἐρημωθην; (ἔρημος); from Herodotus down; the Sept. usually for חָרֵב, הֶחֱרִיב, שָׁמֵם; to make desolate, lay waste; in the N.T. only in the passive: πόλιν, βασιλείαν, πλοῦτον, ἠρημωμένην καί γυμνήν ποιεῖν τινα, to despoil one, strip her of her treasures, Revelation 17:16.

Greek Monotonic

ἐρημόω: μέλ. -ώσω (ἔρημος
I. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω, ἱερά, σε Θουκ. — Παθ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
II. στερώ από κάποιον κάτι, με γεν., ἐρ. ναυβατῶν ἐρετμά, στερώ τα κουπιά από κωπηλάτες, σε Ευρ. — Παθ., στερούμαι κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. απελευθερώνω ή απολυτρώνω από, με γεν., σε Ευρ.
III. εγκαταλείπω, αφήνω, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.· ἐρ. Συρακούσας, εκκενώνω, σε Θουκ.
IV.απομονώνω, καθιστώ έρημο, σε Ευρ. — Παθ., είμαι αποκλεισμένος, με γεν., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐρημόω, fut. -ώσω ἔρημος
I. to strip bare, to desolate, lay waste, ἱερά Thuc.:—Pass., Hdt., etc.
II. to bereave one of a thing, c. gen., ἐρ. ναυβατῶν ἐρετμά to leave the oars without men, Eur.:—Pass. to be bereft of, c. gen., Hdt., Aesch.
2. to set free or deliver from, c. gen., Eur.
III. to abandon, desert, c. acc., Aesch., Eur.; ἐρ. Συρακούσας to evacuate it, Thuc.
IV. to keep in solitude, isolate, Eur.: —Pass. to be isolated from, c. gen., Hdt.

Chinese

原文音譯:™rhmÒw 誒雷摩哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:荒涼
字義溯源:成了荒場,成為荒場,歸於無有,冷落,減少人口;源自(ἔρημος)*=曠野)
出現次數:總共(5);太(1);路(1);啓(3)
譯字彙編
1) 就成為荒場(2) 太12:25; 路11:17;
2) 成了荒場(1) 啓18:19;
3) 冷落(1) 啓17:16;
4) 歸於無有了(1) 啓18:17

Léxico de magia

destruir, asolar como acción de la divinidad κλῦθί μοι, ὁ κτίζων καὶ ἐρημῶν καὶ γενάμενος ἰσχυρὸς θεός escúchame tú, el que crea y destruye y se ha revelado como un dios poderoso P XXXVI 105

Lexicon Thucydideum

vastare, desolare, vacuum facere, to lay waste, leave desolate, empty, 3.58.5, 5.4.3,
PASS. 1.10.2, 1.23.2, 2.44.3.