ἔπαινος
English (LSJ)
ὁ,
A approval, praise, commendation, Simon.4.3, Pi.Fr.181; ἔ. ἔχειν πρός τινος Hdt.1.96; πολλῷ ἐχρᾶτο τῷ ἐ. Id.3.3: freq. in Trag. and Att., ἐπαίνου τυχεῖν ἔκτινος S.Ant.665, etc.; κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσα meriting praise, ib. 817; ἔπαινον ἐπαινεῖν Pl.La.181b: pl., praises, S.OC720, El.976, X.Mem.2.1.33; τιμαὶ . . καὶ ἔ. Pl.R.516c, etc.
2 complimentary address, panegyric (but distinguished from ἐγκώμιον, as the general from the particular, Arist.EE1219b15, Rh.1367b27); ἔπαινον ποιεῖσθαι περί τινος Pl.Phdr. 260c; λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος Id.Smp.177d; συντιθεὶς λόγον ἔ. κατά τινος Id.Phdr.260b; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι Aeschin.3.50; εἴς τινα Pl.Lg.947c; ὑπέρ τινος Plb.1.1.1, D.S.13.22, D.H.10.57.
German (Pape)
[Seite 895] ὁ, Zustimmung, Beifall, Lob, Pind. frg 174; ἐπαίνου τυχεῖν Soph. Ant. 661; Ai. 525 auch im plur., O. C. 724, auch in Prosa nicht selten; Gegensatz ψόγος, Plat. Polit. 287 a; λόγος ἔπαι νος Conv. 177 d Phaedr. 260 b; Ἡρακλέους ἐπ αίνους καταλογάδην συγγράφω Conv. 177 b ἔπαινον ἐπαινεῖν Lach. 181 b; εἰπεῖν Phaedr 243 d; ποιεῖσθαι 260 c; περί, ὑπέρ, auch κατὰ τινος, Plat.; οἱ κατὰ Δημοσθένους ἔπαινοι, die ihm gespendeten Lobeserhebungen, Aesch. 3, 50.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 louange, éloge;
2 éloge public, panégyrique;
NT: approbation.
Étymologie: ἐπί, αἶνος.
Russian (Dvoretsky)
ἔπαινος: ὁ (тж. λόγος ἔ. Plat.)
1 похвала, хвала, восхваление: ἐπαινου τυχεῖν Soph. и ἔπαινον ἔχειν Plat. быть восхваляемым, заслужить похвалу; ἐν ἐπαίνω τιθέναι Arst. хвалить; ἔπαινον ποιεῖσθαι, εἰπεῖν или ἐπαινεῖν Plat. воздавать хвалу;
2 похвальное слово (περί, κατά или ὑπέρ τινος и εἴς τινα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαινος: ὁ, ἐπιδοκιμασία, ἔπαινος, Σιμωνίδ. 5, Πινδ. Ἀποσπ. 174· ἔπαινον εἶχεν οὐκ ὀλίγον πρὸς τῶν πολιτῶν, ἐπῃνεῖτο μεγάλως ὑπὸ τῶν πολιτῶν, Ἡρόδ. 1.96· πολλῷ ἐχρᾶτο τῷ ἐπαίνῳ ὑπερθωυμάζουσα, ὑπερεπῄνει θαυμάζουσα μεγάλως, ὁ αὐτὸς 3. 3· συχνὸν παρ’ Ἀττ., ἐπαίνου τυχεῖν Σοφ. Ἀντ. 665, κλ.· κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσα αὐτόθι 817· ἔπαινον ἐπαινεῖν Πλάτ. Λάχ. 181Β: - ὡσαύτως κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 720, Ἠλ. 976, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33, Πλάτ., κλ. 2) δημόσιος ἔπαινος, διαφέρει δὲ ὁ ἔπαινος τοῦ ἐγκωμίου, ὡς τὸ γενικὸν ἀπὸ τοῦ μερικοῦ, ὁ μὲν γάρ ἔπαινος, τῆς ἀρετῆς... τά δ’ ἐγκώμια τῶν ἔργων ὁμοίως καὶ τῶν σωματικῶν καὶ τῶν ψυχικῶν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 6, Ρητ. 1. 9, 33· ἐπ. ποιεῖσθαι κατὰ ἢ περί τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι ἕκαστον ἡμῶν λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος ὁ αὐτὸς ἐν Συμπ. 117D· συντιθεὶς ἐπ. κατά τινος ὁ αὐτὸς ἐν Φαίδρῳ 260B· εἴς τινα οἷον ὕμνον πεποιημένον ἔπαινον εἰς τοὺς ἱερέας ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 947Β. II. παραίνεσις, συμβουλή, Σοφ. Ἀποσπ. 253.
English (Slater)
ἔπαινος praise ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181*
English (Strong)
from ἐπί and the base of αἰνέω; laudation; concretely, a commendable thing: praise.
English (Thayer)
ἐπαινου, ὁ (ἐπί and αἶνος (as it were, a tale for another; cf. Alexander Buttmann (1873) Lexil. § 83,4; Schmidt, chapter 155)); approbation, commendation, praise: ἐκ τίνος, bestowed by one, ἔπαινον ἔχειν ἐκ τίνος, genitive of person, ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπό τοῦ Θεοῦ, εἰς ἔπαινον, to the obtaining of praise, εἰς ἔπαινον τίνος, that a person or thing may be praised, πέμπεσθαι εἰς ... ἔπαινον τίνος, εἶναι εἰς ἔπαινον τίνος to be a praise to a person or thing, Ephesians 1:12.
Greek Monotonic
ἔπαινος: ὁ, έγκριση, έπαινος, επιδοκιμασία, σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
ἔπ-αινος, ὁ,
approval, praise, commendation, Hdt., Attic
Chinese
原文音譯:œpainoj 誒普-埃挪士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:在上-讚美 相當於: (תְּהִלָּה)
字義溯源:頌讚,稱讚,讚揚,賞;由(ἐπί)*=在)與(αἰνέω)=讚美)組成;而 (αἰνέω)出自(αἶνος)*=故事,讚美)。參讀 (αἶνος)同源字
出現次數:總共(11);羅(2);林前(1);林後(1);弗(3);腓(2);彼前(2)
譯字彙編:
1) 稱讚(10) 羅2:29; 羅13:3; 林前4:5; 林後8:18; 弗1:6; 弗1:12; 弗1:14; 腓1:11; 腓4:8; 彼前1:7;
2) 賞(1) 彼前2:14
Mantoulidis Etymological
Σύνθετο ἀπό το ἐπί + αἶνος (=διήγημα, μῦθος). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα αἰνέω -ῶ.
Lexicon Thucydideum
laus, praise, 1.76.4, 1.84.2. 2.34.6, (laudationem, flattering speech). 2.35.2, 2.36.2, 2.43.2, 3.61.1. 3.104.5. 4.120.3.
Translations
approval
Albanian: miratim; Arabic: قُبُول, قَبُول, مُوَافَقَة, تَصْدِيق; Hijazi Arabic: قُبول, مُوافقة; Belarusian: зацвярджэнне, адабрэнне, згода, ухвала; Bulgarian: одобрение, разрешение; Catalan: aprovació; Chinese Mandarin: 贊同, 赞同, 批准, 贊成, 赞成; Czech: souhlas, schválení; Danish: godkendelse; Dutch: goedkeuring, toestemming, instemming, permissie; Esperanto: aprobo; Estonian: heakskiitmine; Finnish: hyväksyminen, hyväksyntä; French: agrément, approbation; Galician: aprobación; German: Genehmigung, Billigung, Erlaubnis; Greek: έγκριση; Ancient Greek: ἔγκρισις, εὐδόκησις, ἔπαινος; Hebrew: אִשּׁוּר \ אישור, רְשׁוּת, היתר; Italian: permesso, approvazione; Japanese: 賛成, 承認; Korean: 인가(認可), 승인(承認), 찬성(贊成); Kyrgyz: уруксат; Lithuanian: sutikimas; Macedonian: одобрување; Malayalam: അംഗീകാരം; Maori: kupu whakaae; Persian: تصویب, تحسین, قبول; Polish: zgoda, zatwierdzenie; Portuguese: aprovação; Romanian: aprobare; Russian: одобрение, разрешение, утверждение; Serbo-Croatian Cyrillic: одобрење; Roman: odobrénje; Slovak: súhlas, schválenie; Slovene: odobritev; Spanish: aprobación, venia, beneplácito; Swedish: godkännande; Tajik: тасвиб, таҳсин, маъкул; Ukrainian: затвердження, схвалення, згода
praise
Arabic: مِدْحَة, إِثْنَاء, إِطْرَاء, مَحْمَدَة; Armenian: գովեստ; Assamese: গুণ, প্ৰসংশা; Azerbaijani: tərif, öymə, mədh; Belarusian: пахвала, хвала; Bengali: তারিফ; Catalan: alabança, lloança; Chinese Cantonese: 稱讚, 称赞, 讚揚, 赞扬, 表揚, 表扬, 褒揚, 褒扬, 稱道, 称道, 稱揚, 称扬, 表彰; Mandarin: 稱讚, 称赞, 讚揚, 赞扬, 表揚, 表扬, 褒揚, 褒扬, 稱道, 称道, 稱揚, 称扬, 表彰; Min Nan: 稱讚, 称赞, 讚揚, 赞扬, 表揚, 表扬, 褒揚, 褒扬, 表彰, 呵咾, 褒; Czech: chvála, pochvala; Dutch: lof; Esperanto: laŭdo; Finnish: ylistys, kehu, kehuminen; French: louange; Friulian: laud; Galician: loanza, gabanza; Georgian: შექება, ქება, ქება-დიდება; German: Lob; Gothic: 𐌷𐌰𐌶𐌴𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: αἴνεσις, αἴνη, αἶνος, ἀνύμνησις, ἐγκώμιον, ἐπαίνεσις, ἔπαινος, εὐηγορία, ὕμνησις; Hindi: तारीफ़, प्रशंसा, स्तुति, सिफत, उपमा; Hungarian: dicséret; Icelandic: lof, hrós; Indonesian: pujian; Irish: clú; Italian: elogio, lode, complimento; Japanese: 賞賛; Kurdish Northern Kurdish: pesn; Latin: laus; Macedonian: пофалба; Malayalam: പ്രശംസിക്കുക, വാഴ്തുക, പുകഴ്തുക, പ്രശംസിക്കുക, പുകഴ്തുക, വാഴ്തുക; Ngazidja Comorian: swifa; Old English: lof, hering; Old Polish: sławosłowie; Persian: ستایش, ثنا, آفرین; Plautdietsch: Loff; Polish: pochwała; Portuguese: louvor; Romanian: laudă, elogiu, glorificare; Russian: похвала, восхваление, хвала; Sanskrit: शँसति, स्तौति, प्रशम्सा, स्तौति, शँसति; Scottish Gaelic: cliù, luaidh, moladh; Slovak: chvála, pochvala; Slovene: hvála; Spanish: alabanza, loa, enaltecimiento, elogio; Tamil: வௌகற; Telugu: పొగడ్త; Tocharian B: palauna, pālalñe; Turkish: övgü, methiye; Ukrainian: похвала; Urdu: تعریف; Yiddish: לויב