διατέμνω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Ion. and Dor. διατάμνω (q.v.), fut. -τεμῶ,
A cut through, cut in twain, dissever, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην Il.17.618, cf.522 (tm.), Hdt.2.139; διὰ κάρα τεμών S.Fr.799.6; διὰ κῦμα τεμών cleaving the wave, ib.271.5 (anap.); διχῇ γαῖαν δ. part it asunder, A.Supp.545 (lyr.); δίχα δ. Pl.Smp. 190d; τι ἀπό τινος Id.Plt.280b: metaph., disunite, διατετμηκότα τὴν πολιτείαν Aeschin.3.207.
2 cut up, Hdt.2.41.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. y dór. -τάμνω Hp.VC 11, Loc.Hom.40, TEracl.1.12 (IV a.C.)
• Morfología: [frec. c. tm. Il.17.618, S.Fr.271.5, 799.6; c. preverb. en anástrofe Il.17.522]
I concr.
1 cortar por la mitad, partir en dos, seccionar, rajar c. ac. de partes del cuerpo ἶνα Il.17.522, κάρα S.Fr.799.6, χρόα E.Hec.782, ὑποζυγίων τὰ μέλεα Hdt.3.111, τὴν σάρκα Hp.VC 11, νεῦρα Apollod.1.6.3, cf. Hp.Haem.5.8, Arist.Pr.957b27, D.S.1.91, τὸν ἄνθρωπον para operar, Hp.Art.46, δίχα ἕκαστον Pl.Smp.190d, τοὺς ἱερεῖς ... διὰ μέσων D.S.1.65, (τὸν Ἀδύρμαχον) μέχρι τῆς ζώνης Luc.Tox.55, c. adj. pred. γλῶσσαν ... μέσσην Il.17.618, τοὺς ἱρέας ... πάντας μέσσους διαταμεῖν Hdt.2.139, cf. 7.39
•c. ac. de cosa τὰς χορδάς (τῆς λύρας) Pl.Phd.86a, σίδηρος ... διατέμνει σίδηρον X.Eq.Mag.2.3, τὸ προέχον (τῆς πέτρας) I.AI 12.231, Ἀχέρων αὐτὴν διὰ νειόθι τέμνων ἄκρην (tm.) cortando el Aqueronte el cabo mismo por el interior A.R.2.355, φαίνεται διατομή, ᾗ διέτεμε τὸν Ἄθω Ael.NA 13.20, τοῦ ἄντρου τὸν ὄροφον Agath.1.10.3, c. adj. pred. σικυωνίην μέσην Hp.Loc.Hom.47
•en v. pas. κακῇσι διατμηθέντ' Ἐρίδεσσιν (βροτέων γυῖα) (los miembros mortales) desgarrados por malévolas discordias Emp.B 20.4, κρέως ... διατετμημένου ... μαχαίρῃ Hdt.2.42, πολλὰ (τῶν ἐντόμων) διατεμνόμενα ζῇ muchos (de los insectos) siguen viviendo seccionados Arist.Iuu.471b21, νεῦρα δὲ διατμηθέντα Hp.Vlc.20, cf. 1, Carn.18, Arist.Int.19a13, Thphr.HP 7.4.10, Aen.Tact.39.7, D.S.2.58
•fig. cortar, surcar el mar διατέμνουσα πόρον κυματίαν A.Supp.545, ἐς Ἄργος διὰ κῦμα τεμὼν ἥκει hendiendo la ola llega a Argos S.Fr.271.5, el aire un pájaro, D.P.Au.2.3, un aroma, Chrys.M.61.540.
2 cortar en diversas partes, despedazar, trocear τὴν τροφήν Ph.2.353
•en v. med. cortarse uno mismo una parte del cuerpo οἱ σπογγεῖς διατέμνονται τὰ ὦτα καὶ τοὺς μυκτῆρας Arist.Pr.960b21.
3 separar, dividir físicamente dos cosas ἀπὸ τῶ ἀντόμω τῶ ... διατάμνοντος τώς τε hιαρὼς χώρως καὶ τὰν Ϝιδίαν γᾶν desde el camino que divide los terrenos sagrados y la tierra particular, TEracl.l.c., cf. Aq.2Re.18.23, τὸν ... ποταμὸν εἰς διώρυχας ... πολλὰς I.AI 2.203, en v. pas. διατεμνομένης τῆς συμπάσης Θετταλίας Str.9.5.6, cf. Lib.Ep.905.1.
II fig., c. ac. de abstr.
1 dividir en dos o más partes, desunir, escindir τὴν πολιτείαν Aeschin.3.207, τὸ μέτρον D.H.Comp.26.2, μὴ τῆς ἁμαρτίας διατεμούσης τὴν φύσιν no habiendo dividido el pecado la naturaleza de los hombres en el paraíso, Basil.M.31.1384B, cf. Cyr.Al.M.71.57C
•separar en el tiempo dos acontecimientos, en v. pas. (διάστημα) ᾧ ἡ γέννησις τοῦ υἱοῦ τῆς τοῦ πατρὸς ζωῆς διατέμνεται un intervalo por el cual el nacimiento del hijo queda separado de la vida del padre en discusiones teol. sobre la Trinidad, Gr.Nyss.Eun.1.382.
2 distinguir, diferenciar dos o más conceptos διατεμεῖν χωρὶς τά τε μέγιστα καὶ δεύτερα καὶ τρίτα Pl.Lg.697a, cf. 815b, Gr.Nyss.Eun.1.671, τὴν μὲν (τέχνην) διετέμομεν ἀπ' αὐτῆς (τῆς ὑφαντικῆς) acabamos de distinguir otro tipo (de arte) de éste (el arte de tejer) Pl.Plt.280b.
German (Pape)
[Seite 606] (s. τέμνω), durchschneiden, zerschneiden, teilen; Il. 17, 522. 618, in tmesi; διχῆ γαῖαν Aesch. Suppl. 545; δίχα ἕκαστον Plat. Symp. 190 d; χωρὶς τά τε μέγιστα καὶ τὰ – Legg. III, 697 a; τὴν πολιτείαν, veruneinigen, Aesch. 3, 207.
French (Bailly abrégé)
f. διατεμῶ, ao.2 διέταμον, etc.
couper en deux ; fig. désunir.
Étymologie: διά, τέμνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τέμνω, Ion. διατάμνω dóórsnijden, in stukken snijden:; διχῇ... γαῖαν δ. het land in tweeën snijden Aeschl. Suppl. 545; βοῶν... τὰ μέλεα δ. de ledematen van runderen in stukken snijden Hdt. 3.111.3; overdr. afscheiden:. τὴν μὲν διετέμομεν ἀπ’ αὐτῆς wij hebben het ene deel hiervan afgescheiden Plat. Plt. 280b.
Russian (Dvoretsky)
διατέμνω: (fut. διατεμῶ, aor. 2 διέτᾰμον)
1 разрезать, рассекать, разрубать (διχῇ Aesch. и δίχα Plat.; τινὰ μέσον Her.; τὸ δέρμα Arst.);
2 отрезать (τι ἀπό τινος Plat.);
3 разъединять, разбивать (τὴν πολιτείαν Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
διατέμνω: Ἰων. -τάμνω, μέλλ. -τεμῶ: - κόπτω διὰ μέσου, κόπτω εἰς δύο, διαχωρίζω, διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην Ἰλ. Ρ. 618, πρβλ. 522. Ἡρόδ. 2. 139· διὰ κάρα τεμὼν Σοφ. Ἀποσπ. 153. 6· διχῇ γαῖαν δ., χωρίζω αὐτὴν εἰς δύο, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 545 δίχα δ. Πλάτ. Συμπ. 190D· τι ἀπό τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 280Β - μεταφ., καταστρέφω τὴν ἑνότητα, τὸν σύνδεσμον, διαστασιάζω, ἐμβάλλω εἰς διχόνοιαν, τὴν πολιτείαν Αἰσχίν. 83. 29. 2) κατακόπτω, Ἡρόδ. 2. 41.
Greek Monolingual
(AM διατέμνω)
διχοτομώ, χωρίζω σε δύο μέρη
νεοελλ.
(η μτχ. θηλ. ως ουσ.) (γεωμ.) η διατέμνουσα
η τέμνουσα
αρχ.
1. κατακόπτω
2. ανοίγω δίοδο
3. καταστρέφω την υπάρχουσα ενότητα, σπείρω διχόνοια.
Greek Monotonic
διατέμνω: Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ,
1. κόβω στη μέση, κόβω στα δύο, διαχωρίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· δίχα δ., σε Πλάτ.· μεταφ., διαχωρίζω, αποσχίζω, αποξενώνω, βάζω σε διχόνοια, σε Αισχίν.
2. τεμαχίζω, διαμελίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., διατμηθῆναι λέπαδνα, κομμένα σε λωρίδες, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ionic -τάμνω fut. -τεμῶ
1. to cut through, cut in twain, dissever, Il., Hdt.; δίχα δ. Plat.:—metaph. to disunite, Aeschin.
2. to cut up, Hdt.:—Pass., διατμηθῆναι λέπαδνα to be cut into strips, Ar.