μαζεύω

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

και μαζεύγω (Μ μαζεύω)
1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ.
β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα»)
2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο»)
3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια»)
νεοελλ.
1. αποταμιεύω («έχει μαζέψει αρκετά»)
2. σηκώνω κάτι που έπεσε ή που βρίσκεται καταγής («μάζεψε το πανωφόρι σου που έπεσε»)
3. περιθάλπω («απ' τον δρόμο σέ μάζεψα»)
4. συστέλλω, συμπτύσσω (α. «μάζεψαν τα πανιά του καϊκιού» β. «το σαλιγκάρι μαζεύτηκε στο καβούκι του»
5. τακτοποιώπρέπει να μαζέψω λίγο το σπίτι»)
6. (για υφάσματα) στενεύω και κοντένω, ζαρώνω, μπαίνω («με το πρώτο πλύσιμο η μπλούζα μάζεψε»)
7. περιορίζω, χαλιναγωγώ (α. «μάζεψε τη γλώσσα σου» β. «παντρεύτηκε και μαζεύτηκε»)
8. (για πληγή, εξάνθημα κ.λπ.) σχηματίζω πύον, εμπυάζω («το δάχτυλο μάζεψε»)
9. (μεσοπαθ.) μαζεύομαι
α) επανέρχομαι στο σπίτι («το βράδι να μαζευτείς νωρίς»)
β) περιορίζω τις δαπάνες μου («μαζευτήκαμε για να κάνουμε λίγη οικονομία»)
10. φρ. α) «του 'χω πολλά μαζεμένα» — έχω πολλά παράπονα εναντίον του ή είμαι πολύ οργισμένος μαζί του
β) «μαζεύει γράμματα για τους αποθαμένους» ή «μαζεύει υπογραφές» — βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, είναι μελλοθάνατος
γ) «του μάζεψα τα λουριά» — τον περιόρισα, τον έβαλα σε πειθαρχία
δ) «μαζεύω τα φτερά μου» — περιορίζω την έπαρσή μου
11. παροιμ. «μάζευε κι ας είν' και ρώγες» — πρέπει κάποιος να κάνει αποταμίευση ακόμη κι αν τα ποσά είναι ασήμαντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαδεύω (πρβλ. «ὁμαδεύειν
ἀθροίζειν» Ησύχ.) με παρετυμολογική σύνδεση προς τα μάζα, μαζώνω].