πλάνης
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
-ητος, ὁ,
A wanderer, vagabond, ib.1029, E.IT417, Isoc.19.6: c. gen., πόντου πλάνητες roamers of the sea, Trag.Adesp.100.
2 πλάνητες ἀστέρες planets, X.Mem. 4.7.5, Arist.Mete.342b28; and, simply, οἱ π. Id.APo.78a30,Fr.196, Plu.2.604a, etc.; τοὺς ἀστέρας τοὺς ἐνδεδεμένους, τοὺς δὲ πλάνητας Arist. Cael.290a19.
3 πλάνητες [πυρετοί] fevers that come in irregular fits, Hp.Epid.1.6, Aph.3.22; cf. πλανήτης II.2.
II as adjective, ἄπορος καὶ πλάνης βίος Plu.Brut.33; πλάνης ὅμιλος Polem.Call.18.56: as fem., πλάνητα πτῆσιν Luc.Musc.Enc.9.
German (Pape)
[Seite 624] ητος, ὁ, der Herumirrende, Herumschweifende; ἐπὶ θητείᾳ πλάνης, Soph. O. R. 1029; οἳ φέρονται πλάνητες, Eur. I. T. 417, erro; ἄνθρωποι, Strab. 12, 7, 3; πλάνητες ἀστέρες, die Irrsterne, Planeten, Xen. Mem. 4, 7, 5 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ, ἡ)
errant ; ὁ πλάνης, vagabond : πλάνητες ἀστέρες XÉN astres errants, planètes.
Étymologie: πλάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάνης -ητος [~ πλανάω] zwervend:; π. βίος een zwervend leven Plut. Brut. 33.6; subst. ὁ πλάνης zwerver; astr.. π. ἀστέρες planeten Xen. Mem. 4.7.5 = οἱ πλάνητες Democr. B 56. geneesk. onregelmatig (van koorts).
Russian (Dvoretsky)
πλάνης: ητος (ᾰ) adj.
1 бродячий, скитальческий (βίος Plut.);
2 странствующий, блуждающий (ἀστέρες Arst., Plut.).
ητος ὁ
1 странник Soph., Eur.;
2 планета Arst.
English (Thayer)
(πλανήτης) πλανητου, ὁ (πλανάω), a wanderer: ἀστέρες πλανῆται, wandering stars (Aristotle, Plutarch, others), WH marginal reading ἀστέρες πλανῆται (Xenophon, mem. 4,7, 5)); see ἀστήρ, at the end
Greek Monolingual
-ητος, ο, η, ΝΑ, και πλάνητας, ο, Ν
(ως ουσ. και ως επίθ.)
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, που δεν έχει μόνιμο τόπο διαμονής, ο περιπλανώμενος (α. «εις τον πλάνητα δρόμον», Παπαδ.
β. «οἵ φέρονται πλάνητες ἐπ' οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους περῶντες», Ευρ.)
2. φρ. α) «πλάνητες αστέρες» — οι πλανήτες
β) «πλάνητες πυρετοί» — πυρετοί που εμφανίζονται σε άτακτους, ακανόνιστους παροξυσμούς
νεοελλ.
φρ. «πλάνητες λίθοι»
(γεωμορφ.) θραύσματα πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν από τους παγετώνες και αποτέθηκαν ασύμφωνα προς τη στρώση τών πετρωμάτων του υποβάθρου
αρχ.
μτφ. αυτός που πλανιέται, που κάνει λάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶμαι + επίθημα -ης, -ητος (πρβλ. κέλης, πένης)].
Greek Monotonic
πλάνης: [ᾰ], -ητος, ὁ,
I. 1. περιπλανητής, περιφερόμενος, αλήτης, σε Σοφ., Ευρ.
2. πλάνητες ἀστέρες, σε Ξεν.
II. ως επίθ., περιπλανώμενος, νομαδικός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνης: [ᾰ], -ητος, ὁ, ὁ πλανώμενος ἢ περιφερόμενος, ἀλήτης, Λατ. erro, Σοφ. Ο. Τ. 1029, Εὐρ. Ι. Τ. 417, Ἰσοκρ. 385D· 2) πλάνητες ἀστέρες, οἱ πλανῆται, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5· καὶ ἁπλῶς, οἱ πλάνητες Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 1· οὕτως, ἀστέρες πλανῆται ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1. 6, 1, Πλούτ. 2. 604Α, κτλ.· πλανῆται Πλάτ. Τίμ. 38C, Ἀριστ. Ἀποσπ. 191· ἀντίθετ. τῷ οἱ ἐνδεδεμένοι, (ἀπλανεῖς ἀστέρες), ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 2. 8, 10, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 2, 13. ― Ἡ Ἀφροδίτη ἐκαλεῖτο ἑωσφόρος ἢ ἕσπερος, ὁ Ἑρμῆς στίλβων, ὁ Ἄρης, ὁ πυρόεις, ὁ Ζεύς φαέθων, ὁ Κρόνος φαίνων, ἴδε τὰς λέξ., καὶ πρβλ. Stallb. εἰς Τίμ. ἔνθ’ ἀνωτ., Lewis Astr. of Anc. 144, 245· παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς λαοῖς οἱ πλανῆται διεκρίνοντο κατὰ χρώματα· ὁ ἥλιος ἐλέγετο χρυσοῦς, ἡ Σελήνη ἀργυρᾶ, ἡ Ἀφροδίτη λευκή, ὁ Ἑρμῆς κυανοῦς, ὁ Ἄρης ἐρυθρός, ὁ Ζεύς πράσινος, ὁ Κρόνος κίτρινος, ἴδε Rawlins. εἰς Ἡρόδ. 1. 98. 3) πλάνητες [πυρετοί], πυρετοὶ ἐρχόμενοι ἐν ἀκανονίστοις παροξυσμοῖς, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 944, Ἀφ. 1248· ὡσαύτως πλανῆται, πρβλ. Foës. Oecom. II. ὡς ἐπίθ., ἄπορος καὶ πλ. βίος Πλουτ. Βροῦτ. 33· καὶ ὡς θηλ., πλάνητα πτῆσιν Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 9. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
Middle Liddell
πλᾰ́νης, ητος, ὁ,
I. a wanderer, roamer, rover, Soph., Eur.
2. πλάνητες ἀστέρες the planets, Xen.
II. as adj. wandering, Plut.
Chinese
原文音譯:plan»thj 普拉尼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:離正道的
字義溯源:流蕩者,徒涉者;源自(πλάνος)*=漂泊,迷惑)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 是流蕩的(1) 猶1:13
Translations
wanderer
Arabic: هَائِم; Armenian: թափառական; Bulgarian: скитник, странник; Catalan: rodamón, nòmada; Coptic: ⲥⲁⲣⲁⲕⲱϯ; Czech: tulák, nomád; Dutch: wandelaar, dwaler, zwermer, doler; Finnish: kuljeksija, kulkuri; French: vagabond, nomade, errant, vagant; Galician: leirán, vaganao, vagaceiro, vadío, moinante, lorán, galloufeiro, gandaieiro, leilán, calaceiro, vagamundo, vagabundo, vanadante; Georgian: მოხეტიალე, მაწანწალა; German: Wanderer; Ancient Greek: πλανήτης, πλανάτας, πλάνης, ἀλήτης, ἀλάτας; Hungarian: vándor; Irish: rianaí; Italian: vagabondo, girovago, vagante, errante, ramingo, nomade, errabondo; Japanese: 放浪者; Kurdish Central Kurdish: ئاوارە; Latin: erro; Macedonian: талкач, скитник; Maori: murare; Old English: wandrere; Persian: سرگردان; Plautdietsch: Waundra; Polish: wędrowiec, nomada, tułacz, włóczęga, włóczykij, łazik, wałęga, łazęga; Portuguese: vagante, vagabundo, vagabunda, nômade; Russian: путешественник, странник; Spanish: vagabundo, nómada; Swedish: vandrare; Welsh: crwydryn, crwydriaid