ὄφελος
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
τό, (ὀφέλλω B) only in nom. and acc. sg.,
A furtherance, advantage, help, αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα in case we can be of any use, Il. 13.236; ὅς τοι πόλλ' ὄφελος γένετο who was a help to thee in many matters, 17.152; οὐδὲν σοί γ' ὄφελος not as any good to thee, 22.513; ὄφελός τί μοι ἔσσῃ h.Merc.34; τί δ' ἔστ' ὄ. δειλὸς ἀνήρ; Thgn.102; λέγεις Ἀτρείδαις ὄφελος ἢ 'π' ἐμοὶ τόδε; S.Ph.1384; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελος ἡμῖν;what good could you be to us? Ar.Pl.1152, cf. Pl.R. 505a, etc.; τὸ μέγα ὄφελος τῆς πόλεως, Lat. columen rerum, ironical in Aeschin.2.24 (quoted from D.): c. inf., τί γὰρ ὄ. σώματί γε κάμνοντι.. σιτία πολλὰ διδόναι; Pl.Grg. 504e, cf. 513e; τί ζῆν ὄ. ᾧ μή 'στι τὸ ζῆν εἰδέναι; Philem.104.
2 c. gen., φυγᾶς ὄ. εἴ τί μοι A.Supp.737 (lyr.); τῶν ὄ. ἐστι οὐδέν Hdt.8.68.γ; οἷσι.. οὐδὲν ὄφελος ἐστιν οὔτε χρημάτων οὔτε τῶν ἄλλων οὐδενὸς ἄτερ τῆς ὑγιείης Hp.Vict.3.69; τί τῆς εὐμορφίας ὄφελος; E.Fr.548; ἐλευθερίας οὐδὲν ὄφελος And.4.17; ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄφελος ᾖ Pl.R. 530c; ἀνὴρ ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφελος ἐστιν Id.Ap.28b; γεωργοῦ ἀργοῦ οὐδὲν ὄφελος X.Cyr.1.6.18; μαγείρῳ μαχαίρας οὐδὲν ὄφελος ἥτις μὴ τέμνει D.25.46; τί δ' ὄφελος εὖ λαλοῦντος, ἂν κακῶς φρονῇ; Men.821.
3 ὅ τι πέρ ἐστ' ὄφελος ἐν τῇ πόλει all that is best, all the best people, Ar.Ec.53, cf. Luc.Herod.8: c. gen., ὅ τι περ ὄφελος τοῦ στρατεύματος the serviceable part (or perhaps the flower) of the army, X.HG5.3.6, cf. Theoc.13.18; ὅ τι περ.. ἀπληστίας ὄφελος the flower (acme) of gluttony, Luc.Tim.55.
4 c. gen. objecti, help against a thing, Nic. Th.518.
German (Pape)
[Seite 425] τό, Förderung, Nutzen, Vortheil; αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα, Il. 13, 236, ob wir einiger Nutzen werden, ob wir einigermaßen nützlich werden, nützen können; ὅς τοι πόλλ' ὄφελος γένετο, πτόλεΐ τε καὶ αὐτῷ, 17, 152, wie οὐδὲν σοί γ' ὄφελος, d. i. dir kommt es nicht zu Statten, 22, 513; ὄφελός τί μοι ἔσσῃ, H. h. Merc. 34; λέγεις δ' Ἀτρείδαις ὄφελος ἢ' π' ἐμοὶ τάδε, Soph. Phil. 1370; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελος ἡμῖν; was wärst du uns nütze, Ar. Plut. 1152, vgl. Eccl. 53; – c. gen., πολυδρόμου φυγᾶς ὄφελος εἴ τί μοι, Aesch. Suppl. 718, Nutzen von der Flucht haben, wie τῶν ὄφελος οὐδέν, sie nutzen Nichts, Her. 8, 68; τί γὰρ ὄφελος σώματί γε κάμνοντι σιτία πολλὰ διδόναι; Plat. Gorg. 504 e; οἶσθ' ὅτι οὐδὲν ἡμῖν ὄφελος, Rep. VI, 505 a; und oft adjectivisch, οἷ ἐλθὼν μήτε ὑμῖν μήτε ἐμαυτῷ ἔμελλον μηδὲν ὄφελος εἶναι, ich sollte Nichts nütze sein, Apol. 36 c; ἐάν τι ἡμῶν ὡς νομοθετῶν ὄφελος ᾖ, Rep. VII, 530 c, u. öfter so c. genit., vgl. noch Charmid. 175 b, εἴ τι ἐμοῦ ὄφελος ἦν πρὸς τὸ καλῶς ζητεῖν; Xen. ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, ein fauler Ackersmann ist nichts nütze, Cyr. 1, 6, 18, wie ἀρετῆς οὐδὲν ὄφελός ἐστι, 3, 1, 16; τῶν κτημάτων οὐδ' ὁτιοῦν ὄφελος ἂν εἴη, Dem. 24, 217; μαγείρῳ μαχαίρας οὐδέν ἐστιν ὄφελος, ἥτις μὴ τέμνει, 25, 46; Sp., πάντες, ὧν καὶ μικρὸν ὄφελος, Pol. 3, 36, 6; Plut. adv. Stoic. 8 u. Luc.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc.
utilité, avantage, profit : λέγεις δ' Ἀτρείδαις ὄφελος ἢ 'π' ἐμοὶ τάδε ; SOPH dis-tu cela dans l'intérêt des Atrides ou dans le mien ? ; αἵ κ' ὄφελός τι γενώμεθα IL peut-être serons-nous de qqe secours ; οὐδὲν σοί γ' ὄφελος IL cela ne te servira à rien ; τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν HDT cela n'est bon à rien ; bien, trésor, sujet de joie ou d'orgueil.
Étymologie: DELG ?
Russian (Dvoretsky)
ὄφελος: τό (только nom. и acc. sing.) польза, выгода или помощь: οὐδὲν σοί γ᾽ ὄ. Hom. никакой тебе пользы (не будет от этого); αἴ κ᾽ ὄφελός τι γενώμεθα Hom. может быть окажем мы кое-какую помощь; τί δῆτ᾽ ἂν εἴης ὄ. ἡμῖν; Arph. какую же пользу можешь ты принести нам?; τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν Hom. οτ них никакой пользы; ὅ τι περ ὄ. τοῦ στρατεύματος Xen. лучшая часть войска.
Greek (Liddell-Scott)
ὄφελος: τό, (ὀφέλλω Β) ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομαστικὴν καὶ αἰτιατικὴν ἑνικ., τὰ δὲ λοιπὰ ἐκ τοῦ ὠφέλεια, ὡς καὶ νῦν, ὄφελος, κέρδος, βοήθεια, συχνάκις ἐν χρήσει (ὡς τὸ Λατιν. opus) ὡς ἄκλιτ. ἐπίθετ., Ὅμ. καὶ Ἀττ.· αἴ κ’ ὄφελός τι γενώμεθα, «εἴ ποτέ τις ὠφέλεια γενοίμεθα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 236· ὅς τοι πόλλ’ ὄφ. γένετο, ὅστις μεγάλως σὲ ἐβοήθησε, Ρ. 152· οὐδὲν σοίγ’ ὄφ. Χ. 513· ὄφ. τί μοι ἔσσῃ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 34· τί ὃ’ ἔστι’ ὄφ. δειλὸς ἀνήρ; Θέογν. 102· οὕτω παρ’ Ἀττ., λέγεις Ἀτρείδαις ὄφ. ἢ ’π’ ἐμοὶ τόδε Σοφ. Φιλ. 1384· τί δῆτ’ ἂν εἴης ὄφ. ἡμῖν; εἰς τί ἠδύνασο νὰ μᾶς χρησιμεύσης; Ἀριστοφ. Πλ. 1152, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 505Α, κτλ.· τὸ μέγα ὄφ., columen rerum, εἰρωνικὸν παρ’ Αἰσχίνῃ 31. 23· μετ’ ἀπαρ., τί γὰρ ὄφ. σώματί γε κάμνοντι ... σιτία πολλὰ διδόναι; Πλάτ. Γοργ. 504Ε, πρβλ. 513Ε· τί ζῆν ὄφ. ᾧ μή ’στι τὸ ζῆν εἰδέναι; Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 42. 2) μετὰ γεν., τῶν ὀφελός ἐστι οὐδὲν Ἡρόδ. 8, 68, 3· οὕτω, φυγᾶς ὄφ. εἴ τί μοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 737· τί τῆς εὐμορφίας ὄφελος; Εὐρ. Ἀποσπ. 552· ἐλευθερίας οὐδέν ὄφ. Ἀνδοκ. 31. 22· ἐάν τι ἡμῶν ὄφ. ᾖ Πλάτ. Πολ. 530C· ἀνὴρ ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 28Β· ὄφ. οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 18· μαγείρῳ μαχαίρας οὐδὲν ὄφ. ἥτις μὴ τέμνει Δημ. 784. 11· τί δ’ ὄφ. εὖ λαλοῦντος, ἂν κακῶς φρονῇ; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 464. 3) ὅ τι πέρ ἐστ’ ὄφ. ἐν τῇ πόλει, πᾶν ὅ,τι εἶναι καλὸν διὰ τὴν πόλιν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 53· οὕτω μετὰ γεν., ὅ τι περ ὄφ. στρατεύματος, τὸ ὑγιὲς καὶ χρήσιμον μέρος τοῦ στρατεύματος, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 6· ὅ τι περ ... ἀπληστίας ὄφ., ἀντί, ὁ πάντων ἀπληστότατος, Λουκ. Τίμων 55, ἔνθα ἴδε Hemst. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., βοήθεια ἐναντίον πράγματός τινος, Νικ. Θηρ. 518.
English (Autenrieth)
εος: advantage, profit; w. neg., ‘no good,’ Il. 22.513. (Il.)
English (Strong)
from ophello (to heap up, i.e. accumulate or benefit); gain: advantageth, profit.
English (Thayer)
ὀφελους, τό (ὀφέλλω to increase), advantage, profit: Homer down; the Sept. Job 15:3.)
Greek Monotonic
ὄφελος: τό (ὀφέλλω Β), μόνο στην ονομ., προαγωγή, πρόοδος, αρωγή, βοήθεια· συχνά (όπως το opus) ως άκλιτο επίθ., αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια χρησιμότητα, σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφελλες ἡμῖν; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί ὄφελος σώματι κάμνοντι σιτία διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν, από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα κέρδος, σε Ηρόδ.· ὄφελος οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· αλλά, ὅ τι περ ὄφελος στρατεύματος, τμήμα στρατεύματος που είναι σε θέση να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ.
Middle Liddell
ὄφελος, εος, τό, [ὀφέλλω2] only in nom.]
furtherance, advantage, help, used often (like opus) as an indecl. adj., αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα whether we can be of any use, Il.; τί δῆτ' ἂν εἴης ὄφ. ἡμῖν; what good couldst thou be to us? Ar.; c. inf., τί ὄφ. σώματι κάμνοντι σιτία διδόναι; Plat.; c. gen., τῶν ὄφελός ἐστι οὐδέν of which there is no profit, Hdt.; ὄφ. οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ Xen.;—but, ὅ τι περ ὄφελος στρατεύματος the serviceable part of the army, Xen.
Chinese
原文音譯:Ôfeloj 哦費羅士
詞類次數:動詞,名詞(3)
原文字根:欠的
字義溯源:利益,促進,益處,利潤,幫助;源自(ὀφείλω)X*=積聚)
出現次數:總共(3);林前(1);雅(2)
譯字彙編:
1) 益處(3) 林前15:32; 雅2:14; 雅2:16
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὠφέλεια, κέρδος, βοήθεια). Ἀπό ρίζα οφελ→ προθεματικό ο (=κοντά) + φέλο (=καρπός, κέρδος). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ὀφείλω.