Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρήδεμνον

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήδεμνον Medium diacritics: κρήδεμνον Low diacritics: κρήδεμνον Capitals: ΚΡΗΔΕΜΝΟΝ
Transliteration A: krḗdemnon Transliteration B: krēdemnon Transliteration C: kridemnon Beta Code: krh/demnon

English (LSJ)

Dor. κράδεμνον, τό, (κράς, δέω)
A woman's headdress or veil, a kind of mantilla, κ. ὅ ῥά οἱ (sc. Ἀνδρομάχῃ) δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη Il.22.470; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων 14.184: pl., [Πηνελόπεια] ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κ. Od.1.334; δμῳαί τε καὶ αὐτή,… ἀπὸ κ. βαλοῦσαι 6.100, cf. E.Ph.1490 (lyr.).
II metaph. in plural, battlements which crown a city's walls, Τροίης ἱερὰ κ. Il.16.100, cf. Od.13.388, h.Cer.151, B.Fr.16.7; πέτρινα κ. E.Tr.508: sg., Θήβης κρήδεμνον Hes.Sc.105.
2 cover, lid of a wine-jar, Od.3.392.

German (Pape)

[Seite 1506] τό, die Kopfbinde; bei Hom. ein weiblicher Kopfputz, der schleierartig an beiden Seiten herabhing, so daß man das ganze Gesicht damit ver hüllen konnte; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Il. 14, 184; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, von der Penelope, Od. 1, 334 u. öfter; auch die Dienerinnen der Nausikaa tragen sie, 6, 100. – Bei Eur. Phoen. 1490 ein Schmuck der Jungfrauen. – Überh. Bedeckung, Deckel, κρητῆρα κέρασσεν οἴνου, τὸν ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν Od. 3, 390. – Übertr. von Städten, Zinnender Stadtmauern, ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύοιμεν ll. 16, 100, vgl. Od. 13, 388; H. h. Cer. 151 ὃς Θήβης κρήδεμνον ἔχει ῥύεταί τε πόληα, Theben's Mauerzinnen, d. i. Theben selbst, Hes. Sc. 105; folgde Dichter; πόλεων κρήδεμνα λύειν Bacchyl. bei Ath. II, 39 f; πέτρινα Eur. Troad. 508.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. ornement de tête, particul. bandelette ou sorte de mantille;
II. p. anal. 1 couvercle de vase;
2 créneau de muraille.
Étymologie: κράς, δέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρήδεμνον -ου, τό [κάρα, δέω] Dor. plur. κράδεμνα sluier, hoofddoek:. κράδεμνα δικοῦσα κόμας ἀπ’ ἐμᾶς de sluier van mijn haar werpend Eur. Phoen. 1490. ommuring, meestal plur.: Τροίης λιπαρὰ κρήδεμνα de schitterende ommuring van Troje Od. 13.388. stop:. ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσε zij had de stop (van het vat) afgehaald Od. 3.392.

Russian (Dvoretsky)

κρήδεμνον: τό
1 головная повязка (с покрывалом для лица) (κρηδέμνῳ καλύψασθαι Hom.; κρηδέμνῳ ὑποζῶσαι τὸ στερνον Plut.);
2 преимущ. pl. зубцы городских стен (Τροίης χρήδεμνα Hom.; Θήβης κ. Hes.);
3 крышка (sc. τοῦ κρητῆρος Hom.).

English (Autenrieth)

(κάρη, δέω): head-band; in women's attire, a short veil, as seen in the cut, Od. 1.334; also of the ‘battlements’ of cities, Od. 13.388; ‘lid’ of a wine-jar, Od. 3.392. (See cut No. 64.)

Greek Monolingual

κρήδεμνον, δωρ. τ. κράδεμνον, τὸ (Α)
1. κεφαλόδεσμος, γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού που κατέβαινε μέχρι τους ώμους
2. πώμα δοχείου με οίνο
3. στον πληθ. τα κρήδεμνα
οι επάλξεις τών τειχών πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεμνον
το α' συνθετικό της λ. ανάγεται στη λ. κάρα και το β' στο ρ. δέω «δένω» (πρβλ. δέμνιον)
η μορφή κρη- εμφανίζει δυσκολίες ως προς την ερμηνεία της: προήλθε είτε από κρηνο- (παρεκτεταμένη μορφή της συνεσταλμένης βαθμίδας του τ. κάρα, βλ. και κρανίο) με συλλαβική ανομοίωση (κρη-νό-δεμ-νον > κρήδεμνον) είτε από θ. κρησ- με σίγηση του -σ- προ του ακολουθούντος -δ-, η οποία όμως, κατ' άλλους, δεν φαίνεται πολύ πιθανή].

Greek Monotonic

κρήδεμνον: Δωρ. κρᾱ-, τό (κάρα, δέω),
I. κεφαλόδεσμος, γυναικείο κάλυμμα κεφαλιού, που περνάει πάνω από το κεφάλι και κρεμιέται σε κάθε πλευρά, σε Όμηρ.
II. 1. μεταφ. στον πληθ., οι επάλξεις που επιστέφουν τα τείχη της πόλης, στον ίδ., Ευρ.
2. κάλυμμα, καπάκι κανάτας κρασιού, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρήδεμνον: Δωρ. κρᾱδ-, τό, (κρὰς ἢ κάρα, δέω) κεφαλόδεσμος, γυναικεῖον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, καλύπτον οὐ μόνον τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ κατερχόμενον ἑκατέρωθεν μέχρι τῶν ὤμων, ὥστε ἠδύνατο κατὰ βούλησιν νὰ συγκαλύψῃ καὶ ὅλον τὸ πρόσωπον· ἐπὶ τῆς Ἀνδρομάχης, Ἰλ. Χ. 470· ἐπὶ τῆς Ἥρας, κρηδέμνῳ δ’ ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Ξ. 184· ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐν τῷ πληθ., ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα Ὀδ. Α. 334., ΙΙ. 416, κτλ. ὥστε ἐφόρουν αὐτὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὑψηλῆς τάξεως γυναῖκες, ἀλλ. ἐν Ὀδ. Ζ. 100, καὶ αἱ δμωαὶ τῆς Ναυσικάας· ― ἐν Ὀδ. Ε. 346, ἡ θεὰ Ἰνὼ παρέχει τὸ ἑαυτῆς κρήδεμνον εἰς τὸν Ὀδυσσέα ὅπως τὸν σώσῃ ἀπὸ πνιγμοῦ. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐπάλξεις αἱ ἐπιστέφουσαι τὰ τείχη πόλεώς τινος, Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα Ἰλ. Π. 100, Ὀδ. Ν. 388, πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 151· πολίων κράδεμνα λύει Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 27, 6, Blass· πέτρινα κρ. Εὐρ. Τρῳ. 508· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, Θήβης κρήδεμνον Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 105. 2) ἀντὶ πῶμα, τὸ ἐπικάλυμμα οἰνηροῦ ἀγγείου, Ὀδ. Γ. 392.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: womans headdress, veil, metaph. battlements, cover, lid (of a jar) (Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 296 w. n. 60, Haakh Gymnasium 66, 374ff.).
Dialectal forms: Dor. κρά-, n., often plur.
Origin: IE [Indo-European] [574] *ḱerh₂- head, horn
Etymology: Compound from κάρα head and δέω bind, but in detail unclear. The 1. member can (with Ehrlich Sprachgesch. 6 ff.; against it Kretschmer Glotta 4, 336) stand through dissimilation for κρηνο-, i.e. thematic enlargement of the zero grade of κάρα (s. κρανίον), but also have arisen from κρησ- with loss of the σ before δ (rejected by DELG); the formation of κράσπεδον (s. v.) might support the latter. An original σ-less κρη- cannot be deduced from it (cf. on κάρα). The 2. member -δεμνον, contains a derivation of δέω bind; cf. βέλεμνα s. βάλλω and δέμνια. Slightly diff. Bechtel Lex. s. v.

Middle Liddell

κάρα, δέω]
I. a veil or mantilla with lappets, passing over the head and hanging down on each side, Hom.
II. metaph. in plural the battlements which crown a city's walls, Hom., Eur.
2. the cover of a wine-jar, Od.

Frisk Etymology German

κρήδεμνον: {krḗdemnon}
Forms: dor. κρά-,
Grammar: n., oft im Plur.
Meaning: Kopfbinde, Schleier, übertr. Burgzinnen, Deckelbinde (ep. poet. seit Il.; vgl. Leumann Hom. Wörter 296 m. A. 60, Haakh Gymnasium 66, 374ff.).
Etymology: Zusammenbildung aus κάρα Kopf und δέω binden, aber im einzelnen mehrdeutig. Das Vorderglied kann (mit Ehrlich Sprachgesch. 6 ff.; dagegen Kretschmer Glotta 4, 336) an sich durch Ferndissimilation für κρηνο-, d.h. thematische Erweiterung der Schwundstufe von κάρα (s. κρανίον), stehen, aber auch aus κρησ- mit Schwund des σ vor δ entstanden sein; eine Bildung wie κράσπεδον (s. d.) spricht für die letztere Alternative. Ein ursprüngliches σ-loses κρη- ist jedenfalls daraus nicht zu erschließen (vgl. zu κάρα). Im Hinterglied -δεμνον, -α steckt eine Ableitung von δέω binden; vgl. βέλεμνα s. βάλλω und δέμνια; das thematische -ο-mag alt sein (Schwyzer 520). — Etwas abweichend Bechtel Lex. s. v.
Page 2,15

Mantoulidis Etymological

τό (=κεφαλόδεσμος, γυναικεῖο κάλυμμα τοῦ κεφαλιοῦ). Ἀπό τό κράςκάρα + δέω (=δένω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δέω καί στή λέξη κρανίον.