σμερδαλέος: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(37) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -η, Α<br /><b>1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικαλέος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]] στην [[ακοή]], [[τρομερός]] («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>mer</i>-<i>d</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]]» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>smerzan</i> «[[προκαλώ]] πόνο», γερμ. <i>schmerzen</i> «[[πονώ]]», αγγλοσαξ. <i>smeart</i> «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. <i>smart</i> «[[οδυνηρός]], [[διαπεραστικός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>mordeo</i> «[[δαγκώνω]]» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smerd</i>- «[[μυρίζω]] άσχημα, [[βρομώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αργ</i>-<i>αλέος</i>, <i>θαρσ</i>-<i>αλέος</i>, <i>λευγ</i>-<i>αλέος</i>), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάρρος]], <i>κερδ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), την ύπαρξη του οποίου υποδηλώνουν και οι [[εξής]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: <i>σμέρδ</i>[[ν]]<i>ος</i><br />[[λῆμα]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] και [[εὐσμερδής]]<br />[[εὔρωστος]] (για την [[εξέλιξη]] αυτή από τη σημ. «[[φοβερός]]» του <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> στη σημ. «[[δύναμη]]» τών τύπων αυτών <b>πρβλ.</b> [[δεινός]] «[[φοβερός]]»: [[δεινότης]] «[[δύναμη]], [[επιδεξιότητα]]»)]. | |mltxt=-α, -ον, θηλ. και -η, Α<br /><b>1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικαλέος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]] στην [[ακοή]], [[τρομερός]] («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>mer</i>-<i>d</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]]» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>smerzan</i> «[[προκαλώ]] πόνο», γερμ. <i>schmerzen</i> «[[πονώ]]», αγγλοσαξ. <i>smeart</i> «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. <i>smart</i> «[[οδυνηρός]], [[διαπεραστικός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>mordeo</i> «[[δαγκώνω]]» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smerd</i>- «[[μυρίζω]] άσχημα, [[βρομώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αργ</i>-<i>αλέος</i>, <i>θαρσ</i>-<i>αλέος</i>, <i>λευγ</i>-<i>αλέος</i>), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάρρος]], <i>κερδ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), την ύπαρξη του οποίου υποδηλώνουν και οι [[εξής]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: <i>σμέρδ</i>[[ν]]<i>ος</i><br />[[λῆμα]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] και [[εὐσμερδής]]<br />[[εὔρωστος]] (για την [[εξέλιξη]] αυτή από τη σημ. «[[φοβερός]]» του <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> στη σημ. «[[δύναμη]]» τών τύπων αυτών <b>πρβλ.</b> [[δεινός]] «[[φοβερός]]»: [[δεινότης]] «[[δύναμη]], [[επιδεξιότητα]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σμερδᾰλέος:''' -α, Ιων. -η, -ον·<br /><b class="num">1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[αποκρουστικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρομερός]] στο [[άκουσμα]]· στο ουδ. ως επίρρ., [[φρικτά]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. <i>σμερδαλέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
α, Ion. η, ον, Ep. Adj. (Ar.Av.553 is mock-heroic),
A terrible to look on, fearful, δράκων Il.2.309; of Odysseus when cast up by the sea, Od.6.137; σ. κεφαλή, of Scylla, 12.91; χαλκὸς σ. bronze dire-gleaming, Il.12.464, 13.192; of armour of all kinds, σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ, 20.260, 21.401, Od.11.609; οἰκία σ., of Hades, Il.20.65; ἔρις Hes.Th.710; πόλισμα Ar. l.c. 2 terrible to hear, esp. in neut. as Adv., σμερδαλέον δ' ἐβόησε Il.8.92, etc.; σ. κονάβησαν, κονάβιζε, 2.334, Od.10.399: pl., σμερδαλέα κτυπέων, of Zeus, Il.7.479; σ. ἰάχων 5.302. (Prob. cogn. with Skt. márdati 'crush, crumble', Lat. mordere, OHG. smerzan, Engl. smart.)
German (Pape)
[Seite 910] schrecklich, gräßlich, fürchterlich, entsetzlich, schauderhaft, bes. schrecklich anzusehen, von furchtbarem Anblick, Hom. δράκων, Il. 2, 309; σμερδαλέος δ' αὐτῇσι φάνη, vom nackten, schmutzigen Odysseus, Od. 6, 137, vgl. 11, 609; λάμπε δὲ χαλκῷ σμερδαλέῳ, furchtbar blinkend, Il. 12, 464; u. so von Schilden, 20, 260. 21, 401, u. oft von Waffenrüstungen; auch οἰκία, 20, 63; πόλισμα, Ar. Av. 553; – fürchterlich fürs Ohr, schrecklich tosend, lärmend, σμερδαλέον δ' ἐβόησεν, Il. 8, 92 u. öfter; κονάβιζε, Od. 10, 399; κονάβησαν, Il. 2, 334, u. öfter; auch σμερδαλέα κτυπέων, vom donnernden Zeus, 7, 479.
Greek (Liddell-Scott)
σμερδᾰλέος: α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. (διότι τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 εἶναι παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς στίχος), φοβερὸς ἰδεῖν, φρικτός, φρικαλέος, δράκων Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. κεφαλή, ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· οὕτως ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· οἰκία σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· ἔρις Ἡσ. Θ. 710· πόλισμα Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) τρομερός, φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, μάλιστα κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ ῥίζα φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
terrible, effrayant à voir ou à entendre ; adv. • σμερδαλέον IL, OD ou • σμερδαλέα IL d’une manière effrayante, avec un bruit terrible.
Étymologie: R. Σμερδ, mordre ; cf. σμερδνός.
English (Autenrieth)
fearful, terrible, to look upon, δράκων, λέων, etc.—Adv., σμερδαλέον, σμερδαλέα, δέδορκεν, Il. 22.95; elsewhere of sounds.
Greek Monolingual
-α, -ον, θηλ. και -η, Α
1. φοβερός στην όψη, φρικαλέος
2. φρικτός στην ακοή, τρομερός («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σμερδ-αλέος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)mer-d- «φθείρω, αφανίζω» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. smerzan «προκαλώ πόνο», γερμ. schmerzen «πονώ», αγγλοσαξ. smeart «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. smart «οδυνηρός, διαπεραστικός, οξύς, έξυπνος». Η σύνδεση της λ. με το λατ. mordeo «δαγκώνω» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα smerd- «μυρίζω άσχημα, βρομώ» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει επίθημα -αλέος (πρβλ. αργ-αλέος, θαρσ-αλέος, λευγ-αλέος), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (πρβλ. θαρρ-αλέος < θάρρος, κερδ-αλέος < κέρδος), την ύπαρξη του οποίου υποδηλώνουν και οι εξής τ. του Ησύχ.: σμέρδνος
λῆμα, ῥώμη, δύναμις, ὅρμημα και εὐσμερδής
εὔρωστος (για την εξέλιξη αυτή από τη σημ. «φοβερός» του σμερδ-αλέος στη σημ. «δύναμη» τών τύπων αυτών πρβλ. δεινός «φοβερός»: δεινότης «δύναμη, επιδεξιότητα»)].
Greek Monotonic
σμερδᾰλέος: -α, Ιων. -η, -ον·
1. φοβερός στην όψη, φρικτός, φρικαλέος, αποκρουστικός, σε Όμηρ.
2. τρομερός στο άκουσμα· στο ουδ. ως επίρρ., φρικτά, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. σμερδαλέα, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).