περίφρων: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(32) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η, ΜΑ<br />[[συνετός]], [[φρόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί [[κάτι]] («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>φρων</i>]. | |mltxt=ο, η, ΜΑ<br />[[συνετός]], [[φρόνιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δόλιος]], [[πανούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί [[κάτι]] («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>φρων</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, voc.
A περίφρον Od.16.435, etc., but=nom., 19.357, 21.381 : (φρήν):—very thoughtful, very careful, freq. in Od. of Penelope, 16.435,al.; of other women, 11.345,19.357, once in Il., 5.412, Theoc.3.45; also of Hephaestus, first in Hes.Sc.297, 313; τέκνα Id.Th.894; artful, crafty, θήρη Opp.H.3.205. II haughty, overweening, A.Supp.757 (lyr.); περίφρονα δ' ἔλακες Id.Ag.1426 (lyr.). 2 c. gen., despising, τῶν παθῶν LXX 4 Ma.8.28.
German (Pape)
[Seite 600] ον, sehr bedächtig, verständig; in der Od. ist das Wort häufig, als Beiwort der Penelope, u. 11, 345 der Königinn der Phäaken, wie 19, 357 der Eurykleia. In der Il. kommt es nur einmal vor, 5, 412, auch von einer Frau. – Ἥφαιστος Hes. sc. 297; τέκνα Th. 894; – περίφρονες δ' ἄγαν ἀνιέρῳ μένει Aesch. Suppl. 738; περίφρονα δ' ἔλακες Ag. 1401, übermüthig. Einzeln auch in späterer Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον Πηνελόπεια Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ (φρήν)˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, συνετός, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ δόλιος, πανοῦργος, θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπέρφρων, ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) μετὰ γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent, très sage;
2 qui méprise ou dédaigne ; abs. fier, arrogant, présomptueux.
Étymologie: περί, φρήν.
English (Autenrieth)
ον: very thoughtful or prudent.
Greek Monolingual
ο, η, ΜΑ
συνετός, φρόνιμος
αρχ.
1. δόλιος, πανούργος
2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά-φρων].
Greek Monotonic
περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. περίφρον (φρήν)·
I. πολύ σκεπτικός, πολύ προσεκτικός, συνετός, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Όμηρ.
II. 1. όπως ὑπέρφρων, υπερόπτης, υπερήφανος, σε Αισχύλ.
2. με γεν., αυτός που περιφρονεί κάτι, σε Ανθ.