προδείκνυμι: Difference between revisions
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και προδεικνύω Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» — [[αφού]] έδειξε τη [[χρήση]] του ζωστήρα, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί<br /><b>3.</b> [[εξηγώ]] [[κάτι]] [[πρώτος]] («[[ὅταν]] προδείξης [[οἷον]] ἐστι τὸ φθονεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]] εκ τών προτέρων γνωστό<br /><b>5.</b> [[κρατώ]] ενώπιόν μου («τὸ [[τόξον]] έντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]] δολώματα, θέλγητρα («[[προδείκνυμι]] δελεάσματα», Θεμίστ.)<br /><b>7.</b> (ως [[τεχνικός]] όρος) α) (για πυγμάχους) [[προβάλλω]] την [[πυγμή]] μου, τη [[γροθιά]] μου και τήν [[κουνώ]] σαν να πρόκειται να χτυπήσω τον αντίπαλο, [[προβάλλω]] τα χέρια μου και [[προσποιούμαι]] ότι [[κάνω]] [[επίθεση]] με σκοπό τον αντιπερισπασμό του αντιπάλου<br />β) (στον πόλεμο) [[παίρνω]] [[στάση]] επίθεσης<br /><b>8.</b> (για τη [[σουπιά]]) [[εμφανίζω]] το [[κεφάλι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «σκήπτρῳ προδείκνυμί τι»<br />(για τυφλό) [[βρίσκω]] τον δρόμο ανιχνεύοντας [[πρώτα]] το [[έδαφος]] με τη ράβδο. | |mltxt=και προδεικνύω Α<br /><b>1.</b> [[δείχνω]] [[κάτι]] ως [[παράδειγμα]] («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» — [[αφού]] έδειξε τη [[χρήση]] του ζωστήρα, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δείχνω]] εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί<br /><b>3.</b> [[εξηγώ]] [[κάτι]] [[πρώτος]] («[[ὅταν]] προδείξης [[οἷον]] ἐστι τὸ φθονεῑν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]] εκ τών προτέρων γνωστό<br /><b>5.</b> [[κρατώ]] ενώπιόν μου («τὸ [[τόξον]] έντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]] δολώματα, θέλγητρα («[[προδείκνυμι]] δελεάσματα», Θεμίστ.)<br /><b>7.</b> (ως [[τεχνικός]] όρος) α) (για πυγμάχους) [[προβάλλω]] την [[πυγμή]] μου, τη [[γροθιά]] μου και τήν [[κουνώ]] σαν να πρόκειται να χτυπήσω τον αντίπαλο, [[προβάλλω]] τα χέρια μου και [[προσποιούμαι]] ότι [[κάνω]] [[επίθεση]] με σκοπό τον αντιπερισπασμό του αντιπάλου<br />β) (στον πόλεμο) [[παίρνω]] [[στάση]] επίθεσης<br /><b>8.</b> (για τη [[σουπιά]]) [[εμφανίζω]] το [[κεφάλι]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «σκήπτρῳ προδείκνυμί τι»<br />(για τυφλό) [[βρίσκω]] τον δρόμο ανιχνεύοντας [[πρώτα]] το [[έδαφος]] με τη ράβδο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προδείκνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-δείξω</i>, Ιων. -[[δέξω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δείχνω]] με τη μέθοδο του παραδείγματος, σε Ηρόδ.· τὸν ζωστῆρα [[προδέξας]], έδειξα τη [[χρήση]] του ζωστήρα, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[μιλώ]] [[πρώτος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[γνωρίζω]] από [[πριν]] τί πρόκειται να γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., κάνω γνωστό εκ των προτέρων ότι..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[δείχνω]] [[πριν]] από κάποιον, σκήπτρῳ [[προδείκνυμι]] (ενν. <i>τὴν ὁδόν</i>), [[βρίσκω]] τον δρόμο με [[ραβδί]], λέγεται για άνθρωπο τυφλό, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ως [[τεχνικός]] όρος, χερσὶ [[προδείκνυμι]], κάνω παραπλανητικές επιθέσεις με τα χέρια, κάνω όπως [[κάποιος]] που ετοιμάζεται να χτυπήσει κάποιον [[άλλο]], Λατ. praeludere, σε Θεόκρ.· χρησιμ. σε πόλεμο, κάνω [[επίδειξη]] δύναμης, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 31 December 2018
English (LSJ)
(προδεικνύω Hdt.1.209, 7.37), 3sg. προδίκνυτι [δῐ] Epigr. in GDI5112 (Crete): Ion.aor. -έδεξα (v. infr.):—
A show by example, by doing something first, προδέξαντες σχῆμα, οἷόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα Hdt.1.60; τὸν ζωστῆρα προδέξας having shown [the way of] the girdle, Id.4.10. 2 abs., tell first, A.Pr.779, S.OT624. II foreshow what is about to happen, πάντα τὰ ἐπιφερόμενα Hdt.1.209; Ἕλλησι π. ὁ θεὸς ἔκλειψιν τῶν πολίων Id.7.37, cf. 6.27; προφαίνει καρπὸν . . μέχρι τοῦ προδεῖξαι μόνον Thphr.CP1.13.10: c. acc. et inf., make known beforehand that... Th.3.47; π. ὅτι . . Plu.Phoc.28; προδεδειγμένου it having been already shown, A.D Synt. 336.16. III point before one, σκήπτρῳ π. γαῖαν, of a blind man, S.OT456; π. τὸ τόξον put it out before one, Luc.Herc.1, cf.Herm.68; π. δελεάσματα hold out baits, Them.Or.22.271c; π. χρεῶν ἀποκοπάς ib.7.91c. 2 as a technical term of pugilists, χερσὶ π. make feints with the hands, Theoc.22.102; also in war, X.Eq.Mag.8.24; π. τινὰς ἐπιβολάς Plb.2.66.2; of the cuttle-fish, π. εἰς τὸ πρόσθεν Arist. HA621b34.
German (Pape)
[Seite 714] u. προδεικνύω (s. δείκνυμι), vorher zeigen; σκήπτρῳ προδεικνὺς ἐμπορεύσεται, Soph. O. R. 456, von einem Blinden, der den Weg mit dem Stabe vorfühlt; aufzeigen, Her. 4, 10; als Beispiel, προδέξαντες σχῆμα οἷόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα, 1, 60; vorher anzeigen, ankündigen, πρόδειξον, αἵρεσίν τ' ἐμοὶ δίδου, Aesch. Prom. 781; ὅταν προδείξῃς οἷόν ἐστι τὸ φθονεῖν, Soph. O. R. 624; u. in Prosa, vorbedeuten, vorher befehlen, ὡς Ἕλλησι προδεικνύει ὁ θεὸς ἔκλειψιν τῶν πολίων, Her. 7, 37; προδειξάντων ὑμῶν, τὴν αὐτὴν ζημίαν κεῖσθαι, Thuc. 3, 47; Sp., wie Plut. Phoc. 28 Luc. Hermot. 68. – In der Kriegssprache = eine Demonstration oder einen falschen Angriff machen; χερσὶ προδεικνύναι, mit den Händen den Angriff vormachen, praeludere, Theocr. 22, 102; προδεικνύναι κατὰ τόπον τινά, sich stellen, als wolle man gegen einen Ort Etwas unternehmen, um die Aufmerksamkeit des Feindes von einem andern Punkte abzuwenden, Mathem.; vgl. Xen. Hipparch. 8, 24; s. auch Arist. H. A. 9, 25; ἐπιβολάς, Pol. 2, 66, 2; überhaupt sich anstellen, Miene wozu machen.
Greek (Liddell-Scott)
προδείκνῡμι: καὶ -ύω, Ἡρόδ. 1. 209., 7. 37· μέλλ. -δείξω, Ἰων. -δέξω. Δεικνύω ὡς παράδειγμα, προδέξαντες σχῆμα οἶόν τι ἔμελλε εὐπρεπέστατον φανέεσθαι ἔχουσα Ἡρόδ. 1. 60· τὸν ζωστῆρα προδέξας, δείξας τὴν χρῆσιν τοῦ ζωστῆρος, ὁ αὐτ. 4. 10. 2) ἀπολ., δεικνύω προηγουμένως, προεξηγοῦμαι, Αἰσχύλ. Πρ. 779, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 624. ΙΙ. δεικνύω προηγουμένως τί μέλλει νὰ συμβῇ, πάντα τὰ ἐπιφερόμενα Ἡρόδ. 1. 209· τοῖς Ἕλλησι τὴν ἔκλειψιν ὁ αὐτ. 6. 27, κτλ.· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ποιῶ ἐκ τῶν προτέρων γνωστὸν ὅτι..., Θουκ. 3. 47· πρ. ὅτι..., Πλουτ. Φωκ. 28. ΙΙΙ. σκήπτρῳ προδεικνύς (ἐξυπ. τὴν ὁδὸν) εὑρίσκων τὴν ὁδὸν προψηλαφῶν διὰ τῆς ῥάβδου τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τυφλοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 456 (τὸ τοῦ Σενέκα baculo senili iter praetentare)· τὸ τόξον ἐντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι, κρατεῖ πρὸ αὐτοῦ, Λουκ. Ἡρακλ. 1. θαλλῷ προδειχθέντι ἀκολουθεῖν ὥσπερ τὰ πρόβατα ὁ αὐτ. ἐν Ἑρμοτ. 68· πρ. δελεάσματα Θεμίστ. 271C· πρ. χρεῶν ἀποκοπὰς ὁ αὐτ. 2) ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐπὶ πυκτῶν, χερσὶ προδεικνύς, προβάλλων τὰς πυγμάς, κινῶν αὐτὰς ὡς μέλλων νὰ κτυπήσῃ, ὡς τὸ Λατ. praeludere, Θεόκρ. 22. 102· ― ὡσαύτως ἐν πολέμῳ, κάμνω ἐπίδειξιν, λαμβάνω τὴν στάσιν τοῦ προσβάλλοντος, Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 24· πρ. τινὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 2. 66, 2· ― οὕτως ἐπὶ τῆς σηπίας, πρ. εἰς τὸ πρόσθεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 20.
French (Bailly abrégé)
1 montrer devant soi : σκήπτρῳ SOPH tâter avec un bâton (le chemin à suivre, etc.) ; fig. faire voir, expliquer ou indiquer d’avance : προδεικνύναι ὅτι PLUT montrer d’avance que ; particul. montrer par un exemple;
2 tenir tendu : τόξον LUC un arc.
Étymologie: πρό, δείκνυμι.
Greek Monolingual
και προδεικνύω Α
1. δείχνω κάτι ως παράδειγμα («τὸν ζωστῆρα προδείξαντα» — αφού έδειξε τη χρήση του ζωστήρα, Ηρόδ.)
2. δείχνω εκ τών προτέρων τί πρόκειται να συμβεί
3. εξηγώ κάτι πρώτος («ὅταν προδείξης οἷον ἐστι τὸ φθονεῑν», Σοφ.)
4. καθιστώ εκ τών προτέρων γνωστό
5. κρατώ ενώπιόν μου («τὸ τόξον έντεταμένον ἡ ἀριστερὰ προδείκνυσι», Λουκιαν.)
6. παρουσιάζω δολώματα, θέλγητρα («προδείκνυμι δελεάσματα», Θεμίστ.)
7. (ως τεχνικός όρος) α) (για πυγμάχους) προβάλλω την πυγμή μου, τη γροθιά μου και τήν κουνώ σαν να πρόκειται να χτυπήσω τον αντίπαλο, προβάλλω τα χέρια μου και προσποιούμαι ότι κάνω επίθεση με σκοπό τον αντιπερισπασμό του αντιπάλου
β) (στον πόλεμο) παίρνω στάση επίθεσης
8. (για τη σουπιά) εμφανίζω το κεφάλι
9. φρ. «σκήπτρῳ προδείκνυμί τι»
(για τυφλό) βρίσκω τον δρόμο ανιχνεύοντας πρώτα το έδαφος με τη ράβδο.
Greek Monotonic
προδείκνῡμι: και -ύω, μέλ. -δείξω, Ιων. -δέξω,
I. 1. δείχνω με τη μέθοδο του παραδείγματος, σε Ηρόδ.· τὸν ζωστῆρα προδέξας, έδειξα τη χρήση του ζωστήρα, στον ίδ.
2. απόλ., μιλώ πρώτος, σε Αισχύλ.
II. γνωρίζω από πριν τί πρόκειται να γίνει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. και απαρ., κάνω γνωστό εκ των προτέρων ότι..., σε Θουκ.
III. 1. δείχνω πριν από κάποιον, σκήπτρῳ προδείκνυμι (ενν. τὴν ὁδόν), βρίσκω τον δρόμο με ραβδί, λέγεται για άνθρωπο τυφλό, σε Σοφ.
2. ως τεχνικός όρος, χερσὶ προδείκνυμι, κάνω παραπλανητικές επιθέσεις με τα χέρια, κάνω όπως κάποιος που ετοιμάζεται να χτυπήσει κάποιον άλλο, Λατ. praeludere, σε Θεόκρ.· χρησιμ. σε πόλεμο, κάνω επίδειξη δύναμης, σε Ξεν.