ὑπέρογκος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(43)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρογκος]], -ον, ΜΝΑ<br /><b>1.</b> υπέρμετρα [[ογκώδης]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπέρογκη [[βλάβη]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[βλάβη]] που συνίσταται στην [[πώληση]] ενός αγαθού σε [[τιμή]] χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο [[διάστημα]] της αγοραπωλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρογκον</i> και <i>ὑπέρογκα</i><br />με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λεκτικό ύφος) [[πάρα]] πολύ [[πομπώδης]], [[στομφώδης]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερόγκως]] / <i>ὑπερόγκως</i>, ΝΜΑ, και <i>υπέρογκα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο<br /><b>2.</b> με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄγκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔξ</i>-<i>ογκος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπέρογκος]], -ον, ΜΝΑ<br /><b>1.</b> υπέρμετρα [[ογκώδης]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]] (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «υπέρογκη [[βλάβη]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[βλάβη]] που συνίσταται στην [[πώληση]] ενός αγαθού σε [[τιμή]] χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο [[διάστημα]] της αγοραπωλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρογκον</i> και <i>ὑπέρογκα</i><br />με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λεκτικό ύφος) [[πάρα]] πολύ [[πομπώδης]], [[στομφώδης]]<br /><b>2.</b> [[δύσκολος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερόγκως]] / <i>ὑπερόγκως</i>, ΝΜΑ, και <i>υπέρογκα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο<br /><b>2.</b> με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄγκος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἔξ</i>-<i>ογκος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρογκος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, [[υπερμεγέθης]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρογκος Medium diacritics: ὑπέρογκος Low diacritics: υπέρογκος Capitals: ΥΠΕΡΟΓΚΟΣ
Transliteration A: hypéronkos Transliteration B: hyperonkos Transliteration C: yperogkos Beta Code: u(pe/rogkos

English (LSJ)

ον,

   A of excessive bulk or size, γενομένης τῆς κνήμης ὑ. swelled to a great size, X.HG5.4.58; [μαστοὶ] οἱ ὑ. Sor.1.88; πιμελὴς καὶ ὑ. Luc.tim.15; δύναμις ὑ., opp. ταπεινή, D.4.23; τὰ ὑ. τῶν βελῶν Arist.Aud.802b34.    2 immoderate, excessive, οὐσίαι Pl.Ep.317c; τιμαί, εὐτυχίαι, etc., Plu.2.820f, Aem.34, etc.; φρόνημα Id.Luc.21; τὰ ὑ., opp. τὰ ἐλλείποντα, Pl.Lg.728e; of style, ponderous, verbose, Plu.2.7a (but also ὑπέρογκα λαλεῖν talk 'big', Ep.Jud.16, cf. 2 Ep.Pet.2.18): generally, exceedingly great, πρᾶγμα Luc.DMort.23.2. Adv. -κως Ph.1.103, Plu.Demetr. 30: neut. as Adv., ὑπέρογκον φρονεῖν Iamb.Protr.14.    3 difficult, LXX 2 Ki.13.2.

German (Pape)

[Seite 1199] von übermäßigem Umfange, angeschwollen, Xen. Hell. 5, 4, 58; von übergroßer Masse, bes. allzu fleischig, Sp., wie Alciphr. 1, 39, Ggstz von ἄσαρκος; vgl. Poll. 4, 136; – allgem., unmäßig, Plat. Legg. V, 728 e; δύναμις, Dem. 4, 23; auch πρᾶγμα, Luc. D. mort. 23, 2; vom Styl, schwülstig, Plut. ed. lib. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρογκος: -ον, ὁ λίαν ὀγκώδης, ὑπερβολικὸν ἔχων ὄγκον, γενομένης τῆς κνήμης ὑπ., ἐξογκωθείσης μεγάλως, Ξεν. Ἑλλ. 5 4, 58· πιμελὴς καὶ ὑπ. Λουκ. Τίμων 15· δύναμις ὑπ., ἀντίθετον τῷ ταπεινή, Δημ. 46. 16· τὰ ὑπ. τῶν βελῶν Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 43. 2) ὑπερμεγέθης, ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος, οὐσίαι Πλάτ. Ἐπιστ. 317C· τιμαί, εὐτυχίαι Πλούτ. 2. 820?. Αἰμίλ. 34, κλπ.· τὰ ὑπέρογκα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐλλείποντα, Πλάτ. Νόμ. 728Ε· ― ἐπὶ ὕφους μεγαλοπρεπής, κομπαστικός, πομπώδης, Πλούτ. 2. 7Α· ― καθόλου, μέγας εἰς ὑπερβολήν, πρᾶγμα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 23. 2. ― Ἐπίρρ., -κως, Φίλων 1. 103, Πλούτ.· ὡσαύτως ἐν τῷ οὐδετ., ὑπέρογκον φρονεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 226· ὑπέρογκα Γ. Λαπίθ. στ. 526. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρογκον, μέγα, ὑψηλόν, ὑπὲρ μέτρον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. gonflé outre mesure;
II. p. ext.
1 très gros, chargé d’embonpoint;
2 ampoulé (style);
3 énorme, démesuré, excessif ; fig. orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, ὄγκος.

English (Strong)

from ὑπέρ and ὄγκος; bulging over, i.e. (figuratively) insolent: great swelling.

English (Thayer)

ὑπέρογκον (ὑπέρ, and ὄγκος a swelling), oversollen; metaphorically, immoderate, extravagant: λαλεῖν, φθέγγεσθαι, ὑπέρογκα (A. V. great swelling words) expressive of arrogance, ἐπί τόν Θεόν added, Theod., cf. the Sept. Xenophon, Plato, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, Arrian.)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρογκος, -ον, ΜΝΑ
1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος
2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «υπέρογκη βλάβη»
ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός αγαθού σε τιμή χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο διάστημα της αγοραπωλησίας
μσν.-αρχ.
(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρογκον και ὑπέρογκα
με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο
αρχ.
1. (για λεκτικό ύφος) πάρα πολύ πομπώδης, στομφώδης
2. δύσκολος.
επίρρ...
υπερόγκως / ὑπερόγκως, ΝΜΑ, και υπέρογκα Ν
νεοελλ.
σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα
αρχ.
1. με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο
2. με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὄγκος (πρβλ. ἔξ-ογκος)].

Greek Monotonic

ὑπέρογκος: -ον, 1. αυτός που έχει υπερβολικό όγκο, υπερμεγέθης, σε Ξεν., Δημ.
2. υπέρμετρος, υπερβολικός, σε Πλάτ.