λατρεύω: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λατρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[λάτρις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[δουλεύω]] επί [[πληρωμή]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[υπηρετώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[λατρεύω]] τινί, [[υπηρετώ]], βρίσκομαι στις υπηρεσίες κάποιου, είμαι [[υπόδουλος]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με αιτ. προσ., [[υπηρετώ]], σε Ευρ.· μεταφ., λατρεύειν [[πέτρα]], λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.· <i>μόχθοις λατρεύων</i>, σε Σοφ.· [[λατρεύω]] νόμοις, [[υπακούω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λατρεύω]] τους θεούς με προσευχές και θυσίες, [[λατρεύω]] Φοίβῳ, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πόνον [[λατρεύω]], [[αποδίδω]] την προσήκουσα [[υπηρεσία]], στον ίδ. | |lsmtext='''λατρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[λάτρις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[δουλεύω]] επί [[πληρωμή]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] δουλείας, [[υπηρετώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[λατρεύω]] τινί, [[υπηρετώ]], βρίσκομαι στις υπηρεσίες κάποιου, είμαι [[υπόδουλος]], σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με αιτ. προσ., [[υπηρετώ]], σε Ευρ.· μεταφ., λατρεύειν [[πέτρα]], λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.· <i>μόχθοις λατρεύων</i>, σε Σοφ.· [[λατρεύω]] νόμοις, [[υπακούω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[λατρεύω]] τους θεούς με προσευχές και θυσίες, [[λατρεύω]] Φοίβῳ, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πόνον [[λατρεύω]], [[αποδίδω]] την προσήκουσα [[υπηρεσία]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λατρεύω:''' <b class="num">1)</b> нести службу, служить (τινί Soph., Eur., Xen., реже τινά Eur.);<br /><b class="num">2)</b> (об обязанностях) нести, выполнять (καλὸν πόνον Eur.);<br /><b class="num">3)</b> перен. служить, быть преданным, подчиняться (τοῖς νόμοις Xen.; ἡδονῇ Luc.);<br /><b class="num">4)</b> служить, поклоняться (τῷ κάλλει Isocr.; τῷ θεῷ NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Elean λατρείω (q.v.),
A work for hire or pay, Sol. 13.48: to be in servitude, serve, X.Cyr.3.1.36; παρά τινι Apollod.2.6.3. 2 λ. τινί to be subject or enslaved to, S.Tr.35, etc.: c. acc. pers., serve, E.IT1115 (lyr.), f.l. in Id.El.131: metaph., λ. πέτρᾳ, of Prometheus, A.Pr.968; μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν S.OC105; λ. νόμοις obey, X.Ages.7.2; λ. καιρῷ, = Lat. temporibus inservire, Ps.-Phoc.121; τῷ κάλλει λ. to be devoted to... Isoc.10.57; λ. ἡδονῇ Luc.Nigr.15. 3 serve the gods with prayers and sacrifices, λ. Φοίβῳ E.Ion152 (lyr.): c. acc. cogn., πόνον λ. τινί render due service, ib.129 (lyr.); πόνον . . τόνδ' ἐλάτρευσα θεᾷ IG2.1378.
German (Pape)
[Seite 18] um Sold, Lohn dienen, Sol. 5, 47; τινί, Soph. Tr. 35, μοχθοῖς λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν, O. C. 105; Eur. Cycl. 24 u. öfter, der es auch wie θεραπεύω mit dem accus. vrbdt, τίνα πόλιν, τίνα δ' οἶκον λατρεύεις; El. 130, vgl. I. T. 1115 (daher τάλαντον Διῒ λατρευόμενον, Inscr. 11); anders καλόν γε τὸν πόνον λατρεύω Ion 129; Xen. Cyr. 3, 1, 36; auch τοῖς νόμοις, Ages. 7, 2; τῇ ἡδονῇ, Luc. Nigrin. 15; a. Sp. – Bes. Gott dienen, ihn verehren, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
λατρεύω: (λάτρις) ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, Σόλων 13. 48· εἶμαι ἐν δουλείᾳ, δουλεύω, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 36· παρά τινι Ἀπολλόδ. 2. 6, 3. 2) λ. τινί, εἶμαι ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπόδουλος, Σοφ. Τρ. 35, Εὐρ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ θεραπεύω, ὑπηρετῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 131, Ι. Τ. 1115· ― μεταφ., κρεῖσσον γάρ, οἶμαι, τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 968· μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν Σοφ. Ο. Κ. 105· λ. νόμοις Ξεν. Ἀγησ. 7, 2· λ. καιρῷ, Λατ. temporibus inservire, Ψευδο-Φωκυλ. 113· τῷ κάλλει λ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἰς..., Ἰσοκρ. 217C· λ. ἡδονῇ Λουκ. Νιγρ. 15. 3) λατρεύω τοὺς θεοὺς διὰ προσευχῶν καὶ θυσιῶν, λ. Φοίβῳ Εὐρ. Ἴων 152· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πόνον λ., ἀποδίδω τὴν προσήκουσαν ὑπηρεσίαν, αὐτόθι 129· πόνον... τόνδ’ ἐλάτρευσα θεᾷ Ἐπιγρ. Ἑλλ. 850· ― Παθ., τάλαντον ἀποτίνειν Δὶ λατρειόμενον, (οὕτως) εἰς σημεῖον ὀφειλομένης λατρείας, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7.
French (Bailly abrégé)
1 être serviteur à gages;
2 servir en gén. : τινί, τινά, qqn ; fig. τοῖς νόμοις XÉN être esclave des lois ; τῇ ἡδονῇ LUC du plaisir.
Étymologie: λάτρις.
English (Strong)
from latris (a hired menial); to minister (to God), i.e. render religious homage: serve, do the service, worship(-per).
English (Thayer)
future λατρεύσω; 1st aorist ἐλάτρευσα; (λάτρις a hireling, Latin latro in Ennius and Plautus; λάτρον hire); in Greek writings a. to serve for hire;
b. universally, to serve, minister to, either gods or men, and used alike of slaves and of freemen; in the N. T. to render religious service or homage, to worship (Hebrew עָבַד, λατρεύειν Θεῷ: the manner of worshipping are these: Θεῷ (so R G) λατρεύειν πενυματι (dative of instrumentality), with the spirit or soul, L T Tr WH have correctly restored πενυαμτι Θεοῦ, i. e. prompted by, filled with, the Spirit of God, so that the dative of the person (τῷ Θεῷ) is suppressed; ἐν τῷ πνεύματι μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, in my spirit in delivering the glad tidings, τῷ Θεῷ ἐν καθαρά συνειδήσει, μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας or (so L T Tr WH) μετά εὐλαβείας καί δέους, ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνη, Θεῷ) νηστείαις καί δεήσεσι, λατρεύειν, absolutely, to worship God (cf. Winer's Grammar, 593 (552)), to officiate, to discharge the sacred office: with a dative of the sacred thing to which the service is rendered, Euripides, others.)
Greek Monolingual
(AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω)
1. αγαπώ τον θεό και τον υπηρετώ με τέλεση του τυπικού της θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.)
2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β. «λατρεύω ἡδονῇ», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. είμαι προσηλωμένος σε κάποιο πάθος («λατρεύει τα χρήματα»)
2. φροντίζω για την καθαριότητα και την καλή συντήρηση του σπιτιού
νεοελλ.-μσν.
φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον πάρα πολύ
αρχ.
1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ, εργάζομαι («ἄλλος γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν λατρεύει», Σόλ.)
2. είμαι υπηρέτης, δούλος ή υπήκοος, δουλεύω, είμαι σε κατάσταση δουλείας («ώστε μήποτε λατρεῡσαι ταύτην», Ξεν.)
3. υπηρετώ κάποιον ή κάτι («παῑδ' Ἀγαμεμνονίαν λατρεύω», Ευρ.)
4. φρ. «λατρεύω νόμοις» — υπακούω στους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάτρον. Η λ. αρχικά σήμαινε «εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον», αργότερα πήρε τη σημ. «υπηρετώ τον θεό» και συνεκδοχικά «αγαπώ τον θεό», για να επεκταθεί τελικά στη γενικότερη σημ. «αγαπώ κάποιον πάρα πολύ»].
Greek Monotonic
λατρεύω: μέλ. -σω (λάτρις)·
I. εργάζομαι με μισθό, δουλεύω επί πληρωμή, βρίσκομαι σε κατάσταση δουλείας, υπηρετώ, σε Ξεν.
2. λατρεύω τινί, υπηρετώ, βρίσκομαι στις υπηρεσίες κάποιου, είμαι υπόδουλος, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με αιτ. προσ., υπηρετώ, σε Ευρ.· μεταφ., λατρεύειν πέτρα, λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.· μόχθοις λατρεύων, σε Σοφ.· λατρεύω νόμοις, υπακούω, σε Ξεν.
3. λατρεύω τους θεούς με προσευχές και θυσίες, λατρεύω Φοίβῳ, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πόνον λατρεύω, αποδίδω την προσήκουσα υπηρεσία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λατρεύω: 1) нести службу, служить (τινί Soph., Eur., Xen., реже τινά Eur.);
2) (об обязанностях) нести, выполнять (καλὸν πόνον Eur.);
3) перен. служить, быть преданным, подчиняться (τοῖς νόμοις Xen.; ἡδονῇ Luc.);
4) служить, поклоняться (τῷ κάλλει Isocr.; τῷ θεῷ NT).