ἀντωπός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντωπός:''' -όν (ὤψ), με τα μάτια αντικριστά, αυτός που ατενίζει κατά [[πρόσωπο]], σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀντωπός:''' -όν (ὤψ), με τα μάτια αντικριστά, αυτός που ατενίζει κατά [[πρόσωπο]], σε Λουκ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντωπός:''' обращенный прямо вперед: ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισί τινος ἔρωτα [[δοῦναι]] Eur. внушить кому-л. любовь; τὰ ἀντωπά Luc. передняя часть; ἀ. βλέψαι Anth. глядеть в упор.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωπός Medium diacritics: ἀντωπός Low diacritics: αντωπός Capitals: ΑΝΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antōpós Transliteration B: antōpos Transliteration C: antopos Beta Code: a)ntwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A with the eyes front, facing, ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA564; ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196 (Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face, βέλος APl.4.134 (Mel.); of an eagle, ἀ. ἁλίω Ecphant. ap. Stob.4.7.64.    2 like, Opp.H.5.7.

German (Pape)

[Seite 265] (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, θάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάθος εἰσάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 (Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωπός: -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ πρόσωπον, ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ ἔμπροσθεν μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: ἐναντίος, ἀπέναντι, ἔμπαλιν ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - ὡσαύτως, ὅμοιος, ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀντωπός· λαμπρός, ἀντίος, τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui regarde en face ; placé en face.
Étymologie: ἀντί, ὤψ.

Spanish (DGE)

-όν
I 1que mira de frente βλέφαρα E.IA 584, ἀντωπὸς βλέψαι ... οὐ δύναμαι AP 12.196 (Strat.) c. gen. ἁλίω de un águila, Ecphant.80.8
subst. τῆς ὄψεως ἀντωπά partes frontales de la cara Luc.Im.6.
2 que está en frente θάλασσα AP 10.14 (Agath.)
c. gen. νύμφης ἑζομένης ἀντωπός situado enfrente de la doncella sentada Nonn.D.3.232.
3 fig. semejante μακάρεσσι Opp.H.5.6.
II clavado en la cara βέλος AP 16.134 (Mel.).

Greek Monolingual

ἀντωπός, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον
2. όμοιος
3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀντωπός: -όν (ὤψ), με τα μάτια αντικριστά, αυτός που ατενίζει κατά πρόσωπο, σε Λουκ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωπός: обращенный прямо вперед: ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισί τινος ἔρωτα δοῦναι Eur. внушить кому-л. любовь; τὰ ἀντωπά Luc. передняя часть; ἀ. βλέψαι Anth. глядеть в упор.