φρυάσσω: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(45)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=και φρυάττω ΝΜΑ, και [[φρυάζω]] Ν<br />(μσν.-αρχ. και μέσ. [[φρυάσσομαι]] και <i>φρυάττομαι</i>) (για [[άλογο]]) [[φριμάζω]], [[φρουμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) καταλαμβάνομαι από μανιώδη [[οργή]] («φρύαξε από το [[κακό]] του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) (<b>για πρόσ.</b>) [[περηφανεύομαι]], [[κομπάζω]] («μὴ [[μάτην]] μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν<br />οὕτω Μένανδρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> και το [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. [[φριμάσσομαι]]). Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] του ρ. στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- <i>της</i> ρίζας <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. [[φρυάσσομαι]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. του [[φριμάσσομαι]], κατ' [[επίδραση]] της λ. [[ῥύαξ]].
|mltxt=και φρυάττω ΝΜΑ, και [[φρυάζω]] Ν<br />(μσν.-αρχ. και μέσ. [[φρυάσσομαι]] και <i>φρυάττομαι</i>) (για [[άλογο]]) [[φριμάζω]], [[φρουμάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) καταλαμβάνομαι από μανιώδη [[οργή]] («φρύαξε από το [[κακό]] του»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) (<b>για πρόσ.</b>) [[περηφανεύομαι]], [[κομπάζω]] («μὴ [[μάτην]] μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν<br />οὕτω Μένανδρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> και το [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ. [[φριμάσσομαι]]). Έχει προταθεί η [[αναγωγή]] του ρ. στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>bhru</i>- <i>της</i> ρίζας <i>bhr</i>-<i>ē</i><i>w</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φρέαρ]]) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. [[φρυάσσομαι]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. του [[φριμάσσομαι]], κατ' [[επίδραση]] της λ. [[ῥύαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρυάσσω:''' атт. φρυάττω<br /><b class="num">1)</b> роптать, волноваться, быть в смятении ([[ἵνα]] τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);<br /><b class="num">2)</b> med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

d’ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s’élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l’homme avoir une attitude ou un ton d’arrogance, s’enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d’explication satisfaisante.

English (Strong)

akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer s Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.

Greek Monolingual

και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.

Russian (Dvoretsky)

φρυάσσω: атт. φρυάττω
1) роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2) med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3) med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).