ἐφορμίζω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐφορμίζω:''' Αττ. -ιῶ,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] [[πλοίο]] στο [[λιμάνι]], [[προσορμίζω]] ([[ὅρμος]]) — Μέσ. και Παθ., [[έρχομαι]] στο [[λιμάνι]], [[προσορμίζομαι]], [[αγκυροβολώ]], [[προσλιμενίζομαι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στην Ενεργ., [[αναζητώ]] [[καταφύγιο]] σ' έναν [[τόπο]], [[προσφεύγω]], [[καταφεύγω]], με δοτ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐφορμίζω:''' Αττ. -ιῶ,<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] [[πλοίο]] στο [[λιμάνι]], [[προσορμίζω]] ([[ὅρμος]]) — Μέσ. και Παθ., [[έρχομαι]] στο [[λιμάνι]], [[προσορμίζομαι]], [[αγκυροβολώ]], [[προσλιμενίζομαι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., στην Ενεργ., [[αναζητώ]] [[καταφύγιο]] σ' έναν [[τόπο]], [[προσφεύγω]], [[καταφεύγω]], με δοτ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφορμίζω:''' (fut. ἐφορμίσω - атт. ἐφορμιῶ)<br /><b class="num">1)</b> подплывать, приплывать (ποταμοῖσιν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> med. (о судах) входить, становиться на якорь (ἐς λιμένα Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> med. (к берегу) прибивать, пригонять (τινα ἀμφὶ τὴν [[θῖνα]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> искать убежища, прибегать (ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(ὅρμος)
A bring a ship to her moorings, bring to shore, in Med., ἀμφὶ ταύτην θῖνα AP7.636 (Crin.):—Med. and Pass., come to anchor, ἐς [λιμένα] Th.4.8:—in Med. also, = ἐφορμέω, -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις App.BC5.108. II intr. in Act., seek refuge in, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν AP9.244 (Apollonid.), cf. 254 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1123] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = ἐφορμέω, auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφορμίζω: φέρω τὸ πλοῖον εἰς ὅρμον, φέρω εἰς τὴν ἀκτήν, ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., ἔρχομαι εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. ἐφορμέω ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, = ἐφορμέω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ καταφύγιον ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.
French (Bailly abrégé)
f. ἐφορμίσω, att. ἐφορμιῶ;
aborder : ἐς λιμένα THC à un port.
Étymologie: ἐπί, ὁρμίζω.
Greek Monolingual
(Α ἐφορμίζω) [[[έφορμος]] II]
1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω
2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι
εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
αρχ.
1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι
2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι.
Greek Monotonic
ἐφορμίζω: Αττ. -ιῶ,
I. φέρνω πλοίο στο λιμάνι, προσορμίζω (ὅρμος) — Μέσ. και Παθ., έρχομαι στο λιμάνι, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, προσλιμενίζομαι, σε Θουκ.
II. αμτβ., στην Ενεργ., αναζητώ καταφύγιο σ' έναν τόπο, προσφεύγω, καταφεύγω, με δοτ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφορμίζω: (fut. ἐφορμίσω - атт. ἐφορμιῶ)
1) подплывать, приплывать (ποταμοῖσιν Anth.);
2) med. (о судах) входить, становиться на якорь (ἐς λιμένα Thuc.);
3) med. (к берегу) прибивать, пригонять (τινα ἀμφὶ τὴν θῖνα Anth.);
4) искать убежища, прибегать (ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν Anth.).