σκάνδαλον: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(6)
(4)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκάνδᾰλον:''' τό, [[παγίδα]], [[ενέδρα]] ή [[επιβουλή]] που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί [[εναντίον]] του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η [[πέτρα]] του σκανδάλου, [[πράξη]] που προκαλεί [[αναστάτωση]], [[σκάνδαλο]], στο ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''σκάνδᾰλον:''' τό, [[παγίδα]], [[ενέδρα]] ή [[επιβουλή]] που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί [[εναντίον]] του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η [[πέτρα]] του σκανδάλου, [[πράξη]] που προκαλεί [[αναστάτωση]], [[σκάνδαλο]], στο ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''σκάνδᾰλον:''' τό<b class="num">1)</b> соблазн (οἱ τὰ σκάνδαλα ποιοῦντες NT);<br /><b class="num">2)</b> предмет ужаса или отвращения (Ἰουδαίοις μὲν σ., Ἓλλησι δὲ [[μωρία]] NT).
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 889] τό, spätere Form für σκανδάληθρον, 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδᾰλον: τό, (ἴδε σκανδάληθρον), παγὶς ἢ βρόχος στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., πειρασμός, πρόσκομμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; fig. scandale.
Étymologie: R. Σκαδ, tomber ; cf. lat. cadere.

English (Strong)

("scandal"); probably from a derivative of κάμπτω; a trap-stick (bent sapling), i.e. snare (figuratively, cause of displeasure or sin): occasion to fall (of stumbling), offence, thing that offends, stumblingblock.

English (Thayer)

σκανδάλου, τό, a purely Biblical (occurring some twenty-five times in the Greek O. T., and fifteen, quotations included, in the New)) and ecclesiastical word for σκανδάληθρον, which occurs occasionally in native Greek writings; the Sept. for מוקֵשׁ (a noose, a snare) and מִכְשׁול;
a. properly, "the movable stick or tricker (`trigger') of a trap, trap-stick; a trap, snare; any impediment placed in the way and causing one to stumble or fall" (a stumblingblock, occasion of stumbling): πέτρα σκανκαλου (A. V. a rock of offence), i. e. a rock which is a cause of stumbling (Latin offendiculum) — figuratively applied to Jesus Christ, whose person and career were so contrary to the expectations of the Jews concerning the Messiah, that they rejected him and by their obstinacy made shipwreck of salvation (see πρόσκομμα), Winer's Grammar, 32); α. of persons (σκάνδαλον " non ex effectu, sed ex natura et condicione propria dicitur," Calov.); so Χριστός ἐσταυρωμένος is called (because his ignominious death on the cross roused the opposition of the Jews), β. of things: τιθέναι τίνι σκάνδαλον (literally, in to put a stumbling-block in one's way, i. e. to do that by which another is led to sin, βάλλειν σκάνδαλον ἐνώπιον τίνος (to cast a stumbling-block before one), οὐκ ἐστι σκάνδαλον ἐν τίνι (see εἰμί, V:4. e.), σκάνδαλα, words or deeds which entice to sin (Buttmann, 322 (277) n.; Winer's Grammar, 371 (348)); σκάνδαλα ποιεῖν παρά τήν διδαχήν, to cause persons to be drawn away from the true doctrine into error and sin (cf. παρά, III:2a.), τό σκάνδαλον τοῦ σταυροῦ, the offence which the cross, i. e. Christ's death on the cross, gives (cf. α. at the end above), (R. V. the stumbling-block of the cross), Psalm 69:23>).

Greek Monotonic

σκάνδᾰλον: τό, παγίδα, ενέδρα ή επιβουλή που έχει στηθεί ή μεθοδευτεί εναντίον του εχθρού, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., η πέτρα του σκανδάλου, πράξη που προκαλεί αναστάτωση, σκάνδαλο, στο ίδ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σκάνδᾰλον: τό1) соблазн (οἱ τὰ σκάνδαλα ποιοῦντες NT);
2) предмет ужаса или отвращения (Ἰουδαίοις μὲν σ., Ἓλλησι δὲ μωρία NT).