συσκευασία: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συσκευᾰσία:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[συγκέντρωση]] και [[τακτοποίηση]] αποσκευών [[πριν]] την [[αναχώρηση]] για [[ταξίδι]] ή [[οδοιπορία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συσκευᾰσία:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[συγκέντρωση]] και [[τακτοποίηση]] αποσκευών [[πριν]] την [[αναχώρηση]] για [[ταξίδι]] ή [[οδοιπορία]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συσκευᾰσία:''' ἡ подготовка, приготовления, сборы Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:25, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.
Greek Monotonic
συσκευᾰσία: ἡ, προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συσκευᾰσία: ἡ подготовка, приготовления, сборы Xen.