κέρχνος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κέρχνος:''' ὁ шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.). | |elrutext='''κέρχνος:''' ὁ шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">raw voice, hoarseness</b> (Hp., S. Ichn. 128), <b class="b2">raw surface, rough excrescence</b> (S. Fr. 279), auch = <b class="b3">ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός</b> (Poll. 7, 99).<br />Compounds: Compp. <b class="b3">ἄ-κερχνος</b> <b class="b2">without hoarseness</b> (Aret.), <b class="b3">αἱμό-κερχνον</b> n. <b class="b2">cough with blood spitting</b> (Hp.; subst. bahuvrihi). From <b class="b3">ἄκερχνος</b> and <b class="b3">κέρχνω</b> arose the adj. <b class="b3">κέρχνος</b> (<b class="b3">κερχνός</b>?) [[raw]] of the voice, [[hoarse]] (Gal.) [??].<br />Derivatives: <b class="b3">κερχνώδης</b> [[raw]], [[hoarse]] (Hp.), <b class="b3">κερχνασμός</b> [[rawness]], [[hoarsness]] (Gal.; as if from <b class="b3">*κερχνάζω</b>). Denomin. verb <b class="b3">κερχνόομαι</b>, <b class="b3">-όω</b> <b class="b2">be raw, uneven or make, engrave</b> (H.) with <b class="b3">κερχνώματα</b> pl. <b class="b2">unevennesses, elevated, embossed(?) work</b> (H.; after this also E. Ph. 1386 to be read for <b class="b3">κεγχρώμασι</b>?, cf. on <b class="b3">κέγχρος</b>), <b class="b3">κερχνωτός</b> [[embossed]], [[engraved]] (H.); also <b class="b3">κέρχνω</b> <b class="b2">be or make hoarse</b> (Hp.; on the formation Schwyzer 723 Zus.). - Beside it <b class="b3">κερχαλεος</b> <b class="b2">raw hoarse</b> (Hp.), also <b class="b3">κερχναλέος</b> (Hp. v. l., Gal.; cf. below). On <b class="b3">κερχνηΐς</b> s. v.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Without certain connection; onomatopoetic? The form <b class="b3">κρέξ</b> (name of a bird) seems hardly comparable. One proposes <b class="b3">κέρχνος</b> < <b class="b3">*κέρκ-σνος</b>? Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 12 reminds of Skt. <b class="b2">ghar-ghara-</b> m. [[crackling]], [[rattling]] (and independent Lat. [[hirriō]] [[grumble]], OE. [[gierran]] [[crack]], [[creak]], [[girren]] etc. (Pok. 439); <b class="b3">κέρχνος</b> would continue <b class="b3">*κερ-χρ-ο-ς</b>. <b class="b3">κερχαλέος</b> would be analogical, as <b class="b3">ἰσχνός</b> : <b class="b3">ἰσχαλέος</b>. Fur. 340 compares <b class="b3">κάρχαρος</b>. If the word is Pre-Greek, it could simply be <b class="b2">*KerK-no-</b>, with aspiration before the [[n]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:02, 3 January 2019
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = κέγχρος, Hsch.s.v.κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.
κέρχν-ος (B), ὁ,
A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κ. S.Fr.279. 2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27. b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128. II silverdust, Poll.7.99. III = κέρνος, IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).
κέρχν-ος (C), ον,
A rough, hoarse: τὸ κ. Gal.19.111.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 rugosité d’une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.
Greek Monolingual
(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].———————— (II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].———————— (III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κέρχνος: ὁ шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: raw voice, hoarseness (Hp., S. Ichn. 128), raw surface, rough excrescence (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Compounds: Compp. ἄ-κερχνος without hoarseness (Aret.), αἱμό-κερχνον n. cough with blood spitting (Hp.; subst. bahuvrihi). From ἄκερχνος and κέρχνω arose the adj. κέρχνος (κερχνός?) raw of the voice, hoarse (Gal.) [??].
Derivatives: κερχνώδης raw, hoarse (Hp.), κερχνασμός rawness, hoarsness (Gal.; as if from *κερχνάζω). Denomin. verb κερχνόομαι, -όω be raw, uneven or make, engrave (H.) with κερχνώματα pl. unevennesses, elevated, embossed(?) work (H.; after this also E. Ph. 1386 to be read for κεγχρώμασι?, cf. on κέγχρος), κερχνωτός embossed, engraved (H.); also κέρχνω be or make hoarse (Hp.; on the formation Schwyzer 723 Zus.). - Beside it κερχαλεος raw hoarse (Hp.), also κερχναλέος (Hp. v. l., Gal.; cf. below). On κερχνηΐς s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Without certain connection; onomatopoetic? The form κρέξ (name of a bird) seems hardly comparable. One proposes κέρχνος < *κέρκ-σνος? Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 12 reminds of Skt. ghar-ghara- m. crackling, rattling (and independent Lat. hirriō grumble, OE. gierran crack, creak, girren etc. (Pok. 439); κέρχνος would continue *κερ-χρ-ο-ς. κερχαλέος would be analogical, as ἰσχνός : ἰσχαλέος. Fur. 340 compares κάρχαρος. If the word is Pre-Greek, it could simply be *KerK-no-, with aspiration before the n.