ὁμοκλή: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(3b)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμοκλή:''' ион. ὀμοκλή ἡ<br /><b class="num">1)</b> крик, шум: μάχῃ ἐνὶ [[θεῖναι]] ὁμοκλήν Hom. выдерживать (оглушительный) шум боя;<br /><b class="num">2)</b> окрик, брань (ἄνακτος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> звук, звучание (αὐλῶν ὁμοκλαί Pind.).
|elrutext='''ὁμοκλή:''' ион. ὀμοκλή ἡ<br /><b class="num">1)</b> крик, шум: μάχῃ ἐνὶ [[θεῖναι]] ὁμοκλήν Hom. выдерживать (оглушительный) шум боя;<br /><b class="num">2)</b> окрик, брань (ἄνακτος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> звук, звучание (αὐλῶν ὁμοκλαί Pind.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">loud (threatening, scolding) acclamation, command</b> (Hom., Hes. Sc.; also Emp. [<b class="b3">-έων</b>], Pi. [<b class="b3">-αῖς</b>], A. Fr. 57,5 = 71,5 [<b class="b3">άν</b>]); [[attack]], [[onset]] (hell.; false duced from Π 147?).<br />Other forms: (<b class="b3">ὀ-</b>?, s.below).<br />Derivatives: Besides, prob. as denominative, the more usual <b class="b3">ὁμοκλ-άω</b>, <b class="b3">-έω</b> (<b class="b3">ὀ-</b>) in ipf. 3. sg. <b class="b3">ὁμόκλα</b> (Σ 156, Ω 248), 3 pl. <b class="b3">ὁμόκλ-εον</b>, 1 pl. <b class="b3">-έομεν</b> (Ο 658 a.o., ω 173), aor. <b class="b3">ὁμοκλῆσαι</b> (Hom., S. El. 712), iter. ipf. <b class="b3">ὁμοκλήσασκε</b> (Β 199) <b class="b2">to shout (threateningly), to call, to exhort, to warn</b>; from there <b class="b3">ὁμοκλη-τήρ</b>, <b class="b3">-ῆρος</b> m. [[shouter]], [[warner]] (Μ 273, Ψ 452), f. <b class="b3">-τειρα</b> (Lyc. 1337).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: As the elided <b class="b3">ὑπ</b>' <b class="b3">ὀμοκλῆς</b> (e.g. Hes. Sc. 341), <b class="b3">κέκλετ</b>' <b class="b3">ὀμοκλήσας</b> (v. l. Υ 365) point to orig. lenis (Wackernagel Unt. 47 A. 1), one doubted clearly already in antiquity the hard to understand connection with <b class="b3">ὁμός</b> etc. In <b class="b3">ὀμο-</b> Jacobsohn Phil. 67, 509ff., KZ 42, 160 n. 1, <b class="b3">Χάριτες</b> F. Leo (1911) 443 f. wanted to find a counterpart of Skt. <b class="b2">áma-</b> m. [[violence]], [[pressure]], [[turbulence]], Av. <b class="b2">ama-</b> m. <b class="b2">power (to attack), strength</b>; so <b class="b3">ὀμο-κλή</b> prop. as determinative comp. "(attack)-, cry" (?). The 2. member, in any case to <b class="b3">καλέω</b>, can be a root-noun (Brugmann Grundr.2 II: 1,140, Risch $ 72b); but it can also be explained as an <b class="b2">ā-</b>abstract <b class="b3">ὀμο-κλ-ά</b> (: <b class="b3">*ὀμο-κλ-ός</b> like <b class="b3">νεο-γν-ός</b>; cf. on <b class="b3">μεσόδμη</b>) (Fraenkel Nom. ag. 1, 8 n. 2 with Jacobsohn l.c.), in which case the laryngeal must have been lost. For the latter interpretation pleads <b class="b3">ὁμοκλάν</b> in A. (s. above), as Greek as monosyll. zero grade only knows <b class="b3">κλη-</b> (s. on [[καλέω]]); an artificial Dorism (Jacobsohn as alternative) is however not excluded. -- On the variation <b class="b3">-άω</b> : <b class="b3">-έω</b> in the verb, which can be phonetic, s. Schwyzer 242, Chantraine Gramm. hom. 1, 361.
}}
}}

Revision as of 05:16, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοκλή Medium diacritics: ὁμοκλή Low diacritics: ομοκλή Capitals: ΟΜΟΚΛΗ
Transliteration A: homoklḗ Transliteration B: homoklē Transliteration C: omokli Beta Code: o(moklh/

English (LSJ)

ἡ, or ὀμοκλή (v. foreg., fin.),

   A threat, reproof, rebuke, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁ. Il.12.413 ; χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁ. Od.17.189 ; νήκουστος ὁμοκλέων deaf to reproaches, Emp.137.3 ; of the threatening shouts of an attacking enemy, μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν Il.16.147 ; of shouts addressed to horses, τοὶ δ' ὑπ' ὀμοκλῆς ῥίμφ' ἔφερον θοὸν ἅρμα h.Cer.88, Hes.Sc.341 ; of the sound of flutes, ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς Pi.I.5(4).27, cf. A.Fr.57.5 (anap.).    II in later Ep., onset, attack, βορέαο ὁ. Nic.Th.311 ; of Sirius, Κυνὸς δριμεῖαν ὁ. Opp.H.1.152 ; of fire, ib.4.14, cf. Q.S.6.614, al., Man.2.374. (Etym. dub. ; signf. 11 perh. arose from misinterpr. of Il.16.147.)

German (Pape)

[Seite 337] ἡ (καλέω), der Zusammenruf, der gemeinschaftliche Zuruf Mehrerer, z. B. in der Schlacht, μάχῃ ἐνὶ μεῖναι ὁμοκλήν, Il. 16, 417; ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῖς, im Zusammenklang der Flöten, Pind. I. 4, 30; gew. lauter Zuruf, Zuschreien, von Mehreren u. von Einzelnen, sowohl ermunternd u. antreibend, als scheltend od. drohend, οἱ δ' ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλήν Il. 12, 413, χαλεπαὶ δέ τ' ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί Od. 17, 189, öfter; ion. auch ὀμοκλή, wie ὑπ' ὀμοκλῆς H. h. Cer. 88; Hes. Sc. 341; einzeln auch sp. D.; auch von leblosen Dingen, wie βορέαο κακὴν ὁμοκλήν, Nic. Ther. 311; όπωρινοῖο κυνὸς δριμεῖα ὁμ., πυρός, das Knattern des Feuers, Opp. Hal. 1, 152. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοκλή: ἡ, (ὁμοῦ καλέω) ποιητ. λέξ. σημαίνουσα κυρίως κραυγὴν πολλῶν ὁμοῦ, κοινὴν βοήν· ἀλλ᾿ ἐν χρῆσει κοινῶς ἐπὶ μεμονωμένων προσώπων, πιστότατος δὲ οἱ ἔσκε μάχῃ ἔνι μεῖναι ὁμοκλήν, νὰ ὑπομείνῃ τὴν κραυγήν του, Ἰλ. Π. 147· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς παραλλήλου ἐννοίας τῆς ἐπιπλήξεως, ἀπειλῆς, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδδείσαντες ὁμοκλὴν Μ. 413· χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαὶ Ὁδ. Ρ. 189: Ἰων. ψιλοῦται, ὑπ᾿ ὀμοκλῆς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 88, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 341· ― παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ὑλακῆς τῶν κυνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 152· ἡ βοή, ὁ θόρυβος τοῦ πυρός, αὐτόθι 4. 14· ὁ ἦχος, ἡ βοὴ τοῦ ἀνέμου, Νικ. Θ. 311· οὕτως ἐπὶ τοῦ ἤχου τῶν αὐλῶν, Πινδ. Ι. 5 (4) 35, πρβλ. Αὐσχύλ.. Ἀποσπ. 55 (λυρ.)· αὐλῶν οὐ σάλπιγγος ὁμοκλὴ Caib. Ἐπιγρ. 1049, 7.

French (Bailly abrégé)

ion. ὀμοκλή;
ῆς (ἡ) :
1 cris se mêlant, clameur confuse;
2 particul. cris de reproche, de menace.
Étymologie: ὁμός, καλέω.

English (Autenrieth)

(ὁμός, καλέω): call of many together, loud, sharp call or command.

Greek Monolingual

ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα
2. κραυγή επίπληξης ή απειλής
3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.)
4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης
5. (για ήχο αυλών) συμφωνία («ἐν αὐλῶν παμφώνοις ὁμοκλαῑς», Πίνδ.)
6. (σχετικά με άνεμο ή με φωτιά) ήχος, θόρυβος, βοή
7. έφοδος, επίθεση, προσβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ., το β' συνθετικό της οποίας πρέπει να αναζητηθεί στο θ. κλη- της δισύλλαβης ρίζας καλή- του ρήματος καλώ (με μηδενισμένο το α' φωνήεν και απαθές το β' φωνήεν, πρβλ. κέ-κλη-μαι, κλή-σις, κλη-τός). Ο τ. ὁμοκλᾱν, ωστόσο, που μαρτυρείται στον Αισχύλο, γεννά προβλήματα με το μακρό ᾱ, που μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως υπερδωρισμός είτε ως θηλυκό ενός αμάρτυρου επιθ. ὁμοκλός (πρβλ. νεο-γνός). Για το α' συνθετικό της λ., άλλοι, θεωρώντας τη σημ. «ταυτόχρονη κραυγή πολλών ανθρώπων» ως αρχική, το ανάγουν στο επίθ. ὁμός, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. ὀμοκλή (με ψιλή, που θα μπορούσε να οφείλεται και σε ιωνική ψίλωση) οδηγεί στη σύνδεση του α' συνθετικού με αρχ. ινδ. ama- «δύναμη, επίθεση» και αβεστ. ama- «δύναμη», άποψη που προσκρούει όμως σε σημασιολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

ὁμοκλή: ἡ (ὁμοῦ, καλέω),·
1. κυρίως λέγεται για κραυγή μεγάλου αριθμού ατόμων, συντονισμένη κραυγή· κυρίως για μεμονωμένα πρόσωπα, μεῖναι ὁμοκλήν, να υπομείνει τις φωνές του, σε Ομήρ. Ιλ.· με τη σημασία της επιτίμησης, της επίπληξης, σε Όμηρ.
II. γενικά, αρμονία.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοκλή: ион. ὀμοκλή ἡ
1) крик, шум: μάχῃ ἐνὶ θεῖναι ὁμοκλήν Hom. выдерживать (оглушительный) шум боя;
2) окрик, брань (ἄνακτος Hom.);
3) звук, звучание (αὐλῶν ὁμοκλαί Pind.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: loud (threatening, scolding) acclamation, command (Hom., Hes. Sc.; also Emp. [-έων], Pi. [-αῖς], A. Fr. 57,5 = 71,5 [άν]); attack, onset (hell.; false duced from Π 147?).
Other forms: (ὀ-?, s.below).
Derivatives: Besides, prob. as denominative, the more usual ὁμοκλ-άω, -έω (ὀ-) in ipf. 3. sg. ὁμόκλα (Σ 156, Ω 248), 3 pl. ὁμόκλ-εον, 1 pl. -έομεν (Ο 658 a.o., ω 173), aor. ὁμοκλῆσαι (Hom., S. El. 712), iter. ipf. ὁμοκλήσασκε (Β 199) to shout (threateningly), to call, to exhort, to warn; from there ὁμοκλη-τήρ, -ῆρος m. shouter, warner (Μ 273, Ψ 452), f. -τειρα (Lyc. 1337).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the elided ὑπ' ὀμοκλῆς (e.g. Hes. Sc. 341), κέκλετ' ὀμοκλήσας (v. l. Υ 365) point to orig. lenis (Wackernagel Unt. 47 A. 1), one doubted clearly already in antiquity the hard to understand connection with ὁμός etc. In ὀμο- Jacobsohn Phil. 67, 509ff., KZ 42, 160 n. 1, Χάριτες F. Leo (1911) 443 f. wanted to find a counterpart of Skt. áma- m. violence, pressure, turbulence, Av. ama- m. power (to attack), strength; so ὀμο-κλή prop. as determinative comp. "(attack)-, cry" (?). The 2. member, in any case to καλέω, can be a root-noun (Brugmann Grundr.2 II: 1,140, Risch $ 72b); but it can also be explained as an ā-abstract ὀμο-κλ-ά (: *ὀμο-κλ-ός like νεο-γν-ός; cf. on μεσόδμη) (Fraenkel Nom. ag. 1, 8 n. 2 with Jacobsohn l.c.), in which case the laryngeal must have been lost. For the latter interpretation pleads ὁμοκλάν in A. (s. above), as Greek as monosyll. zero grade only knows κλη- (s. on καλέω); an artificial Dorism (Jacobsohn as alternative) is however not excluded. -- On the variation -άω : -έω in the verb, which can be phonetic, s. Schwyzer 242, Chantraine Gramm. hom. 1, 361.