ἐθνάρχης: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(2) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐθνάρχης:''' ου ὁ этнарх, начальник области, правитель Luc. | |elrutext='''ἐθνάρχης:''' ου ὁ этнарх, начальник области, правитель Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐθν-άρχης, ου, [[ἄρχω]]<br />an ethnarch, NTest., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:23, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A ruler of a tribe or nation, Ἄσανδρος ἀντὶ ἐθνάρχου βασιλεὺς ἀναγορευθεὶς βοσπόρου Luc.Macr.17; sheikh, OGI616.2 (Arabia); of Abraham, Ph.1.513. 2 title of Jewish official, LXX 1 Ma.14.47, Str.17.1.13, Nic.Dam.p.143 D., 2 Ep.Cor.11.32, J.AJ 13.6.7. II Adj., ruling over nations, ἐ. θεοί Jul.Gal.115d, cf. 143a.
German (Pape)
[Seite 720] ὁ, Volksbeherrscher, Luc. Macrob. 17; Statthalter, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθνάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἄρχων ἔθνους ἢ λαοῦ, Λουκ. Μακρόβ. 17. 2· νομάρχης. Ἐπιστ. π. Κορινθ. ια΄, 32. ΙΙ. ἄρχων Ῥωμαίων μισθοφόρων. Σκυλίτζ. σ. 787.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gouverneur ou chef d’un peuple.
Étymologie: ἔθνος, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I 1cabecilla o jefe de tribu entre los beduinos, jeque Σοαίδου ... ἐθνάρχου, στρατηγοῦ νομάδων ... μνημεῖον monumento de Saud, jeque y jefe de nómadas, OGI 616.2 (Arabia II d.C.)
•entre los judíos caudillo, príncipe de su nación de Abraham, Ph.1.513, de Judá, Origenes Princ.4.1.3, de Simón στρατηγὸς καὶ ἐ. LXX 1Ma.14.47, cf. I.AI 13.214.
2 de figuras divinas rector, protector de una nación del Dios de los judíos, Dion.Ar.CH 9.4
•como adj. que tiene a su cargo una nación, nacional θεοί Iul.Gal.21.115d, 26.143a, πολιούχοις ... καὶ ἐθνάρχαις θεοῖς a los dioses de las ciudades y a los de las naciones Cyr.Al.M.76.704C, cf. Oecum.Apoc.10.190, ἄγγελος ἐ. op. al ‘ángel de la guarda’ personal, Basil.Eunom.656B.
II nombrado por la admin. heleníst.-rom. jefe de comunidad étnica, etnarca, gobernador delegado ἐπιστρατηγοὺς τινὰς καὶ νομάρχας καὶ ἐθνάρχας ... ἀποδείξαντες en Alejandría, por parte de los romanos, Str.17.1.13, cf. SEG 26.1623.25 (Comagene I a.C.), Ἄσανδρος δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ θεοῦ Σεβαστοῦ ἀντὶ ἐθνάρχου βασιλεὺς ἀναγορευθεὶς Βοσπόρου Luc.Macr.17
•esp. de la comunidad judía ὁ Καῖσαρ Ἀρχέλαον ... ἐθνάρχην κατέστησεν Nic.Dam.136.11, cf. I.AI 14.194, 2Ep.Cor.11.32, Origenes M.11.84A, ἐνεύχομαι ... τὴν τιμὴν τῶν πατριαρχῶν καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἐθν{ι}αρχῶν de una comunidad judía CIIud.719.6 (Argos).
English (Strong)
from ἔθνος and ἀρχή; the governor (not king) of a district: ethnarch.
English (Thayer)
ἐθναρχου, ὁ (from ἔθνος and ἄρχω), (equivalent to founder of a nation, Philo, quis rer. div. her. § 56), an ethnarch, one set over a people as ruler, but without the authority and name of king (Lucian, in Macrobius, § 17 ἀντί ἐθναρχου βασιλεύς ἀναγορευθεις Βοσπορου; so the governor whom the Alexandrian Jews used to have was called ἐθνάρχης, of whom Josephus says, Antiquities 14,7, 2, ὅς διοικεῖ τέ τό ἔθνος καί δίαιτα κρίσεις καί συμβολαιων ἐπιμελειται καί προσταγμάτων, ὡς ἄνπολιτείας ἄρχων ἀυτοτελους; likewise Simon Maccabaeus, Josephus, Antiquities 13,6, 6; cf. (19,5, 2); b. j. 2,6, 3): ὁ ἐθνάρχης Ἁρέτα τοῦ βασιλέως, the governor of Damascene Syria, ruling in the name of king Aretas (which see); cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Governor, 11).
Greek Monolingual
ο (AM ἐθνάρχης)
αρχηγός έθνους
νεοελλ.
θρησκευτικός, πνευματικός ή πολιτικός ηγέτης που αγωνίζεται για την απελευθέρωση υπόδουλου έθνους ή μέρους του ή ενσαρκώνει τα εθνικά ιδανικά και έχει κύρος σε όλο το έθνος και όχι σε μία μόνο παράταξη
μσν.
στρατηγός, αρχηγός μισθοφόρων στο Βυζάντιο
αρχ.
1. τίτλος Ιουδαίου άρχοντα
2. αυτός που εξουσιάζει τα έθνη.
Greek Monotonic
ἐθνάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), εθνάρχης, άρχοντας ἔθνους, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθνάρχης: ου ὁ этнарх, начальник области, правитель Luc.
Middle Liddell
ἐθν-άρχης, ου, ἄρχω
an ethnarch, NTest., Luc.