μείλιχος: Difference between revisions
παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
(2) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[oft]], [[mild]], [[friendly]] (Il.); also <b class="b3">μειλίχιος</b> <b class="b2">id.</b> (Il.); <b class="b3">Μειλίχιος</b> surn., esp. of Zeus (IA.), Att. also <b class="b3">Μιλίχιος</b> (early itacism, Schwyzer 193), Dor. <b class="b3">Μηλ-</b>, Arc. <b class="b3">Μελ-</b>, with <b class="b3">Μειλιχιεῖον</b> <b class="b2">temple of Zeus M.</b> (Halaesa); details in Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.<br />Other forms: Aeol. <b class="b3">μέλλιχος</b>.<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">μελλιχό-φωνος</b> (Sapph.), <b class="b3">ἀ-μείλιχος</b> [[unfriendly]], [[irreconcilable]] = <b class="b3">ἀμείλικτος</b> (Il.; cf. Frisk Adj.priv. 7f.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: From <b class="b3">μείλιχος</b>: 1. <b class="b3">μειλιχίη</b> f. [[softness]], [[mildness]] (O741, Hes., A. R.); 2. <b class="b3">μειλιχώδης</b> [[soft]] (Cerc.); <b class="b3">μειλίχη</b> f. <b class="b2">boxing-glove</b> (Paus. 8, 40, 3; cf. <b class="b3">πυρρίχη</b>); 4. <b class="b3">μειλίσσω</b>, aor. <b class="b3">-ίξαι</b> [[calm]] (Il.), also with <b class="b3">ἐκ-</b>; <b class="b3">μείλιγμα</b> (<b class="b3">μέλιχμα</b> Miletos VIa ; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. <b class="b2">means to calm, expiational offer</b> (κ 217), (<b class="b3">ἐκ-)μείλιξις</b> [[expiation]] (Anon. ap. Suid., Eust.), <b class="b3">μειλικ-τήριος</b> [[expiating]] (A. Pers. 610), <b class="b3">-τικῶς</b> adv. <b class="b2">id.</b> (sch.); <b class="b3">μείλικτρα</b> pl. = <b class="b3">μειλίγματα</b> (A. R.). Popular formation with <b class="b3">χ-</b>suffix as in <b class="b3">νηπίαχος</b>, <b class="b3">ὁσσίχος</b> (Dor.) a. o. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), firt to <b class="b3">μείλια</b> (s. v.), but without certain further connection. The diff. dialectforms <b class="b3">μειλ-</b> : <b class="b3">μελλ-</b> : <b class="b3">μηλ-</b> can be explained from <b class="b3">μελ-ν-</b>, whereby one thought partly of Lat. [[mel]] [[honey]], gen. [[mellis]] (if really from <b class="b2">*mel-n-és</b>), partly of Lith. <b class="b2">malóne</b> [[mercy]]; see the lit. in W.-Hofmann s. [[mel]], [[melior]] and [[mītis]]; old lit. also in WP. 2, 244 and in Bq. -- Folketymologically <b class="b3">μείλιχος</b> was no doubt connected with <b class="b3">μέλι</b> (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), but <b class="b3">μειλισσέμεν</b> H410 not with Schmid BphW 36, 1414ff. for <b class="b3">*μελισσέμεν</b> from <b class="b3">μέλι</b>, cf. Kretschmer Glotta 10, 242. On the coexistence of <b class="b3">μειλιχίη</b> and <b class="b3">μειλίσσω</b> Scheller Oxytonierung 40; observations on <b class="b3">μείλιχος</b> : <b class="b3">μειλίχιος</b> in Porzig Satzinhalte 207 f.. | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[oft]], [[mild]], [[friendly]] (Il.); also <b class="b3">μειλίχιος</b> <b class="b2">id.</b> (Il.); <b class="b3">Μειλίχιος</b> surn., esp. of Zeus (IA.), Att. also <b class="b3">Μιλίχιος</b> (early itacism, Schwyzer 193), Dor. <b class="b3">Μηλ-</b>, Arc. <b class="b3">Μελ-</b>, with <b class="b3">Μειλιχιεῖον</b> <b class="b2">temple of Zeus M.</b> (Halaesa); details in Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.<br />Other forms: Aeol. <b class="b3">μέλλιχος</b>.<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">μελλιχό-φωνος</b> (Sapph.), <b class="b3">ἀ-μείλιχος</b> [[unfriendly]], [[irreconcilable]] = <b class="b3">ἀμείλικτος</b> (Il.; cf. Frisk Adj.priv. 7f.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: From <b class="b3">μείλιχος</b>: 1. <b class="b3">μειλιχίη</b> f. [[softness]], [[mildness]] (O741, Hes., A. R.); 2. <b class="b3">μειλιχώδης</b> [[soft]] (Cerc.); <b class="b3">μειλίχη</b> f. <b class="b2">boxing-glove</b> (Paus. 8, 40, 3; cf. <b class="b3">πυρρίχη</b>); 4. <b class="b3">μειλίσσω</b>, aor. <b class="b3">-ίξαι</b> [[calm]] (Il.), also with <b class="b3">ἐκ-</b>; <b class="b3">μείλιγμα</b> (<b class="b3">μέλιχμα</b> Miletos VIa ; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. <b class="b2">means to calm, expiational offer</b> (κ 217), (<b class="b3">ἐκ-)μείλιξις</b> [[expiation]] (Anon. ap. Suid., Eust.), <b class="b3">μειλικ-τήριος</b> [[expiating]] (A. Pers. 610), <b class="b3">-τικῶς</b> adv. <b class="b2">id.</b> (sch.); <b class="b3">μείλικτρα</b> pl. = <b class="b3">μειλίγματα</b> (A. R.). Popular formation with <b class="b3">χ-</b>suffix as in <b class="b3">νηπίαχος</b>, <b class="b3">ὁσσίχος</b> (Dor.) a. o. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), firt to <b class="b3">μείλια</b> (s. v.), but without certain further connection. The diff. dialectforms <b class="b3">μειλ-</b> : <b class="b3">μελλ-</b> : <b class="b3">μηλ-</b> can be explained from <b class="b3">μελ-ν-</b>, whereby one thought partly of Lat. [[mel]] [[honey]], gen. [[mellis]] (if really from <b class="b2">*mel-n-és</b>), partly of Lith. <b class="b2">malóne</b> [[mercy]]; see the lit. in W.-Hofmann s. [[mel]], [[melior]] and [[mītis]]; old lit. also in WP. 2, 244 and in Bq. -- Folketymologically <b class="b3">μείλιχος</b> was no doubt connected with <b class="b3">μέλι</b> (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), but <b class="b3">μειλισσέμεν</b> H410 not with Schmid BphW 36, 1414ff. for <b class="b3">*μελισσέμεν</b> from <b class="b3">μέλι</b>, cf. Kretschmer Glotta 10, 242. On the coexistence of <b class="b3">μειλιχίη</b> and <b class="b3">μειλίσσω</b> Scheller Oxytonierung 40; observations on <b class="b3">μείλιχος</b> : <b class="b3">μειλίχιος</b> in Porzig Satzinhalte 207 f.. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μείλῐχος, ον<br />[[gentle]], [[kind]], like [[μειλίχιος]], Hom., etc.; c. gen., [[Ἄρτεμις]] μ. ὠδίνων soother of pangs, Anth.; τὸ μείλιχον [[gentleness]], Theogn.; τὰ μείλιχα joys, Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, Aeol. μέλλιχος Hdn.Gr.2.302, cj. in Sapph. 100:—
A gentle, kind: I in Il. always of persons, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι 17.671; μ. αἰεί 19.300, al.; epith. of Λητώ, Ὕπνος, Hes.Th. 406, 763: c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of . ., AP6.242 (Crin.): Sup. μειλιχώτατος IG7.115.1 (Megara): in late Prose, Jul.Or.2.86a, al. II of things, once in Od., οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον 15.374; μ. δῶρα h.Hom.10.2; ἔπεα Hes.Th.84; οἶνος Xenoph. 1.6; αἰών, ὀργά, Pi.P.8.97, 9.43; τὸ μ. gentleness, Thgn.365; τὰ μείλιχα joys, Pi.O.1.30; μείλιχα μυθεῖσθαι Opp.C.3.219. Adv. -χως, μυθεύμενος Semon.7.18: neut. as Adv., μείλιχον ἀντιάαν A.R.1.971.
Greek (Liddell-Scott)
μείλῐχος: -ον, πρᾶος, ἤπιος, ἀγαθός, ὡς τὸ μειλίχιος, Ὅμ.: Ι. ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ προσώπων, πᾶσιν γὰρ ἐπίστατο μ. εἶναι Ρ. 671· μ. αἰεὶ Τ. 300, κτλ.· ἐπίθετ. τῆς Λητοῦς, τοῦ Ὕπνου Ἡσ. Θ. 406, 763· μετὰ γεν., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων, ἡ πραΰνουσα, μαλάσσουσα τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὑπερθετ. μειλιχώτατος Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 462. 1. ΙΙ. ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ πραγμάτων, οὐ μ. ἔστιν ἀκοῦσαι οὔτ’ ἔπος οὔτε τι ἔργον Ο. 374· οὕτω, μ. δῶρα Ὁμ. Ὑμν. 8. 2· ἔπεα Ἡσ. Θ. 84· μείλιχος αἰών, ὀργὰ Πινδ. Π. 8. 139., 9. 76· τὸ μείλιχον, ἡ πρᾳότος, Θέογν. 365· τὰ μείλιχα, αἱ χαραί, Πινδ. Ο. 1. 49· μείλιχα μυθεῖσθαι Ὀππ. Κυν. 3. 219, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
doux, agréable, aimable : τινι, envers qqn.
Étymologie: μέλι.
English (Slater)
μείλιχος, -ον
1 gentle Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) “ἔ- τραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” (P. 9.43) λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών (P. 8.97)
Greek Monolingual
μείλιχος και αιολ. τ. μέλλιχος, -ον (Α)
1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ.
β. «ἔκ δ' ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ' ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.)
2. επίθετο της Λητούς, του Ύπνου και της Αρτέμιδος («ὠδίνων μειλίχῳ Ἀρτέμιδι», Κριναγ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μείλιχον
πραότητα, ηπιότητα, ευγένεια, γλυκύτητα
4. (το ουδ. ως επίρρ.) μείλιχον
με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μείλιχα
οι χαρές («χάρις ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῑς», Πίνδ.).
επίρρ...
μειλίχως (Α)
με πράο, ήπιο, μειλίχιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι οι τύποι μείλια και μείλι-χος ανάγονται σε θ. μελν-, οπότε οι τύποι με -ει- είναι προϊόντα αντέκτασης, ενώ ο αιολ. τ. μέλλιχος (πρβλ. μελλιχόφωνος) είναι προϊόν αφομοίωσης. Το επίθ. μείλιχος εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. νηπία-χος, όσσι-χος). Η σύνδεση τών τύπων με το λατ. mel, mellis «μέλι» είναι δυνατή αν η γεν. mellis ανάγεται σε ρίζα meln- (πρβλ. λιθουαν. malone «ευμένεια, εύνοια», meile «αγάπη», αρχ. σλαβ. milu «συμβιβάσιμος»), ενώ η ανεπιφύλακτη σύνδεση τών τύπων με τη λ. μέλι οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. μειλίχιος
αρχ.
μειλίσσω, μειλίχη, μειλίχια, μειλιχώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μειλιχόβουλος, μειλιχόγηρυς, μειλιχόδωρος, μειλιχόμητις, μειλιχόμυθος, μειλιχόφωνος
αρχ.-μσν.
μειλιχόθυμος, μειλιχομειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. αμείλιχος, γλυκυμείλιχος, ευμείλιχος, παμμείλιχος, παναμείλιχος.
Greek Monotonic
μείλῐχος: -ον, πράος, ευγενικός, όπως το μειλίχιος, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., Ἄρτεμις μείλιχος ὠδίνων, που πραΰνει τους πόνους του τοκετού, σε Ανθ.· τὸ μείλιχον, πραότητα, σε Θέογν.· τὰ μείλιχα, χαρές, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μείλῐχος: Hom., Hes., Pind., Plut., Anth. = μειλίχιος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: oft, mild, friendly (Il.); also μειλίχιος id. (Il.); Μειλίχιος surn., esp. of Zeus (IA.), Att. also Μιλίχιος (early itacism, Schwyzer 193), Dor. Μηλ-, Arc. Μελ-, with Μειλιχιεῖον temple of Zeus M. (Halaesa); details in Nilsson Gr. Rel. 1, 411ff.
Other forms: Aeol. μέλλιχος.
Compounds: Compp., e.g. μελλιχό-φωνος (Sapph.), ἀ-μείλιχος unfriendly, irreconcilable = ἀμείλικτος (Il.; cf. Frisk Adj.priv. 7f.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From μείλιχος: 1. μειλιχίη f. softness, mildness (O741, Hes., A. R.); 2. μειλιχώδης soft (Cerc.); μειλίχη f. boxing-glove (Paus. 8, 40, 3; cf. πυρρίχη); 4. μειλίσσω, aor. -ίξαι calm (Il.), also with ἐκ-; μείλιγμα (μέλιχμα Miletos VIa ; Schulze Kl. Schr. 411 ) n. means to calm, expiational offer (κ 217), (ἐκ-)μείλιξις expiation (Anon. ap. Suid., Eust.), μειλικ-τήριος expiating (A. Pers. 610), -τικῶς adv. id. (sch.); μείλικτρα pl. = μειλίγματα (A. R.). Popular formation with χ-suffix as in νηπίαχος, ὁσσίχος (Dor.) a. o. (Chantraine Form. 403f., Schwyzer 498, Locker Glotta 22, 58f.), firt to μείλια (s. v.), but without certain further connection. The diff. dialectforms μειλ- : μελλ- : μηλ- can be explained from μελ-ν-, whereby one thought partly of Lat. mel honey, gen. mellis (if really from *mel-n-és), partly of Lith. malóne mercy; see the lit. in W.-Hofmann s. mel, melior and mītis; old lit. also in WP. 2, 244 and in Bq. -- Folketymologically μείλιχος was no doubt connected with μέλι (Chantraine Mél. Boisacq 1, 169ff.), but μειλισσέμεν H410 not with Schmid BphW 36, 1414ff. for *μελισσέμεν from μέλι, cf. Kretschmer Glotta 10, 242. On the coexistence of μειλιχίη and μειλίσσω Scheller Oxytonierung 40; observations on μείλιχος : μειλίχιος in Porzig Satzinhalte 207 f..
Middle Liddell
μείλῐχος, ον
gentle, kind, like μειλίχιος, Hom., etc.; c. gen., Ἄρτεμις μ. ὠδίνων soother of pangs, Anth.; τὸ μείλιχον gentleness, Theogn.; τὰ μείλιχα joys, Pind.