με: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και μέ<br />(συντετμημένος [[τύπος]] του <i>εμέ</i>, αιτ. του <i>εγώ</i>) όταν προτάσσεται του ρήματος [[συνήθως]] διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική [[λέξη]], ενώ όταν επιτάσσεται [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] παραμένει άτονο και [[είναι]] εγκλιτική [[λέξη]] (α. «μέ καθοδηγεί» β. «άφησέ με ήσυχο»).<br /> <b>(II)</b><br />(Μ μέ)<br />[[πρόθεση]] που συντάσσεται με [[αιτιατική]] και δηλώνει: 1. [[σχέση]], [[συνάφεια]], [[συνοδεία]] (α. «ήλθε με τον [[πατέρα]] της» β. «ένωσα το ένα [[σύρμα]] με το [[άλλο]]»)<br /><b>2.</b> στενή [[επαφή]], [[γειτνίαση]] (α. «[[στήθος]] με [[στήθος]]» β. «[[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]]» γ. «[[χέρι]] με [[χέρι]]»)<br /><b>3.</b> το [[μέσο]] ή το όργανο με το οποίο γίνεται [[κάτι]] (α. «δεν καταφέρνεις [[τίποτε]] με τα κλάματα» β. «θα πάω με τα πόδια» γ. «το έκοψα με το [[μαχαίρι]]»)<br /><b>4.</b> χρονική [[αφετηρία]] ή [[διάρκεια]] [[είτε]] με την [[έννοια]] του συγχρόνου [[είτε]] με την [[έννοια]] του υστεροχρόνου (α. «με την [[αυγή]]» β. «με τα πρωτοβρόχια» γ. «με την πάροδο του χρόνου»)<br /><b>5.</b> τρόπο (α. «προσπαθεί να επιτύχει με πονηριά» β. «με [[γούστο]]»)<br /><b>6.</b> [[διάθεση]] (α. «έφαγα με όρεξη» β. «γέλασα με την [[καρδιά]] μου»)<br /><b>7.</b> [[αιτία]], λόγο για τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («τον σιχάθηκα με αυτά που κάνει»)<br /><b>8.</b> [[κτήση]], [[κυριότητα]] («[[νύφη]] με [[προίκα]]»)<br /><b>9.</b> [[ιδιότητα]] (α. «[[πατέρας]] με [[τρία]] [[παιδιά]]» β. «[[άνθρωπος]] με [[μυαλό]]»)<br /><b>10.</b> [[περιεχόμενο]] («[[σπίτι]] με ωραία [[επίπλωση]]»)<br /><b>11.</b> [[εναντίωση]], [[εχθρότητα]] («έχει τσακωθεί με τους δικούς της»)<br /><b>12.</b> [[τίμημα]] ή [[αμοιβή]] ή [[αντιστάθμισμα]] (α. «με τόσο μικρό [[μισθό]] δεν μπορούν να ζήσουν» β. «δεν [[πουλώ]] με [[κέρδος]] [[αλλά]] με [[ζημιά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τρώγονται ο [[ένας]] με τον [[άλλο]]» — διαπληκτίζονται, τσακώνονται<br />β) «με τη [[βοήθεια]] του Θεού» — [[μακάρι]] να βοηθήσει ο Θεός<br />γ) «το ένα με το [[άλλο]]» — [[κατά]] [[μέσο]] όρο<br />δ) (για [[ευχή]]) «με το καλό» — [[μακάρι]] να πας καλά ή να κάνεις [[κάτι]] καλά<br />ε) «ήλθες με την ώρα» — ήλθες έγκαιρα<br />στ) «με μιας» και συν. «[[μεμιάς]]» — [[αμέσως]]<br />ζ) «μέ πήρε με καλό [[μάτι]]» — μέ συμπάθησε<br />η) «με [[χίλια]] βάσανα» — ύστερα από πολλούς κόπους<br />θ) «με [[λίγα]] [[λόγια]]» — [[σύντομα]], βραχυλογικα<br /><b>μσν.</b><br />[[σπανίως]] συντάσσεται και με γενική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] <i>με</i> προήλθε με ανομοιωτική [[αποβολή]] της β' συλλαβής της πρόθεσης [[μετά]] σε περιπτώσεις που ακολουθούσε το [[άρθρο]] <i>τα</i>: [[μετά]] τα</i>... &GT; <i>με τα</i>...].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και μέ<br />(συντετμημένος [[τύπος]] του <i>εμέ</i>, αιτ. του <i>εγώ</i>) όταν προτάσσεται του ρήματος [[συνήθως]] διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική [[λέξη]], ενώ όταν επιτάσσεται [[σχεδόν]] [[πάντοτε]] παραμένει άτονο και [[είναι]] εγκλιτική [[λέξη]] (α. «μέ καθοδηγεί» β. «άφησέ με ήσυχο»).<br /> <b>(II)</b><br />(Μ μέ)<br />[[πρόθεση]] που συντάσσεται με [[αιτιατική]] και δηλώνει: 1. [[σχέση]], [[συνάφεια]], [[συνοδεία]] (α. «ήλθε με τον [[πατέρα]] της» β. «ένωσα το ένα [[σύρμα]] με το [[άλλο]]»)<br /><b>2.</b> στενή [[επαφή]], [[γειτνίαση]] (α. «[[στήθος]] με [[στήθος]]» β. «[[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]]» γ. «[[χέρι]] με [[χέρι]]»)<br /><b>3.</b> το [[μέσο]] ή το όργανο με το οποίο γίνεται [[κάτι]] (α. «δεν καταφέρνεις [[τίποτε]] με τα κλάματα» β. «θα πάω με τα πόδια» γ. «το έκοψα με το [[μαχαίρι]]»)<br /><b>4.</b> χρονική [[αφετηρία]] ή [[διάρκεια]] [[είτε]] με την [[έννοια]] του συγχρόνου [[είτε]] με την [[έννοια]] του υστεροχρόνου (α. «με την [[αυγή]]» β. «με τα πρωτοβρόχια» γ. «με την πάροδο του χρόνου»)<br /><b>5.</b> τρόπο (α. «προσπαθεί να επιτύχει με πονηριά» β. «με [[γούστο]]»)<br /><b>6.</b> [[διάθεση]] (α. «έφαγα με όρεξη» β. «γέλασα με την [[καρδιά]] μου»)<br /><b>7.</b> [[αιτία]], λόγο για τον οποίο γίνεται [[κάτι]] («τον σιχάθηκα με αυτά που κάνει»)<br /><b>8.</b> [[κτήση]], [[κυριότητα]] («[[νύφη]] με [[προίκα]]»)<br /><b>9.</b> [[ιδιότητα]] (α. «[[πατέρας]] με [[τρία]] [[παιδιά]]» β. «[[άνθρωπος]] με [[μυαλό]]»)<br /><b>10.</b> [[περιεχόμενο]] («[[σπίτι]] με ωραία [[επίπλωση]]»)<br /><b>11.</b> [[εναντίωση]], [[εχθρότητα]] («έχει τσακωθεί με τους δικούς της»)<br /><b>12.</b> [[τίμημα]] ή [[αμοιβή]] ή [[αντιστάθμισμα]] (α. «με τόσο μικρό [[μισθό]] δεν μπορούν να ζήσουν» β. «δεν [[πουλώ]] με [[κέρδος]] [[αλλά]] με [[ζημιά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τρώγονται ο [[ένας]] με τον [[άλλο]]» — διαπληκτίζονται, τσακώνονται<br />β) «με τη [[βοήθεια]] του Θεού» — [[μακάρι]] να βοηθήσει ο Θεός<br />γ) «το ένα με το [[άλλο]]» — [[κατά]] [[μέσο]] όρο<br />δ) (για [[ευχή]]) «με το καλό» — [[μακάρι]] να πας καλά ή να κάνεις [[κάτι]] καλά<br />ε) «ήλθες με την ώρα» — ήλθες έγκαιρα<br />στ) «με μιας» και συν. «[[μεμιάς]]» — [[αμέσως]]<br />ζ) «μέ πήρε με καλό [[μάτι]]» — μέ συμπάθησε<br />η) «με [[χίλια]] βάσανα» — ύστερα από πολλούς κόπους<br />θ) «με [[λίγα]] [[λόγια]]» — [[σύντομα]], βραχυλογικα<br /><b>μσν.</b><br />[[σπανίως]] συντάσσεται και με γενική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] <i>με</i> προήλθε με ανομοιωτική [[αποβολή]] της β' συλλαβής της πρόθεσης [[μετά]] σε περιπτώσεις που ακολουθούσε το [[άρθρο]] <i>τα</i>: [[μετά]] τα</i>... > <i>με τα</i>...].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και μέ
(συντετμημένος τύπος του εμέ, αιτ. του εγώ) όταν προτάσσεται του ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ καθοδηγεί» β. «άφησέ με ήσυχο»).
(II)
(Μ μέ)
πρόθεση που συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει: 1. σχέση, συνάφεια, συνοδεία (α. «ήλθε με τον πατέρα της» β. «ένωσα το ένα σύρμα με το άλλο»)
2. στενή επαφή, γειτνίαση (α. «στήθος με στήθος» β. «πρόσωπο με πρόσωπο» γ. «χέρι με χέρι»)
3. το μέσο ή το όργανο με το οποίο γίνεται κάτι (α. «δεν καταφέρνεις τίποτε με τα κλάματα» β. «θα πάω με τα πόδια» γ. «το έκοψα με το μαχαίρι»)
4. χρονική αφετηρία ή διάρκεια είτε με την έννοια του συγχρόνου είτε με την έννοια του υστεροχρόνου (α. «με την αυγή» β. «με τα πρωτοβρόχια» γ. «με την πάροδο του χρόνου»)
5. τρόπο (α. «προσπαθεί να επιτύχει με πονηριά» β. «με γούστο»)
6. διάθεση (α. «έφαγα με όρεξη» β. «γέλασα με την καρδιά μου»)
7. αιτία, λόγο για τον οποίο γίνεται κάτι («τον σιχάθηκα με αυτά που κάνει»)
8. κτήση, κυριότητανύφη με προίκα»)
9. ιδιότητα (α. «πατέρας με τρία παιδιά» β. «άνθρωπος με μυαλό»)
10. περιεχόμενοσπίτι με ωραία επίπλωση»)
11. εναντίωση, εχθρότητα («έχει τσακωθεί με τους δικούς της»)
12. τίμημα ή αμοιβή ή αντιστάθμισμα (α. «με τόσο μικρό μισθό δεν μπορούν να ζήσουν» β. «δεν πουλώ με κέρδος αλλά με ζημιά»)
νεοελλ.
φρ. α) «τρώγονται ο ένας με τον άλλο» — διαπληκτίζονται, τσακώνονται
β) «με τη βοήθεια του Θεού» — μακάρι να βοηθήσει ο Θεός
γ) «το ένα με το άλλο» — κατά μέσο όρο
δ) (για ευχή) «με το καλό» — μακάρι να πας καλά ή να κάνεις κάτι καλά
ε) «ήλθες με την ώρα» — ήλθες έγκαιρα
στ) «με μιας» και συν. «μεμιάς» — αμέσως
ζ) «μέ πήρε με καλό μάτι» — μέ συμπάθησε
η) «με χίλια βάσανα» — ύστερα από πολλούς κόπους
θ) «με λίγα λόγια» — σύντομα, βραχυλογικα
μσν.
σπανίως συντάσσεται και με γενική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση με προήλθε με ανομοιωτική αποβολή της β' συλλαβής της πρόθεσης μετά σε περιπτώσεις που ακολουθούσε το άρθρο τα: μετά τα... > με τα...].