κοπάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(c2)
(cc2)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐκόπασα; ([[κόπος]]); [[properly]], to [[grow]] [[weary]] or [[tired]]; [[hence]] to [[cease]] from [[violence]], [[cease]] [[raging]]: ὁ [[ἄνεμος]] ([[Herodotus]] 7,191), [[Philo]], somn. 2:35).)  
|txtha=1st aorist ἐκόπασα; ([[κόπος]]); [[properly]], to [[grow]] [[weary]] or [[tired]]; [[hence]] to [[cease]] from [[violence]], [[cease]] [[raging]]: ὁ [[ἄνεμος]] ([[Herodotus]] 7,191), [[Philo]], somn. 2:35).)
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kop£zw 可爬索<p>'''詞類次數''':動詞(3)<p>'''原文字根''':打擊 相當於: ([[חָדַל]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自([[κόπος]])=勞累);而 ([[κόπος]])出自([[κόπτω]])*=砍)。參讀 ([[ἀναλύω]])  ([[ἀναπαύω]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(3);太(1);可(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 住了(1) 可6:51;<p>2) 就止住(1) 可4:39;<p>3) 就住了(1) 太14:32
|sngr='''原文音譯''':kop£zw 可爬索<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':打擊 相當於: ([[חָדַל]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自([[κόπος]])=勞累);而 ([[κόπος]])出自([[κόπτω]])*=砍)。參讀 ([[ἀναλύω]])  ([[ἀναπαύω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);太(1);可(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 住了(1) 可6:51;<br />2) 就止住(1) 可4:39;<br />3) 就住了(1) 太14:32
}}
}}

Revision as of 14:01, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπάζω Medium diacritics: κοπάζω Low diacritics: κοπάζω Capitals: ΚΟΠΑΖΩ
Transliteration A: kopázō Transliteration B: kopazō Transliteration C: kopazo Beta Code: kopa/zw

English (LSJ)

aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf.

   A κεκόπακα Hsch.:—grow weary, τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; esp. of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr.935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2; of heat, Longus 1.8.

German (Pape)

[Seite 1482] müde werden u. dah. nachlassen, sich legen; ἄνεμος ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, fallen, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κοπάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, ἀποκάμνω· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, καταπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ ἄνεμος) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· οὕτως ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ θυμός του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).

French (Bailly abrégé)

être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.
Étymologie: κόπος.

English (Strong)

from κόπος; to tire, i.e. (figuratively) to relax: cease.

English (Thayer)

1st aorist ἐκόπασα; (κόπος); properly, to grow weary or tired; hence to cease from violence, cease raging: ὁ ἄνεμος (Herodotus 7,191), Philo, somn. 2:35).)

Greek Monolingual

(ΑM κοπάζω) κόπος
καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῦ πολέμου», ΠΔ
ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ
στ. «κοπάσαντος τοῦ καύματος», Λογγ.).

Greek Monotonic

κοπάζω: μέλ. -άσω, αποδυναμώνομαι, εξασθενώ, εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, κοπάζω, καταλαγιάζω, σε Ηρόδ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

κοπάζω:
1) досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ ἄνεμος Her., NT);
2) опускаться, убывать, падать (ὅτανλίμνη ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.

Middle Liddell

κοπάζω, fut. -άσω
to grow weary: of the wind, to abate, Hdt., NTest.

Chinese

原文音譯:kop£zw 可爬索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打擊 相當於: (חָדַל‎)
字義溯源:困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自(κόπος)=勞累);而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。參讀 (ἀναλύω) (ἀναπαύω)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 住了(1) 可6:51;
2) 就止住(1) 可4:39;
3) 就住了(1) 太14:32