συναπάγω: Difference between revisions
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
(cc2) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synapago | |Transliteration C=synapago | ||
|Beta Code=sunapa/gw | |Beta Code=sunapa/gw | ||
|Definition=[ᾰγ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">lead away with</b> or | |Definition=[ᾰγ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">lead away with</b> or [[together]], τινι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.3.23</span>: abs., <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>5.1.23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">carry off with</b>, οἱ γλυκεῖς οἶνοι . . οὐ συναπάγουσιν ἑαυτοῖς τοὺς χολώδεις χυμούς Gal.15.638. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., <b class="b3">τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς</b> <b class="b2">arrested with</b> us, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>640.14</span> (iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">to be led away likewise</b>, Ep.Gal.2.13, <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Pet.</span> 3.17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> = [[συμπεριφέρομαι]] (συμπεριφέρω <span class="bibl">11.3</span>), <span class="bibl"><span class="title">Ep.Rom.</span>12.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:06, 28 June 2020
English (LSJ)
[ᾰγ],
A lead away with or together, τινι X.Cyr.8.3.23: abs., Id.HG5.1.23. 2 carry off with, οἱ γλυκεῖς οἶνοι . . οὐ συναπάγουσιν ἑαυτοῖς τοὺς χολώδεις χυμούς Gal.15.638. II Pass., τοὺς συναπαχθέντας ἡμῖν γεωργούς arrested with us, PCair.Zen.640.14 (iii B.C.). 2 metaph., to be led away likewise, Ep.Gal.2.13, 2 Ep.Pet. 3.17. 3 = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω 11.3), Ep.Rom.12.16.
German (Pape)
[Seite 1001] (s. ἄγω), mit, zugleich ab- oder wegführen, Xen. Cyr. 8, 3, 23 Hell. 5, 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
συναπάγω: μέλλ. -ξω, ἀπάγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τινὶ Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 23· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 1, 23. ΙΙ. παθ., ἀπάγομαι, ἀποπλανῶμαι ὁμοίως, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 13., Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 17. 2) μεταφ., = συμπεριφέρομαι (συμπεριφέρω ΙΙ. 3), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 16.
French (Bailly abrégé)
emmener ou détourner avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπάγω.
English (Strong)
from σύν and ἀπάγω; to take off together, i.e. transport with (seduce, passively, yield): carry (lead) away with, condescend.
English (Thayer)
passive, present participle συναπαγόμενος; 1st aorist συναπηχθην; to lead away with or together: ἵππον, Xenophon, Cyril 8,3, 23; τριηρεις, Hell. 5,1, 23; τόν λαόν μεθ' ἑαυτοῦ, the Sept. to be carried away with: with the dative of the thing, i. e. by a thing, so as to experience with others the force of that which carries away (Zosimus (490 A.D.>) hist. 5,6, 9 αὐτῇ ἡ Σπάρτη συναπηγετο τῇ κοινῇ τῆς Ἑλλάδος ἁλωσει), to follow the impulse of a thing to what harmonizes with it, τοῖς ταπεινοῖς (opposed to τά ὑψηλά φρονεῖν), i. e. to yield or submit oneself to lowly things, conditions, employments, — not to evade their power, Romans 12:16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἀπάγω
νεοελλ.
μεταφέρω μαζί μου με τη βία
μσν.-αρχ.
οδηγώ κάποιον μαζί με άλλους (α.«συναπήχθη τοῑς πατριώταις εἰς Σικελίαν αἰχμάλωτος», Νικ. Χων.
β. «ἵππον ἔδωκε... καὶ ἐκέλευσε τῶν σκηπτούχων τινὰ συναπάγειν αὐτῷ ὅποι κελεύσετε», Ξεν.)
αρχ.
1. παρασύρω συγχρόνως
2. μέσ. συναπάγομαι
συμπεριφέρομαι όπως κάποιος άλλος («μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῡντες, ἀλλὰ τοῑς ταπεινοῑς συναπαγόμενοι», ΚΔ)
3. παθ. α) συλλαμβάνομαι μαζί με κάποιον
β) παρασύρομαι, παραπλανώμαι μαζί με άλλον («ἵνα μὴ τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέσητε τοῡ ἰδίου στηριγμοῡ», ΚΔ).
Greek Monotonic
συναπάγω: μέλ. -ξω,
I. οδηγώ κάτι μακριά από κοινού με κάποιον, απάγω, απομακρύνω μαζί με, με δοτ., σε Ξεν.· απόλ., στον ίδ.
II. 1. Παθ., απάγομαι, απομακρύνομαι ομοίως, σε Καινή Διαθήκη
2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι σε κάτι, με δοτ., στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰπάγω: (ᾰγ)
1) вести вслед (τὸν ἵππον τινί Xen.);
2) уводить прочь, отводить (τῶν τριήρων τρεῖς Xen.);
3) pass. следовать, подражать (τοῖς ταπεινοῖς NT);
4) увлекать, соблазнять (συναπαχθῆναι τῇ ὑποκρίσει τινός NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απάγω act. geleiden, wegleiden, meeleiden; met acc. en dat. iets met iem.. ( ἵππον ) συναπαγαγεῖν αὐτῷ ὅπῃ κελεύσειε om het paard met hem mee weg te leiden waarheen hij maar beval Xen. Cyr. 8.3.23. pass. overdr. omgaan (met), zich houden bij, met dat.: τοῖς ταπεινοῖς met gewone mensen NT Rom. 12.16. zich laten meeslepen, met dat.: συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει hij liet zich meeslepen door hun huichelarij NT Gal. 2.13; τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ op de wegen van de wettelozen NT 2 Pet. 3.17.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to lead away with another, c. dat., Xen.; absol., Xen.
II. Pass. to be led away likewise, NTest.
2. to accommodate oneself to a thing, c. dat., NTest.
Chinese
原文音譯:sunap£gw 尋-阿爬哥
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-從-帶領 相當於: (יָקַח / לָקַח / קָח)
字義溯源:一同離開,牽引,牽引去,俯就,深受別人影響;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀπάγω)=離開)組成,而 (ἀπάγω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,離)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(3);羅(1);加(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 牽引去(1) 彼後3:17;
2) 所牽引(1) 加2:13;
3) 俯就(1) 羅12:16