πειθαρχία: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peitharchia | |Transliteration C=peitharchia | ||
|Beta Code=peiqarxi/a | |Beta Code=peiqarxi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[obedience to command]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>224</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 676</span>, <span class="bibl">Isoc.12.115</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>538e</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:41, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A obedience to command, A.Th.224, S.Ant. 676, Isoc.12.115, Pl.R.538e.
German (Pape)
[Seite 543] ἡ, Gehorsam; Aesch. Spt. 206; Soph. Ant. 672; Plat. Rep. VII, 538 e.
Greek (Liddell-Scott)
πειθαρχία: ἡ, τὸ πειθαρχεῖν, ὑπακούειν, ὑπακοή, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ἀντ. 676, Ἰσοκρ. 256C, Πλάτ. Πολ. 538Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
obéissance.
Étymologie: πείθαρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πείθαρχος
το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή («πειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» — η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό σε κάθε ανώτερο του σε θέματα που αφορούν εκτέλεση υπηρεσίας
β) «πειθαρχία πορείας»
στρατ. η ακριβής συμμόρφωση στρατιωτικών τμημάτων που πορεύονται στις διατάξεις του κανονισμού πορείας, για να αποφευχθούν ανωμαλίες και δυσάρεστες καταστάσεις
γ) «πειθαρχία πυρός»
στρατ. η πιστή τήρηση τών διαταγών και τών κανόνων για την εκτέλεση βολής από τους πυροβολητές κατά τον βομβαρδισμό ενός στόχου
δ) «τυφλή πειθαρχία» — πλήρης και χωρίς όρους υπακοή σε κάποιον ή σε κάτι, υποταγή.
Greek Monotonic
πειθαρχία: ἡ, υπακοή σε διαταγή, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πειθαρχία: ἡ послушание, повиновение Aesch., Soph., Isocr., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθαρχία -ας, ἡ [πείθαρχος] gehoorzaamheid aan het gezag.