περίβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perivolos
|Transliteration C=perivolos
|Beta Code=peri/bolos
|Beta Code=peri/bolos
|Definition=ον, (περιβάλλω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[compassing]], [[encircling]], στέφεα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span> 1477</span> (lyr.) ; κάνναι <span class="bibl">Pherecr.63</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst. <b class="b3">περίβολος, ὁ,</b> = [[περιβολή]], ἐχίδνης περίβολοι [[spires]] or [[coils]] of a serpent, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>993</span>: in pl., <b class="b3">π. λάϊνοι</b>, of a tomb, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>1141</span> : sg., [[enclosing wall]], <span class="bibl">Hdt.1.181</span> ; of a town [[wall]], <span class="bibl">Th.1.89</span> ; <b class="b3">ἐν οἰκείῳ π</b>. in [[a cage]] of his own, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>197c</span> ; of the body as [[the case]] of the soul, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>400c</span> ; περίβολοι οἰκήσεων <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>548a</span> ; [[wall]] of the heart, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Cord.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[area enclosed]], [[enclosure]], π. νεωρίων <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1530</span> ; <b class="b3">ὁ τῆς πόλεως π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>759a</span> ; ἀμπελώνων <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.28.13</span> (ii B.C.); of a temple, [[precinct]], π. ἱεροῦ <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span> 50.2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">2 Ma.</span>6.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">4 Ma.</span>4.11</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.11.5</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.54</span> ; <b class="b3">ὁ τῶν Ὡρῶν π</b>. <span class="title">BMus.Inscr.</span>1044 (Attaleia): metaph., πρόθυρα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> neut., <b class="b3">περίβολα πυρὶ φλεγόμενα</b> fire-[[balls]], <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>27</span>.</span>
|Definition=ον, (περιβάλλω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[compassing]], [[encircling]], στέφεα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span> 1477</span> (lyr.) ; κάνναι <span class="bibl">Pherecr.63</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst. <b class="b3">περίβολος, ὁ,</b> = [[περιβολή]], ἐχίδνης περίβολοι [[spires]] or [[coils]] of a serpent, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>993</span>: in pl., <b class="b3">π. λάϊνοι</b>, of a tomb, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>1141</span> : sg., [[enclosing wall]], <span class="bibl">Hdt.1.181</span> ; of a town [[wall]], <span class="bibl">Th.1.89</span> ; <b class="b3">ἐν οἰκείῳ π</b>. in [[a cage]] of his own, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>197c</span> ; of the body as [[the case]] of the soul, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>400c</span> ; περίβολοι οἰκήσεων <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>548a</span> ; [[wall]] of the heart, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Cord.</span>4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[area enclosed]], [[enclosure]], π. νεωρίων <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1530</span> ; <b class="b3">ὁ τῆς πόλεως π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>759a</span> ; ἀμπελώνων <span class="bibl"><span class="title">PGrenf.</span>2.28.13</span> (ii B.C.); of a temple, [[precinct]], π. ἱεροῦ <span class="bibl">LXX <span class="title">Si.</span> 50.2</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">2 Ma.</span>6.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">4 Ma.</span>4.11</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.11.5</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.54</span> ; <b class="b3">ὁ τῶν Ὡρῶν π</b>. <span class="title">BMus.Inscr.</span>1044 (Attaleia): metaph., πρόθυρα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> neut., <b class="b3">περίβολα πυρὶ φλεγόμενα</b> fire-[[balls]], <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>27</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:20, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίβολος Medium diacritics: περίβολος Low diacritics: περίβολος Capitals: ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: períbolos Transliteration B: peribolos Transliteration C: perivolos Beta Code: peri/bolos

English (LSJ)

ον, (περιβάλλω)    A compassing, encircling, στέφεα E.IA 1477 (lyr.) ; κάνναι Pherecr.63.    II as Subst. περίβολος, ὁ, = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι spires or coils of a serpent, E.Ion993: in pl., π. λάϊνοι, of a tomb, Id.Tr.1141 : sg., enclosing wall, Hdt.1.181 ; of a town wall, Th.1.89 ; ἐν οἰκείῳ π. in a cage of his own, Pl.Tht.197c ; of the body as the case of the soul, Id.Cra.400c ; περίβολοι οἰκήσεων Id.R.548a ; wall of the heart, Hp.Cord.4.    2 area enclosed, enclosure, π. νεωρίων E.Hel.1530 ; ὁ τῆς πόλεως π. Pl.Lg.759a ; ἀμπελώνων PGrenf.2.28.13 (ii B.C.); of a temple, precinct, π. ἱεροῦ LXX Si. 50.2, cf. 2 Ma.6.4, 4 Ma.4.11, J.AJ15.11.5, Porph.Abst.2.54 ; ὁ τῶν Ὡρῶν π. BMus.Inscr.1044 (Attaleia): metaph., πρόθυρα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν Plu.Sol.32.    III neut., περίβολα πυρὶ φλεγόμενα fire-balls, Tim.Pers.27.

German (Pape)

[Seite 571] ὁ, das Umgebende, Einschluß, Gehäge; Eur. Troad. 1141; θώρακ' ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον, Ion 993; auch adjectivisch, στέφεα περίβολα, I. A. 1477; – Mauern, Thuc. 1, 89. 90 und öfter, wie Plat. ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a; οἰκήσεων, Rep. VIII, 548 a, u. sonst; Folgde, πόλις κατὰ τὸ περίβολον οὐ μεγάλη, Pol. 4, 65, 3, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περίβολος: -ον, (περιβάλλω) ὁ περιτιθέμενος, φορούμενος, στέφεα Εὐρ. Ι. Α. 1477· περιβεβλημένος, περιπεφραγμένος, σκηνὴ

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui entoure.
Étymologie: περιβάλλω.
2ου (ὁ) :
enceinte :
1 rempart, retranchement;
2 enceinte ou circuit d’une maison, d’un sanctuaire.
Étymologie: περίβολος¹.

Greek Monolingual

ο / περίβολος, -ον, ΝΜΑ περιβάλλω
νεοελλ.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ.
1. τείχισμα χτισμένο για να περιορίζει μια έκταση γης, φράγμα ή τοίχος που περικλείει έναν χώρο, περιτοίχισμα
2. περιφραγμένος χώρος, κλεισμένος ολόγυρα χώρος, μάντρα
3. οχύρωμα γύρω από πόλη ή από φρούριο
αρχ.
1. αυτός που περιβάλλει, που περιτριγυρίζει κάτι, αυτός που έχει τοποθετηθεί ολόγυρα από κάτι
2. το αρσ. ως ουσ. α) περιβολή, κάλυμμα, αμφίεση, ένδυμα
β) περίβλημα
γ) περίφραγμα
δ) το περικάρδιο
ε) ολόκληρο το έδαφος όπου βρίσκεται ο ναός και γύρω από αυτόν («ἐθεμελιώθη... ανάλημμα ὑψηλὸν περιβόλου ἱερού», ΠΔ)
στ) (στον εν. και πληθ.) τα τείχη της πόλης
ζ) στον πληθ. οι σπείρες φιδιού
η) τάφος
θ) μτφ. (κατά τον Πλάτ.) το σώμα, που περιβάλλει την ψυχή
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίβολον
περιτύλιγμα («περίβολα πυρὶ φλεγόμενα» — πύρινες σφαίρες, Τιμόθ.).

Greek Monotonic

περίβολος: -ον (περιβάλλω),
I. περιβεβλημένος, περιφραγμένος, περικυκλωμένος, σε Ευρ.
II. 1. ως ουσ. περίβολος, , = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι, το δηλητήριο ή το κουλούριασμα του ερπετού, στον ίδ.· στον πληθ., τα τείχη γύρω από την πόλη, σε Ηρόδ., Ευρ.· ομοίως στον ενικ., σε Θουκ.
2. περίφραγμα, περιφέρεια, περίμετρος, περίβολος νεωρίων, σε Ευρ.· λέγεται για ναό, περίβολος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περίβολος: II
1) стена, ограда (τῆς πόλεως Plat.);
2) (закрытое) помещение: ἐν οἰκείῳ περιβόλῳ Plat. у себя дома;
3) очертание, объем, размеры (πόλις κατὰ τὸν περίβολον οὐ μεγάλη Polyb.);
4) пределы, территория (νεωρίων Eur.);
5) круг, извив (ἐχίδνης περίβολοι Eur.).
окаймляющий, обвивающий (голову) (στέφεα περίβολα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίβολος -ον [περιβάλλω] eromheen lopend.
περίβολος -ου, ὁ [περιβάλλω] ommuring:; τὰ βασιλήια περιβόλῳ μεγάλῳ het paleis met een grote ommuring Hdt. 1.181.2; overdr.. περίβολοι λάϊνοι stenen graf Eur. Tr. 1141; τοῦτον δὲ περίβολον ἔχειν ἵνα σῷζηται en dat (de ziel) dit als omheining heeft om veilig te blijven Plat. Crat. 400c. omheinde ruimte:. σῶν περίβολον νεωρίων de omheinde ruimte van jouw scheepswerf Eur. Hel. 1530. kronkeling:. θώρακ ’ ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον een harnas voorzien van een kronkelende slang Eur. Ion 993.

Middle Liddell

περίβολος, ον, περιβάλλω
I. going round, compassing, encircling, Eur.
II. as Subst., περίβολος = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι the spires or coils of a serpent, Eur.; in pl. walls round a town, Hdt., Eur.; so in sg., Thuc.
2. an enclosure, circuit, compass, π. νεωρίων Eur.; of a temple, the precincts, Plut.

English (Woodhouse)

case, circuit, circumference, coil, compass, cover, covering, something that encompasses, that which encloses anything

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)