τρυφερός: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tryferos | |Transliteration C=tryferos | ||
|Beta Code=trufero/s | |Beta Code=trufero/s | ||
|Definition=ά, όν, <span class="sense" | |Definition=ά, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[delicate]], [[dainty]], αὐχήν <span class="bibl">Batr.66</span>; πλόκαμος <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span> 150</span> (lyr.); <b class="b3">χεῖρες, χρώς, σάρξ</b>, <span class="title">AP</span>5.65 (Rufin.), <span class="bibl">150</span> (Mel.), <span class="bibl">12.136</span>; of a [[soft]] material, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1080.19</span> (iii A. D.); of almonds, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>277</span>; of fish, [[tender]], [[soft-fleshed]], Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.5</span> (Comp.), <span class="bibl">Sor.2.15</span> (Comp.); of an infant, <span class="bibl">Id.1.82</span>: τὸ τ. [[dainty softness]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>901</span> (lyr.); Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος, γυίων -ωτάτη ἕδρα <span class="bibl">Critias 2</span>; ὀθόνια <span class="bibl">Sor. 1.49</span>; [[τελαμῶνες]] ib.<span class="bibl">83</span>; φύλλα -ώτερα Dsc.2.161:—<b class="b3">τρυφερόν, τό,</b> name of a medicine, Gal. 12.757, cf. 844. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of persons, their life and habits, [[effeminate]], [[luxurious]], [[voluptuous]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>551</span> (Comp.), etc.; ἡ τ. Ἰωνία <span class="bibl">Call.Com.5</span> (anap.); ἡ τ. Αέσβος <span class="bibl">Antiph.174.5</span> (lyr.); τ. βίῳ σύνεστιν <span class="bibl">Men.<span class="title">Kith.Fr.</span>1.9</span>; τ. τρόποι <span class="bibl">Pl.Com.178</span>: <b class="b3">τὸ τ</b>. [[effeminacy]], ἐς τὸ -ώτερον μετέστησαν <span class="bibl">Th.1.6</span>. Adv., ἀκολάστως καὶ -ρῶς ζην <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1269b23</span>: neut. as Adv., τρυφερόν τι διασαλακώνισον [[voluptuously]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1169</span>; <b class="b3">τ. καλέειν</b> call [[softly]], <span class="bibl">Theoc.20.7</span>, cf. <span class="bibl">21.18</span>: Comp. -ώτερον [[more wantonly]], <span class="bibl">D.C.60.31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:15, 12 December 2020
English (LSJ)
ά, όν, A delicate, dainty, αὐχήν Batr.66; πλόκαμος E.Ba. 150 (lyr.); χεῖρες, χρώς, σάρξ, AP5.65 (Rufin.), 150 (Mel.), 12.136; of a soft material, BGU1080.19 (iii A. D.); of almonds, Arist.Fr.277; of fish, tender, soft-fleshed, Xenocr. ap. Orib.2.58.5 (Comp.), Sor.2.15 (Comp.); of an infant, Id.1.82: τὸ τ. dainty softness, Ar.Ec.901 (lyr.); Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος, γυίων -ωτάτη ἕδρα Critias 2; ὀθόνια Sor. 1.49; τελαμῶνες ib.83; φύλλα -ώτερα Dsc.2.161:—τρυφερόν, τό, name of a medicine, Gal. 12.757, cf. 844. II of persons, their life and habits, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar.V.551 (Comp.), etc.; ἡ τ. Ἰωνία Call.Com.5 (anap.); ἡ τ. Αέσβος Antiph.174.5 (lyr.); τ. βίῳ σύνεστιν Men.Kith.Fr.1.9; τ. τρόποι Pl.Com.178: τὸ τ. effeminacy, ἐς τὸ -ώτερον μετέστησαν Th.1.6. Adv., ἀκολάστως καὶ -ρῶς ζην Arist. Pol.1269b23: neut. as Adv., τρυφερόν τι διασαλακώνισον voluptuously, Ar.V.1169; τ. καλέειν call softly, Theoc.20.7, cf. 21.18: Comp. -ώτερον more wantonly, D.C.60.31.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, τρυφερός, ἁπαλός, ἁβρός, αὐχὴν Βατραχομ. 66· πλόκαμος Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, χρώς, σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἡ τρυφερὰ μαλακότης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ ἁβρός, ἁβροδίαιτος, Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ καλλιτράπεζος Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον ὄργανον τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ τρυφερότης, ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
délicat, tendre :
1 au phys.
2 au mor. mou, efféminé ; τὸ τρυφερόν la mollesse ; avec un inf. : τρυφερὸς ἀνέχεσθαι παρρησίας PLUT trop mou pour supporter la franchise ; adv. • τρυφερόν mollement, faiblement;
Cp. τρυφερώτερος.
Étymologie: θρύπτω ; cf. τρυφή.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυφερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω», Σολωμ.
β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ.
γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα» β. «τρυφεροῑσι τρόποις», Πλούτ.)
β) λεπτός, αδύνατος
νεοελλ.
1. μτφ. α) ευαίσθητος («έχει τρυφερή ψυχή»)
β) ερωτικός («της έδωσε ένα τρυφερό φιλί»)
2. λεπτοκαμωμένος, αδύναμος, ευπρόσβλητος («τρυφερή ηλικία» — η παιδική ηλικία)
3. παροιμ. «όσο είναι βέργα τρυφερή τή σιάζεις όπως θέλεις» — δηλώνει ότι η αγωγή τελεσφορεί κατά την παιδική ηλικία
αρχ.
1. (για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τών ανθρώπων) μαλθακός, τρυφηλός
2. (για πράγμ.) ευχάριστος
3. (για ψάρια) φρέσκος
4. (για άλογα) ευπειθής, πειθήνιος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυφερόν
α) η ιδιότητα του μαλακού («τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐκπέφυκε τοῑς ἁπαλοῑσι μηροῑς», Αριστοφ.)
β) μαλθακότητα, τρυφηλότητα («ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν», Θουκ.)
γ) ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος
δ) (με επιρρμ. σημ.) με μειλίχιο τρόπο («ὡς τρυφερὸν λαλέεις», Θεόκρ.).
επίρρ...
τρυφερά / τρυφερῶς, ΝΜΑ
νεοελλ.
μτφ. με στοργή, με αγάπη
αρχ.
με τρυφηλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + κατάλ. -ερός (πρβλ. γλυκ-ερός, θαλ-ερός)].
Greek Monotonic
τρῠφερός: -ά, -όν, (τρυφή)·
I. τρυφερός, απαλός, αβρός, σε Ευρ., Ανθ.
II. λέγεται για πρόσωπα, θηλυπρεπής, πολυτελής, φιλήδονος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ τρυφερόν, θηλυπρέπεια, ἐς τὸ τρυφερώτερον, σε πιο θηλυπρεπείς συνήθειες, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ. τρυφερόν, φιλήδονα, σε Αριστοφ. τρυφερὸν λαλεῖν, μιλάω τρυφερά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφερός:
1) нежный (αὐχήν Batr.; χρώς Anth.);
2) роскошный, пышный (πλόκαμος Eur.; βίος Men.; ἐσθής Diod.). - см. тж. τρυφερόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυφερός -ά -όν [τρυφή] week, zacht, teer:; τρυφερὸν πλόκαμον zachte haarvlecht Eur. Ba. 150; overdr. verwend, in weelde levend:; τρυφερώτερον ζῷον een verwender wezen Aristoph. Ve. 551; subst. τὸ τρυφερόν zachtheid:; τὸ τρυφερὸν... ἐμπέφυκε τοῖς ἁπαλοῖσι μηροῖς zachtheid zit tussen hun tere dijen Aristoph. Eccl. 901; n. adv.: τρυφερόν τι διασαλακώνισον loop een beetje deftig heupwiegend Aristoph. Ve. 1169.
Middle Liddell
τρῠφερός, ή, όν τρυφή
I. delicate, dainty, Eur., Anth.
II. of persons, effeminate, luxurious, voluptuous, Ar., etc.:— τὸ τρυφερόν effeminacy, ἐς τὸ τρυφερώτερον to more effeminate habits, Thuc.:—neut. as adv., τρυφερόν voluptuously, Ar.; τρ. λαλεῖν to speak softly, Theocr.
English (Woodhouse)
effeminate, fastidious, luxurious, self-indulgent, wanton, lax morally, wanton