ὀϊζυρός: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oizyros
|Transliteration C=oizyros
|Beta Code=o)i+zuro/s
|Beta Code=o)i+zuro/s
|Definition=Att. οἰζῠρός (trisyll.), ά, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[woeful]], [[miserable]], in Hom. mostly of persons, <span class="bibl">Il.1.417</span>, al. ; ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν <span class="bibl">13.569</span>, cf. <span class="bibl">Od.4.197</span> ; <b class="b3">ᾠζύρ'</b> you <b class="b2">wretch!</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1641</span> : less freq. of actions, conditions, etc., [[toilsome]], [[dreary]], παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο <span class="bibl">Il.3.112</span> ; παύσατ' ὀϊζυροῖο γόοιο <span class="bibl">Od.8.540</span> ; ὀϊζυραὶ νύκτες <span class="bibl">11.182</span>, etc. ; also, [[sorry]], [[wretched]], [[poor]], κώμη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>639</span> ; διαίτην ἔχειν ὀϊζυρήν <span class="bibl">Hdt.9.82</span>. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Q.S.3.363</span>.—Not used by Trag., nor in early Att. Prose. <b class="b3">[ὀϊζῡ</b>- in Hom. (v. supr.) ; <b class="b3">οἰζῠ-</b> in Att., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>655</span>, <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>1641</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>1504</span>, <span class="bibl">1514</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>948</span> : Comp. ὀϊζῡρώτερος <span class="bibl">Il.17.446</span> : Sup. ὀϊζῡρώτατος <span class="bibl">Od.5.105</span>.]</span>
|Definition=Att. οἰζῠρός (trisyll.), ά, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[woeful]], [[miserable]], in Hom. mostly of persons, <span class="bibl">Il.1.417</span>, al. ; ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν <span class="bibl">13.569</span>, cf. <span class="bibl">Od.4.197</span> ; <b class="b3">ᾠζύρ'</b> you <b class="b2">wretch!</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1641</span> : less freq. of actions, conditions, etc., [[toilsome]], [[dreary]], παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο <span class="bibl">Il.3.112</span> ; παύσατ' ὀϊζυροῖο γόοιο <span class="bibl">Od.8.540</span> ; ὀϊζυραὶ νύκτες <span class="bibl">11.182</span>, etc. ; also, [[sorry]], [[wretched]], [[poor]], κώμη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>639</span> ; διαίτην ἔχειν ὀϊζυρήν <span class="bibl">Hdt.9.82</span>. Adv. -ρῶς <span class="bibl">Q.S.3.363</span>.—Not used by Trag., nor in early Att. Prose. <b class="b3">[ὀϊζῡ</b>- in Hom. (v. supr.) ; <b class="b3">οἰζῠ-</b> in Att., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>655</span>, <span class="bibl"><span class="title">Av.</span>1641</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span>1504</span>, <span class="bibl">1514</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>948</span> : Comp. ὀϊζῡρώτερος <span class="bibl">Il.17.446</span> : Sup. ὀϊζῡρώτατος <span class="bibl">Od.5.105</span>.]</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:32, 13 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀϊζῡρός Medium diacritics: ὀϊζυρός Low diacritics: οϊζυρός Capitals: ΟΪΖΥΡΟΣ
Transliteration A: oïzyrós Transliteration B: oizyros Transliteration C: oizyros Beta Code: o)i+zuro/s

English (LSJ)

Att. οἰζῠρός (trisyll.), ά, όν,    A woeful, miserable, in Hom. mostly of persons, Il.1.417, al. ; ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν 13.569, cf. Od.4.197 ; ᾠζύρ' you wretch! Ar.Av.1641 : less freq. of actions, conditions, etc., toilsome, dreary, παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Il.3.112 ; παύσατ' ὀϊζυροῖο γόοιο Od.8.540 ; ὀϊζυραὶ νύκτες 11.182, etc. ; also, sorry, wretched, poor, κώμη Hes.Op.639 ; διαίτην ἔχειν ὀϊζυρήν Hdt.9.82. Adv. -ρῶς Q.S.3.363.—Not used by Trag., nor in early Att. Prose. [ὀϊζῡ- in Hom. (v. supr.) ; οἰζῠ- in Att., Ar.Nu.655, Av.1641, V.1504, 1514, Lys.948 : Comp. ὀϊζῡρώτερος Il.17.446 : Sup. ὀϊζῡρώτατος Od.5.105.]

German (Pape)

[Seite 298] att. οἰζυρός, jammervoll, elend, unglücklich; von Menschen, ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων, Il. 1, 417, oft allgemeines Beiwort der Sterblichen, ὀϊζυροὶ βροτοί, 13, 569 Od. 4, 197; von Sachen, wie πόλεμος, Il. 3, 112, γόος, Od. 8, 540, νύκτες, 11, 182 u. öfter, traurige Nächte; κώμη, ein trauriger Wohnort, Hes. O. 641; Ar. s. unten; ὀϊζυρὴν ἔχοντες διαίτην, Her. 9, 82; Sp. – Adv. ὀϊζυρῶς, Qu. Sm. 3, 363. 481. – Bei Hom. ist υ stets lang, bei Ar. in der dreisylbigen Form immer kurz, Nubb. 645 Vesp. 1504. 1514 Av. 1641 Lys. 948. Daher heißt wohl der compar. bei Hom. unregelmäßig ὀϊζυρώτερον, Il. 17, 446, wie der superl. ὀϊζυρώτατος, Od. 5, 105.

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊζῡρός: Ἀττ. οἰζῠρός, (ὡς τρισύλλ., ἴδε ἐν τέλ.), ά, όν· - ἄθλιος, ἀξιολύπητος, ἀξιοδάκρυτος, ἐλεεινός, παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· ὡσαύτως ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῶν θνητῶν, Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Ν. 569, πρβλ. Ὀδ. Δ. 197· σπανιώτερον ἐπὶ ἐνεργειῶν, καταστάσεων, κτλ. κοπιώδης, ἀνιαρός, χαλεπός, παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Ἰλ. Γ. 112· παύσατ’ ὀϊζυροῖο γόοιο Ὀδ. Θ. 540· νύκτες ὀϊζυραὶ Λ. 182, κτλ· ὡσαύτως, δυστυχής, ἄθλιος, ἐλεινός, κώμη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· ὀϊζυρὴν ἔχει δίαιταν Ἡρόδ. 9. 82· πρβλ. ὀΐζυος· - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 363.
Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. [Ἄν καὶ πάντοτε ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ, ὅμως σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. χάριν τοῦ μέτρου, ὀϊζῡρώτερος, -ώτατος, ἀντὶ -ότερος, -ότατος, ὡς κακοξεινώτερος, λᾱρώτατος, Ἰλ. Ρ. 446, Ὀδ. Ε. 105˙ ― ὁ Ἀριστοφ. ἀείποτε ἔχει οἰζῠρός, Νεφ. 655, Ὄρν. 1641, Σφ. 1504, 1514, Λυσ. 948, ― ἡ ποσότης αὕτη ἰδιάζει ἴσως εἰς τὸν τρισύλλ. τύπον.]

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lamentable, pénible;
Cp. οἰζυρώτερος, Sp. οἰζυρώτατος.
Étymologie: οἰζύς.

Greek Monolingual

ὀϊζυρός και, αττ. τ., οἰζυρός, -ά, -όν (Α)
1. (συν. στον Ομ.) άθλιος, αξιολύπητος, δυστυχής
2. γενική προσωνυμία τών θνητών («Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῑσι βροτοῑσιν», Ομ. Ιλ.)
3. (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυστυχία, ταλαιπωρία (α. «παύσασθαι ὀϊζυροῡ πολέμοιο», Ομ. Ιλ.
β. «ὀϊζυρὸς γόος», Ομ. Οδ.
γ. «ἐξ ὀϊζυρῆς ἐργασίης», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ὀϊζυρῶς (Α)
αθλίως, ελεεινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊζύς «αθλιότητα» + επίθημαρός (πρβλ. ισχύς: ισχυρός)].

Greek Monotonic

ὀϊζῡρός: Αττ. οἰζῠρός (ως τρισύλ.), -ά, -όν, δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος, ελεεινός, ταλαίπωρος, σε Όμηρ.· αναφερόμενο σε περιστάσεις, ταραχώδης, φοβερός, δύσκολος, στον ίδ.· επίσης, εξαθλιωμένος, κακόμοιρος, δυστυχής, σε Ηρόδ. (παρότι ο Όμηρος έχει , σχηματίζει συγκρ. και υπερθ., χάριν του μέτρου, ὀϊζυρώτερος, -ώτατος αντί -ότερος, -ότατος).

Russian (Dvoretsky)

ὀϊζῡρός: атт. οἰζῠρός 3
1) злополучный, несчастный (βροτοί Hom.);
2) печальный, горестный, скорбный (γόος, νύκτες Hom.);
3) неприятный, тягостный (κώμη Hes.; πόλεμος Hom.);
4) скудный, жалкий (δίαιτα Her.).