κεντρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kentrizo
|Transliteration C=kentrizo
|Beta Code=kentri/zw
|Beta Code=kentri/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κεντέω]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>11.6</span>: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>8.24</span>; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; [[stimulate]], τὰ σώματα <span class="bibl">Sor.2.54</span>:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.7.12</span>; ὑπὸ πάθους <span class="bibl">Ph. 2.386</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κεντέω]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>11.6</span>: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>8.24</span>; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; [[stimulate]], τὰ σώματα <span class="bibl">Sor.2.54</span>:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.7.12</span>; ὑπὸ πάθους <span class="bibl">Ph. 2.386</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:25, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίζω Medium diacritics: κεντρίζω Low diacritics: κεντρίζω Capitals: ΚΕΝΤΡΙΖΩ
Transliteration A: kentrízō Transliteration B: kentrizō Transliteration C: kentrizo Beta Code: kentri/zw

English (LSJ)

A = κεντέω, X.Eq.11.6: metaph., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα Id.Smp.8.24; ἔπαινος κ. Plu.2.84c; stimulate, τὰ σώματα Sor.2.54:—Pass., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονικίας X.Cyr.8.7.12; ὑπὸ πάθους Ph. 2.386.

German (Pape)

[Seite 1418] (das κέντρον gebrauchen), = κεντέω; Xen. de re equ. 11, 6; oft übertr., κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς φιλονεικίας, angestachelt, Cyr. 8, 7, 12; von der Liebe, Conv. 8, 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίζω: μέλλ. -ίσω, = κεντέω, διὰ τοῦ κέντρου ἀναγκάζω τινὰ νὰ προχωρῇ, Ξεν. Ἱππ. 11. 6· μεταφορ., ἔρως κ. εἰς ἔρωτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 8. 24· ἔπαινος κ. Πλούτ. 2. 84C.- Παθ., κεντρίζεσθαι ὑπὸ φιλονεικίας Ξεν. Κύρ. 8. 7, 12. ΙΙ. ἐγκεντρίζω, ἐμβολίζω, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

aiguillonner.
Étymologie: κέντρον.

Greek Monolingual

(ΑΜ κεντρίζω) κέντρον
1. αναγκάζω κάποιον ή κάτι να προχωρεί κεντρίζοντας, τσιμπώντας ή αγκυλώνοντάς το με αιχμηρό όργανο («κεντρίζω το άλογο»)
2. (για μέλισσες ή σφήκες) τσιμπώ με το κεντρί
3. μτφ. παρακινώ, εξάπτω, διεγείρω («μού κέντρισε την περιέργεια»)
4. (σχετικά με φυτά) κεντρώνω, μπολιάζω.

Greek Monotonic

κεντρίζω: μέλ. —ίσω = κεντέω, κεντρίζω, τρυπώ, κεντώ, τσιμπώ, σε Ξεν.· μεταφ., ἔρως κ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κεντρίζω:
1) подгонять стрекалом, подстегивать (τινά Xen.);
2) подстрекать, побуждать, поощрять (εἰς ἔρωτα Plat.; νύττειν καὶ κ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεντρίζω [κέντρον] pass. overdr. gestimuleerd worden:. κεντριζόμενος ὑπὸ τῆς... φιλονικίας gestimuleerd door zijn eerzucht Xen. Cyr. 8.7.12.

Middle Liddell

κεντρίζω,
to prick, goad or spur on, Xen.; metaph., ἔρως κ. Xen. = κεντέω,]