φημίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fimizo | |Transliteration C=fimizo | ||
|Beta Code=fhmi/zw | |Beta Code=fhmi/zw | ||
|Definition=aor. <span class="sense"> | |Definition=aor. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἐφήμισα A. (v. infr.), E. (v. infr.), Ep. subj. -ίξω <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>764</span>, Dor. [[ἐφάμιξα]] (κατ-) <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>6.56</span>:—Med., aor. ἐφημισάμην A. (v. infr.), Ep. -ιξάμην <span class="bibl">D.P.90</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>3.276</span>:—Pass., fut. φημισθήσομαι Lyc.1082: aor. ἐφημίσθην Plu.2.264d, etc.: pf. πεφήμισμαι <span class="bibl">Str.1.2.12</span>: (φήμη). </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> [[prophesy]], [[utter]], ᾗ καὶ Αοξίας ἐφήμισε <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>558</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[spread a report]], φήμην φ. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>764</span>; διαβολάς <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.23.2</span>, cf. <span class="bibl">Q.S.13.538</span>, etc.:—Pass., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Plu. l.c., cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.29.4</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Peripl.M.Eux.</span>6</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGiss.</span>19.4</span> (ii A. D.); Μίνως ὀαριστὴς τοῦ Διὸς ἐφημίσθη εἶναι <span class="bibl">Plot.6.9.7</span>: abs., to [[be slandered]], Supp.Epigr.4.648.12 (Lydia, ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[call]], [[name]], τινά τι <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.14</span>, <span class="bibl">58</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>9.23</span>; οὔνομα φ. <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.476</span>:— Med., <span class="bibl">Euph.57</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">4</span> [[promise]], [[ἣν]] (sc. [[εὐνήν]]) ἐφήμισεν πατήρ μοι <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1356</span>; <b class="b3">ὃ ἐφήμισεν . . παρασχέσθαι</b> Sch.<span class="bibl">Call. <span class="title">in [[Διηγήσεις]]</span> xi 3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[express in words]], συντόμως ἐφημίσω <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>629</span>, cf. <span class="bibl">1162</span> (lyr.), <span class="bibl">1173</span>(lyr.):—Pass., Zos.Alch.<span class="bibl">p.169B.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:02, 31 December 2020
English (LSJ)
aor. A ἐφήμισα A. (v. infr.), E. (v. infr.), Ep. subj. -ίξω Hes. Op.764, Dor. ἐφάμιξα (κατ-) Pi.O.6.56:—Med., aor. ἐφημισάμην A. (v. infr.), Ep. -ιξάμην D.P.90, Nonn.D.3.276:—Pass., fut. φημισθήσομαι Lyc.1082: aor. ἐφημίσθην Plu.2.264d, etc.: pf. πεφήμισμαι Str.1.2.12: (φήμη). I prophesy, utter, ᾗ καὶ Αοξίας ἐφήμισε A.Ch.558. 2 spread a report, φήμην φ. Hes.Op.764; διαβολάς J.BJ1.23.2, cf. Q.S.13.538, etc.:—Pass., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Plu. l.c., cf. J.BJ1.29.4, Arr.Peripl.M.Eux.6, PGiss.19.4 (ii A. D.); Μίνως ὀαριστὴς τοῦ Διὸς ἐφημίσθη εἶναι Plot.6.9.7: abs., to be slandered, Supp.Epigr.4.648.12 (Lydia, ii A. D.). 3 call, name, τινά τι Call.Aet.3.1.14, 58, Nonn.D.9.23; οὔνομα φ. Opp.H.5.476:— Med., Euph.57. 4 promise, ἣν (sc. εὐνήν) ἐφήμισεν πατήρ μοι E.IA1356; ὃ ἐφήμισεν . . παρασχέσθαι Sch.Call. in Διηγήσεις xi 3. II Med., express in words, συντόμως ἐφημίσω A.Ag.629, cf. 1162 (lyr.), 1173(lyr.):—Pass., Zos.Alch.p.169B.
German (Pape)
[Seite 1268] 1) reden, durchs Gerücht verbreiten; φήμη οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. O. 766; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 538. – 2) benennen, ὄνομα φημίζειν Opp. Hal. 5, 476, vgl. 637. – 3) in Worten ausdrücken, aus sprechen; ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 558; so auch im med., μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω Ag. 629; ἣν έφήμισεν πατήρ μοι Eur. I. A. 1356.
Greek (Liddell-Scott)
φημίζω: Ἐπικ. -ίξω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 760, κλπ.· ἀόρ. ἐφήμισα Αἰσχύλ., Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), Δωρικ. ἐφάμιξα (κατ-) Πινδ. Ο. 6. 92. ― Μέσ., ἀόρ. ἐφημισάμην Αἰσχύλ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. -ιξάμην Διον. Περ., Νόνν. ― Παθ., μέλλ. φημισθήσομαι Λυκόφρ. 1082· ἀόρ. ἐφημίσθην Πλούτ. 2. 264D· Ἐπικ. -ίχθην Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 7, κλπ.· ― πρκμ. πεφήμισμαι Στράβ. 22· (φήμη). Ἐκπέμπω φωνήν: 1) προφητεύω, λέγω, λαλῶ, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε Αἰσχύλ. Χο. 558. 2) διαδίδω λόγον, φήμην, φήμη δ’ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 762 (ἴδε ἐν λέξει φήμη Ι. 2), πρβλ. Κόϊντ. Σμυρν. 13. 538, κλπ.· ― Παθ., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Μέσ., ἐκφράζομαι διὰ λόγων, ἐκθέτω, λέγω, συντόμως ἐφημίσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, πρβλ. 1162, 1173. 2) καλῶ, ὀνομάζω, τινά τι Διονύσ. Ἁλ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 280. 18· ὄνομα φ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 476· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὔνεκα Μυρμιδόνες μιν Ἀχιλλέα φημίξαντο Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 181, 32. 3) ὑπισχνοῦμαι, ἣν (δηλ. εὐνὴν) ἐφήμισεν πατήρ μοι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1356.
French (Bailly abrégé)
f. φημίσω, ao. ἐφήμισα, pf. inus.
Pass. f. φημισθήσομαι, ao. ἐφημίσθην, pf. πεφήμισμαι;
1 prophétiser, annoncer;
2 répandre un bruit, divulguer;
3 promettre : τί τινι qch à qqn;
Moy. φημίζομαι exprimer par la parole ce qu’on pense ou ce qu’on sent.
Étymologie: φήμη.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν φῆμις
νεοελλ.
1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, το κάνω γνωστό, το διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.)
2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός («φημίζεται για τη μεγαλοψυχία του»)
3. παροιμ. «ποιος φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η πεθερά» — λέγεται για εκείνους που επαινούν πάντοτε ό,τι είναι δικό τους
μσν.
(ενεργ. και μέσ.) κάνω επίδειξη της δύναμης, της ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)
αρχ.
1. εκπέμπω φωνή και, κυρίως, προφητεύω («ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε», Αισχύλ.)
2. διαδίδω λόγια, διασπείρω φήμες («φήμη δ' οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», Ησίοδ.)
3. καλώ, ονομάζω
4. υπόσχομαι
5. μέσ. εκφράζομαι με λόγια, εκθέτω («μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω», Αισχύλ.)
6. παθ. δυσφημούμαι.
Greek Monotonic
φημίζω: Επικ. μέλ. -ίξω, αόρ. αʹ ἐφήμισα, Δωρ. ἐφάμιξα· (φήμη)·
1. διαδίδω φήμη, φήμην φημίζειν, σε Αισχύλ.
2. λέω είδηση, σε Ησίοδ.· προφητεύω, σε Αισχύλ. — Μέσ., εκφράζω με λέξεις, στον ίδ.
II. στη Μέσ. επίσης, υπόσχομαι, τιτινι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φημίζω: тж. med.
1) вещать, прорицать (ᾗ καὶ ἐφήμισεν Ἀπόλλων Aesch.);
2) высказывать, выражать (συντόμως τι Aesch.);
3) обещать (τὴν εὐνήν τινι Eur.);
4) разглашать: φήμη, ἥντινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. молва, которую разносит толпа; οἱ τεθνάναι φημισθέντες ψευδῶς Plut. те, которых ложно объявили умершими.
Middle Liddell
φήμη
I. to utter a voice, φήμην φημίζειν Aesch.
2. to spread a report, Hes.: to prophesy, Aesch.:—Mid. to express in words, Hes.
II. in Mid. also to promise, τί τινι Eur.
Chinese
原文音譯:diafhm⋯zw 笛阿-費米索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-宣稱(化)
字義溯源:完全的傳揚出去,報導,傳說,傳,傳開,傳揚;由(διά)*=通過)與(φήμη)=聲言)組成;其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(3);太(2);可(1)
譯字彙編:
1) 傳開了(1) 可1:45;
2) 就傳說(1) 太28:15;
3) 傳(1) 太9:31