οιωνός: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(28)
 
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἰωνός]])<br /><b>1.</b> (στην αρχ. [[Ελλάδα]]) [[πτηνό]] από το κρώξιμο και το [[πέταγμα]] του οποίου μάντευαν το [[μέλλον]] («οὔ τοι [[ἄνευ]] θεοῡ [[ἔπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]]<br />[[ἔγνων]] γάρ μιν [[ἐσάντα]] ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> προφητικό [[σημάδι]], [[προμήνυμα]], όπως ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί, το [[πέταγμα]] και το κρώξιμο ορισμένων πτηνών, οι κινήσεις και οι στάσεις τετράποδων ζώων ή ερπετών ή και ορισμένα γεγονότα («οἰωνοὶ ἀγαθοί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἷς οἰωνὸς [[ἄριστος]] ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» — [[ένας]] μόνον [[άριστος]] [[οιωνός]] υπάρχει, αυτός που επιτάσσει να υπερασπίζεις την [[πατρίδα]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[σημάδι]] το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως [[ένδειξη]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος («υπάρχουν καλοί οιωνοί για την [[ανάκαμψη]] της οικονομίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πτηνό]] σε, [[αντιδιαστολή]] με τα άλλα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο, αρπακτικό και σαρκοφάγο [[πτηνό]], όπως [[είναι]] ο [[αετός]], ο [[γύπας]] και το [[κοράκι]] («οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτερωτός]] («οἰωνὸς θεά», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ταφεὶς ὑπ' οἰωνῶν» — [[πτώμα]] κατασπαραγμένο από όρνεα<br />β) «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνών» ή «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνοῑς» — [[παρατηρώ]] τα πουλιά προκειμένου να προβλέψω το [[μέλλον]]<br />γ) «οἱ ἐπ' οἰωνοῑς ἱερεῑς» — οιωνοσκόποι<br />δ) «[[δέχομαι]] τὸν οἰωνόν» — [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]] το μαντικό [[σημάδι]] ως αίσιο<br />ε) «οἰωνὸν [[τίθημι]]» και «οἰωνόν τινα ποιεῑσθαι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μαντικό, προφητικό [[σημάδι]]<br />στ) «πρὸς οἰωνοῡ τιθέναι» και «πρὸς οἰωνοῡ λαμβάνειν» και «δι' οἰωνοῡ λαμβάνειν» — [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ως [[σημάδι]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος<br />ζ) «οἰωνοῡ [[χάριν]]» — για [[γούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἰωνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οFı</i>-<i>ωνός</i>) με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πτηνό]]» [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>awei</i>- «[[πουλί]], [[πτηνό]]» και συνδέεται με λατ. <i>avis</i> «[[πουλί]]», αρχ. ινδ. <i>vayah</i>, αβεστ. <i>vay</i><i>ō</i>, αρμ. <i>haw</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται [[επίσης]] και η λ. [[αἰετός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀετός]]). Το [[φωνήεν]] ο<br />του [[οἰωνός]], συγκριτικά [[προς]] το [[φωνήεν]] <i>α</i>- της ρίζας και τών υπόλοιπων συγγενικών τύπων, μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως [[μετάπτωση]] [[είτε]], το πιθανότερο, ως αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>α</i>- σε <i>ο</i>-. Το [[επίθημα]], εξάλλου, -<i>ωνός που</i> εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> [[χελώνη]], [[κορώνη]], [[υιωνός]]) φαίνεται ότι προσδίδει στη λ. αυξητική σημ. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[οἰωνός]] συνδέεται με τις λ. [[οἶμα]], [[οἶστρος]], [[ὀϊστός]]. Η λ. [[οιωνός]] με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πουλί]]» κατέληξε να σημαίνει «[[προμήνυμα]], προφητικό [[σημάδι]]», [[διότι]] τα πτηνά αυτά αποτελούσαν αντικείμενα της ορνιθομαντείας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οιωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνευτής]], [[οιωνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιωνοσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνόβοτος]], [[οιωνόβρωτος]], [[οιωνοθέτης]], [[οιωνόθρους]], [[οιωνοκτόνος]], [[οιωνομαντεία]], [[οιωνόμαντις]], [[οιωνόμικτος]], [[οιωνοπόλος]], [[οιωνοτροφεύς]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[δυσοίωνος]], [[ευοίωνος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[οἰωνός]])<br /><b>1.</b> (στην αρχ. [[Ελλάδα]]) [[πτηνό]] από το κρώξιμο και το [[πέταγμα]] του οποίου μάντευαν το [[μέλλον]] («οὔ τοι [[ἄνευ]] θεοῡ [[ἔπτατο]] δεξιὸς [[ὄρνις]]<br />[[ἔγνων]] γάρ μιν [[ἐσάντα]] ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> προφητικό [[σημάδι]], [[προμήνυμα]], όπως ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί, το [[πέταγμα]] και το κρώξιμο ορισμένων πτηνών, οι κινήσεις και οι στάσεις τετράποδων ζώων ή ερπετών ή και ορισμένα γεγονότα («οἰωνοὶ ἀγαθοί», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «εἷς οἰωνὸς [[ἄριστος]] ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» — [[ένας]] μόνον [[άριστος]] [[οιωνός]] υπάρχει, αυτός που επιτάσσει να υπερασπίζεις την [[πατρίδα]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[σημάδι]] το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως [[ένδειξη]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος («υπάρχουν καλοί οιωνοί για την [[ανάκαμψη]] της οικονομίας»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[πτηνό]] σε, [[αντιδιαστολή]] με τα άλλα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο, αρπακτικό και σαρκοφάγο [[πτηνό]], όπως [[είναι]] ο [[αετός]], ο [[γύπας]] και το [[κοράκι]] («οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτερωτός]] («οἰωνὸς θεά», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ταφεὶς ὑπ' οἰωνῶν» — [[πτώμα]] κατασπαραγμένο από όρνεα<br />β) «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνών» ή «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνοῑς» — [[παρατηρώ]] τα πουλιά προκειμένου να προβλέψω το [[μέλλον]]<br />γ) «οἱ ἐπ' οἰωνοῑς ἱερεῑς» — οιωνοσκόποι<br />δ) «[[δέχομαι]] τὸν οἰωνόν» — [[αποδέχομαι]], [[χαιρετίζω]] το μαντικό [[σημάδι]] ως αίσιο<br />ε) «οἰωνὸν [[τίθημι]]» και «οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι» — [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως μαντικό, προφητικό [[σημάδι]]<br />στ) «πρὸς οἰωνοῡ τιθέναι» και «πρὸς οἰωνοῡ λαμβάνειν» και «δι' οἰωνοῡ λαμβάνειν» — [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] ως [[σημάδι]] για την [[πρόβλεψη]] του μέλλοντος<br />ζ) «οἰωνοῡ [[χάριν]]» — για [[γούρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οἰωνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οFı</i>-<i>ωνός</i>) με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πτηνό]]» [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>awei</i>- «[[πουλί]], [[πτηνό]]» και συνδέεται με λατ. <i>avis</i> «[[πουλί]]», αρχ. ινδ. <i>vayah</i>, αβεστ. <i>vay</i><i>ō</i>, αρμ. <i>haw</i>. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται [[επίσης]] και η λ. [[αἰετός]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀετός]]). Το [[φωνήεν]] ο<br />του [[οἰωνός]], συγκριτικά [[προς]] το [[φωνήεν]] <i>α</i>- της ρίζας και τών υπόλοιπων συγγενικών τύπων, μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως [[μετάπτωση]] [[είτε]], το πιθανότερο, ως αφομοιωτική [[τροπή]] του <i>α</i>- σε <i>ο</i>-. Το [[επίθημα]], εξάλλου, -<i>ωνός που</i> εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> [[χελώνη]], [[κορώνη]], [[υιωνός]]) φαίνεται ότι προσδίδει στη λ. αυξητική σημ. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, η λ. [[οἰωνός]] συνδέεται με τις λ. [[οἶμα]], [[οἶστρος]], [[ὀϊστός]]. Η λ. [[οιωνός]] με αρχική σημ. «αρπακτικό [[πουλί]]» κατέληξε να σημαίνει «[[προμήνυμα]], προφητικό [[σημάδι]]», [[διότι]] τα πτηνά αυτά αποτελούσαν αντικείμενα της ορνιθομαντείας.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οιωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνευτής]], [[οιωνικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οιωνοσκόπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οιωνόβοτος]], [[οιωνόβρωτος]], [[οιωνοθέτης]], [[οιωνόθρους]], [[οιωνοκτόνος]], [[οιωνομαντεία]], [[οιωνόμαντις]], [[οιωνόμικτος]], [[οιωνοπόλος]], [[οιωνοτροφεύς]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[δυσοίωνος]], [[ευοίωνος]]].
}}
}}

Revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰωνός)
1. (στην αρχ. Ελλάδα) πτηνό από το κρώξιμο και το πέταγμα του οποίου μάντευαν το μέλλον («οὔ τοι ἄνευ θεοῡ ἔπτατο δεξιὸς ὄρνις
ἔγνων γάρ μιν ἐσάντα ἰδὼν οἰωνὸν ἐόντα», Ομ. Ιλ.)
2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα, όπως ήταν οι αστραπές και οι κεραυνοί, το πέταγμα και το κρώξιμο ορισμένων πτηνών, οι κινήσεις και οι στάσεις τετράποδων ζώων ή ερπετών ή και ορισμένα γεγονότα («οἰωνοὶ ἀγαθοί», Ησίοδ.)
3. παροιμ. φρ. «εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης» — ένας μόνον άριστος οιωνός υπάρχει, αυτός που επιτάσσει να υπερασπίζεις την πατρίδα (Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
κάθε σημάδι το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει ως ένδειξη για την πρόβλεψη του μέλλοντος («υπάρχουν καλοί οιωνοί για την ανάκαμψη της οικονομίας»)
μσν.-αρχ.
το πτηνό σε, αντιδιαστολή με τα άλλα ζώα
αρχ.
1. μεγάλο, αρπακτικό και σαρκοφάγο πτηνό, όπως είναι ο αετός, ο γύπας και το κοράκι («οἰωνοί, φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες», Ομ. Οδ.)
2. ως επίθ. φτερωτός («οἰωνὸς θεά», Λυκόφρ.)
3. φρ. α) «ταφεὶς ὑπ' οἰωνῶν» — πτώμα κατασπαραγμένο από όρνεα
β) «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνών» ή «καθέζεσθαι ἐπ' οἰωνοῑς» — παρατηρώ τα πουλιά προκειμένου να προβλέψω το μέλλον
γ) «οἱ ἐπ' οἰωνοῑς ἱερεῑς» — οιωνοσκόποι
δ) «δέχομαι τὸν οἰωνόν» — αποδέχομαι, χαιρετίζω το μαντικό σημάδι ως αίσιο
ε) «οἰωνὸν τίθημι» και «οἰωνόν τινα ποιεῖσθαι» — θεωρώ κάτι ως μαντικό, προφητικό σημάδι
στ) «πρὸς οἰωνοῡ τιθέναι» και «πρὸς οἰωνοῡ λαμβάνειν» και «δι' οἰωνοῡ λαμβάνειν» — εκλαμβάνω κάτι ως σημάδι για την πρόβλεψη του μέλλοντος
ζ) «οἰωνοῡ χάριν» — για γούρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἰωνός (< οFı-ωνός) με αρχική σημ. «αρπακτικό πτηνό» κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε ΙΕ ρίζα awei- «πουλί, πτηνό» και συνδέεται με λατ. avis «πουλί», αρχ. ινδ. vayah, αβεστ. vayō, αρμ. haw. Στην ίδια ρίζα ανάγεται επίσης και η λ. αἰετός (βλ. λ. ἀετός). Το φωνήεν ο
του οἰωνός, συγκριτικά προς το φωνήεν α- της ρίζας και τών υπόλοιπων συγγενικών τύπων, μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως μετάπτωση είτε, το πιθανότερο, ως αφομοιωτική τροπή του α- σε ο-. Το επίθημα, εξάλλου, -ωνός που εμφανίζεται και σε άλλα ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. χελώνη, κορώνη, υιωνός) φαίνεται ότι προσδίδει στη λ. αυξητική σημ. Κατ' άλλη, τέλος, άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. οἰωνός συνδέεται με τις λ. οἶμα, οἶστρος, ὀϊστός. Η λ. οιωνός με αρχική σημ. «αρπακτικό πουλί» κατέληξε να σημαίνει «προμήνυμα, προφητικό σημάδι», διότι τα πτηνά αυτά αποτελούσαν αντικείμενα της ορνιθομαντείας.
ΠΑΡ. οιωνίζομαι
αρχ.
οιωνευτής, οιωνικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) οιωνοσκόπος
αρχ.
οιωνόβοτος, οιωνόβρωτος, οιωνοθέτης, οιωνόθρους, οιωνοκτόνος, οιωνομαντεία, οιωνόμαντις, οιωνόμικτος, οιωνοπόλος, οιωνοτροφεύς. (Β συνθετικό) νεοελλ. δυσοίωνος, ευοίωνος].