γόης: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gois | |Transliteration C=gois | ||
|Beta Code=go/hs | |Beta Code=go/hs | ||
|Definition=ητος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sorcerer]], [[wizard]], Phoronis 2, <span class="bibl">Hdt.2.33</span>,<span class="bibl">4.105</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 380d</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.29 W.; γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>234</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>1038</span>; prob. f.l. for [[βοῇσι]] <span class="bibl">Hdt.7.191</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[juggler]], [[cheat]], δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>203d</span>; δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων <span class="bibl">D.18.276</span>; ἄπιστος γ. πονηρός <span class="bibl">Id.19.109</span>; μάγος καὶ γ. <span class="bibl">Aeschin.3.137</span>: Comp. γοητότερος <span class="bibl">Ach.Tat.6.7</span> (s. [[varia lectio|v.l.]]). (Cf. Lith. <b class="b2">žavēti</b> 'incantare'.)</span> | |Definition=ητος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sorcerer]], [[wizard]], Phoronis 2, <span class="bibl">Hdt.2.33</span>,<span class="bibl">4.105</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 380d</span>, Phld.<span class="title">Ir.</span>p.29 W.; γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>234</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>1038</span>; prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[βοῇσι]] <span class="bibl">Hdt.7.191</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[juggler]], [[cheat]], δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>203d</span>; δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων <span class="bibl">D.18.276</span>; ἄπιστος γ. πονηρός <span class="bibl">Id.19.109</span>; μάγος καὶ γ. <span class="bibl">Aeschin.3.137</span>: Comp. γοητότερος <span class="bibl">Ach.Tat.6.7</span> (s. [[varia lectio|v.l.]]). (Cf. Lith. <b class="b2">žavēti</b> 'incantare'.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:05, 11 January 2022
English (LSJ)
ητος, ὁ, A sorcerer, wizard, Phoronis 2, Hdt.2.33,4.105, Pl.R. 380d, Phld.Ir.p.29 W.; γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Hipp.1038; prob. f.l. for βοῇσι Hdt.7.191. 2 juggler, cheat, δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d; δεινὸν καὶ γ. καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων D.18.276; ἄπιστος γ. πονηρός Id.19.109; μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137: Comp. γοητότερος Ach.Tat.6.7 (s. v.l.). (Cf. Lith. žavēti 'incantare'.)
German (Pape)
[Seite 500] ητος, ὁ (γοάω), 1) ein Weinender, Wehklagender, Aesch. Ch. 809. – 2) nach Eust. ὁ μετὰ γόου ἐπᾴδων, Zauberer, die ihre Zaubersprüche mit dumpfem, heulendem Ton vortrugen, ursprünglich in gutem Sinne, aber gew. in üblem; καὶ ἐπῳδός Eur. Hipp. 1038; vgl. Bacch. 234; ebenso Her. 4, 105; auch 7, 191 ist γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ richtige Lesart für γόῃσι; nach B. A. 31 ἀττικώτερον τοῦ μάγος: allgemein, Gaukler, Betrüger, VLL. πλανός, ἀπατεών; nach Möris attisch für das hellenistische κόλαξ; Plat. vrbdt Couv. 203 d γ. καὶ φαρμακεύς (Dem. 18, 276, vgl. 29, 32) καὶ σοφιστής; vgl. Soph. 235 a; καὶ μιαρός Din. 1, 92. 95. Vgl. über das Wort u. die abgeleiteten Sturz Empedocl. I p. 36 ff c
Greek (Liddell-Scott)
γόης: -ητος, ὁ, (γοάω) κυρίως, ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. γοητής), καὶ ἑπομένως (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, πλάνος, ἐπῳδός, Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) θαυματοποιός, ψεύστης, ἀπατεών, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεύς καὶ σοφιστής Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· ἄπιστος, γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
1 sorcier, magicien;
2 charlatan, imposteur.
Étymologie: γοάω.
Spanish (DGE)
-ητος, ὁ
• Morfología: [fem. Ael.NA 15.11; adj. compar. γοητότερος Ach.Tat.6.7.4]
I 1brujo, hechicero, mago γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Phoronis 2, Hdt.2.33, 4.105, E.Hipp.1038, Xenomedes 1, Pl.R.380d, Posidon.279, M.Ant.1.6, Luc.Pisc.25, Ael.NA 3.17, Plot.4.4.40, Hsch.
•hechicera γ. καὶ φαρμακίς Ael.l.c.
2 charlatán, impostor δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d, cf. D.18.276, μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137, Γοήτων φώρα Los charlatanes desenmascarados tít. de una obra de Oenom. contra los oráculos, Eus.PE 5.18.6, cf. Erot.Fr.Pap.(?) en Hermes 55.1920.191, κόλαξ καὶ γ. D.Chr.77/78.33, cf. Aristid.Or.28.11, I.Ap.2.145, Origenes Cels.2.49, Hsch.
3 dud. persona que se lamenta o quizá que lanza gritos prob. rituales γοήτων νόμον μεθήσομεν A.Ch.822.
II adj.
1 de pers. charlatán, impostor, embaucador ἄπιστος, γ., πονηρός D.19.109, γ. ἀνήρ I.BI 4.85, AI 20.97, πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες 2Ep.Ti.3.13, Ἄραβές εἰσιν ... ψεῦσταί τε καὶ γόητες Babr.57.13, cf. Plu.2.63a, Numen.27.33.
2 mágico, encantador τὸ (δάκρυον) δὲ τῶν γυναικῶν ... ὅσῳ θαλερώτερον, τοσούτῳ καὶ γοητότερον Ach.Tat.l.c.
English (Strong)
from goao (to wail); properly, a wizard (as muttering spells), i.e. (by implication) an imposter: seducer.
English (Thayer)
γοητος, ὁ (γοάω to bewail, howl);
1. a wailer, howler: Aeschylus choëph. 823 (Hermann, et al. γοητής).
2. a juggler, enchanter (because incantations used to be uttered in a kind of howl).
3. a deceiver, impostor: Herodotus, Euripides, Plato, and subsequent writers).
Greek Monolingual
και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM γόης, ο) γοώ
μάγος, θαυματοποιός («γόης φιδιών», «μάγος και γόης»)
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει με την ομορφιά του
αρχ.
απατεώνας.
Greek Monotonic
γόης: -ητος, ὁ (γοάω),
1. αυτός που κραυγάζει και λόγω του ότι οι μαγικές επωδές ψάλλονταν με γοερές φωνές, αυτός που εκστομίζει μάγια, ξόρκια, ο μάγος, σε Ηρόδ., Ευρ.· γόησι καταείδοντες, γοητευτικός ως μάγος, σε Ηρόδ.
2. θαυματοποιός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
γόης: ητος ὁ
1) заклинатель, колдун Her., Eur.;
2) обманщик, шарлатан Plat., Dem.
Middle Liddell
γοάω
1. one who howls out enchantments, a sorcerer, enchanter, Hdt., Eur.; γόησι καταείδοντες charming by means of sorcerers, Hdt.
2. a juggler, cheat, Plat., Dem.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γόης -ητος, ὁ γοάω tovenaar; oplichter, bedrieger :. δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής hij is een vreselijke bedrieger, magiër en sofist Plat. Smp. 203d; ἄπιστος γόης πονηρός onbetrouwbaar, een bedrieger, een schurk Dem. 19.109.
Chinese
原文音譯:gÒhj 哥誒士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:呻吟(者)
字義溯源:巫術家,騙子,迷惑人者,施魔法者;源自(γνώριμος / γνωστός)X*=哭泣)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 迷惑人的(1) 提後3:13