δηλώνω: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM δηλῶ, -όω<br />Μ και [[δηλώνω]]) [[δήλος]]<br /><b>1.</b> [[αναφέρω]], [[λέγω]]<br />(«δήλωσε τα [[εξής]]», «δηλώσω δὲ καὶ [[τόδε]]»)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]] («τον έρωτα εδήλωσαν που 'χαν εις την αγάπην», «[[κάρτα]] μοι [[σαφώς]] ἐδήλωσας [[κακά]]»)<br /><b>3.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («δηλώσει τα αινίγματα και τα ρωτήματά μου», «πειράσομαι διὰ βραχέων δηλῶσαι περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν»)<br /><b>4.</b> [[αναφέρω]] [[επίσημα]] και υπεύθυνα σε [[αρχή]] ([[κυρίως]] περιουσιακά στοιχεία, [[απόκτηση]] τέκνου)<br />(«[[δηλώνω]] στην [[εφορία]] ή στο [[ληξιαρχείο]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε γ' πρόσ.) σημαίνει, φανερώνει («η [[συμπεριφορά]] του δηλώνει ότι...», «δηλοῑ δὲ τοῦτα ὅτι [[οὕτως]] ἔχει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όνειρο) δήλωσε, επαληθεύθηκε, βγήκε αληθινό<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.)<br />[[δεδηλωμένος]] και δηλωμένος, -η, -ο<br />αυτός που [[δημόσια]], [[φανερά]] ομολογεί ([[κυρίως]] [[πολιτικά]] φρονήματα, πεποιθήσεις <b>κ.λπ.</b>) («[[δεδηλωμένος]] [[κομμουνιστής]]», «[[δεδηλωμένος]] [[εχθρός]]»)<br /><b>3.</b> (μτχ. θηλ. παρακμ. ως ουσ.) <i>η δεδηλωμένη</i> και φρ. «η [[αρχή]] της δεδηλωμένης πλειοψηφίας» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία κάποιο [[κόμμα]] έχει [[σαφώς]] την [[πλειοψηφία]] του Κοινοβουλίου με [[δήλωση]] ή [[ψηφοφορία]] τών βουλευτών του<br /><b>4.</b> (μτχ. θηλ. παρακμ. ως ουσ.) <i>η δηλωμένη</i><br />[[πόρνη]] πασίγνωστη, γνωστή και στις αστυνομικές αρχές<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[προστάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]] («[[εὐθέως]] ὑπέσχετο τὸν ἄνδρα | |mltxt=(AM δηλῶ, -όω<br />Μ και [[δηλώνω]]) [[δήλος]]<br /><b>1.</b> [[αναφέρω]], [[λέγω]]<br />(«δήλωσε τα [[εξής]]», «δηλώσω δὲ καὶ [[τόδε]]»)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]] («τον έρωτα εδήλωσαν που 'χαν εις την αγάπην», «[[κάρτα]] μοι [[σαφώς]] ἐδήλωσας [[κακά]]»)<br /><b>3.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] («δηλώσει τα αινίγματα και τα ρωτήματά μου», «πειράσομαι διὰ βραχέων δηλῶσαι περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν»)<br /><b>4.</b> [[αναφέρω]] [[επίσημα]] και υπεύθυνα σε [[αρχή]] ([[κυρίως]] περιουσιακά στοιχεία, [[απόκτηση]] τέκνου)<br />(«[[δηλώνω]] στην [[εφορία]] ή στο [[ληξιαρχείο]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε γ' πρόσ.) σημαίνει, φανερώνει («η [[συμπεριφορά]] του δηλώνει ότι...», «δηλοῑ δὲ τοῦτα ὅτι [[οὕτως]] ἔχει»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όνειρο) δήλωσε, επαληθεύθηκε, βγήκε αληθινό<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.)<br />[[δεδηλωμένος]] και δηλωμένος, -η, -ο<br />αυτός που [[δημόσια]], [[φανερά]] ομολογεί ([[κυρίως]] [[πολιτικά]] φρονήματα, πεποιθήσεις <b>κ.λπ.</b>) («[[δεδηλωμένος]] [[κομμουνιστής]]», «[[δεδηλωμένος]] [[εχθρός]]»)<br /><b>3.</b> (μτχ. θηλ. παρακμ. ως ουσ.) <i>η δεδηλωμένη</i> και φρ. «η [[αρχή]] της δεδηλωμένης πλειοψηφίας» — η [[περίπτωση]] [[κατά]] την οποία κάποιο [[κόμμα]] έχει [[σαφώς]] την [[πλειοψηφία]] του Κοινοβουλίου με [[δήλωση]] ή [[ψηφοφορία]] τών βουλευτών του<br /><b>4.</b> (μτχ. θηλ. παρακμ. ως ουσ.) <i>η δηλωμένη</i><br />[[πόρνη]] πασίγνωστη, γνωστή και στις αστυνομικές αρχές<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[προστάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[παρουσιάζω]] («[[εὐθέως]] ὑπέσχετο τὸν ἄνδρα Ἀχαιοῖς τόνδε δηλώσειν ἄγων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ειδοποιώ]], [[αναγγέλλω]] («δήλωσον εἰσελθοῦσ' ὅτι φωκῆς μαντεύουσ' ἄνδρες Αἴγισθόν τινες», μπες [[μέσα]] και ειδοποίησε ότι κάποιοι άντρες απ' τη [[Φωκίδα]] ζητάνε τον Αίγισθο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υποδεικνύω]], [[αναφέρω]]<br /><b>4.</b> [[αποδεικνύω]] («δηλοῑ δέ μοι και [[τόδε]] τὴν παλαιῶν ἀσθένειαν», αποδεικνύει και το [[εξής]] [[κατά]] τη [[γνώμη]] μου την [[αδυναμία]] τών παλαιών, (<b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[φαίνομαι]], [[δίνω]] την [[εντύπωση]] («[[Λιβύη]] μὲν γὲρ δηλοῑ ἑαυτὴν ἐοῦσα [[περίρρυτος]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[φανερός]] («[[τότε]] δηλώσει, ὅτι τοῦτο μὲν τῷ ὄντι θεῑον ἦν», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 18 June 2022
Greek Monolingual
(AM δηλῶ, -όω
Μ και δηλώνω) δήλος
1. αναφέρω, λέγω
(«δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε»)
2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που 'χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά»)
3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα ρωτήματά μου», «πειράσομαι διὰ βραχέων δηλῶσαι περὶ τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν»)
4. αναφέρω επίσημα και υπεύθυνα σε αρχή (κυρίως περιουσιακά στοιχεία, απόκτηση τέκνου)
(«δηλώνω στην εφορία ή στο ληξιαρχείο» κ.λπ.)
5. (σε γ' πρόσ.) σημαίνει, φανερώνει («η συμπεριφορά του δηλώνει ότι...», «δηλοῑ δὲ τοῦτα ὅτι οὕτως ἔχει»)
νεοελλ.
1. (για όνειρο) δήλωσε, επαληθεύθηκε, βγήκε αληθινό
2. (μτχ. παθ. παρακμ.)
δεδηλωμένος και δηλωμένος, -η, -ο
αυτός που δημόσια, φανερά ομολογεί (κυρίως πολιτικά φρονήματα, πεποιθήσεις κ.λπ.) («δεδηλωμένος κομμουνιστής», «δεδηλωμένος εχθρός»)
3. (μτχ. θηλ. παρακμ. ως ουσ.) η δεδηλωμένη και φρ. «η αρχή της δεδηλωμένης πλειοψηφίας» — η περίπτωση κατά την οποία κάποιο κόμμα έχει σαφώς την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου με δήλωση ή ψηφοφορία τών βουλευτών του
4. (μτχ. θηλ. παρακμ. ως ουσ.) η δηλωμένη
πόρνη πασίγνωστη, γνωστή και στις αστυνομικές αρχές
μσν.
1. περιγράφω
2. ορίζω, προστάζω
αρχ.
1. δείχνω, παρουσιάζω («εὐθέως ὑπέσχετο τὸν ἄνδρα Ἀχαιοῖς τόνδε δηλώσειν ἄγων», Σοφ.)
2. ειδοποιώ, αναγγέλλω («δήλωσον εἰσελθοῦσ' ὅτι φωκῆς μαντεύουσ' ἄνδρες Αἴγισθόν τινες», μπες μέσα και ειδοποίησε ότι κάποιοι άντρες απ' τη Φωκίδα ζητάνε τον Αίγισθο, Σοφ.)
3. υποδεικνύω, αναφέρω
4. αποδεικνύω («δηλοῑ δέ μοι και τόδε τὴν παλαιῶν ἀσθένειαν», αποδεικνύει και το εξής κατά τη γνώμη μου την αδυναμία τών παλαιών, (Θουκ.)
5. φαίνομαι, δίνω την εντύπωση («Λιβύη μὲν γὲρ δηλοῑ ἑαυτὴν ἐοῦσα περίρρυτος», Ηρόδ.)
6. είμαι ή γίνομαι φανερός («τότε δηλώσει, ὅτι τοῦτο μὲν τῷ ὄντι θεῑον ἦν», Πλάτ.).