ἄφραστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄφραστος:'''<br /><b class="num">1)</b> невыразимый, неописуемый (ἔργα HH; [[μέριμνα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> незримый, невидимый ([[στίβος]] HH; [[πέδη]] Soph.): ἄ. [[κατιδεῖν]] Aesch. непроницаемый для взоров;<br /><b class="num">3)</b> непостижимый, неведомый ([[φάτις]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> скрытый, тайный (τὸ ἀφραστότατον, sc. [[χωρίον]] Her.).
|elrutext='''ἄφραστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[невыразимый]], [[неописуемый]] (ἔργα HH; [[μέριμνα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[незримый]], [[невидимый]] ([[στίβος]] HH; [[πέδη]] Soph.): ἄ. [[κατιδεῖν]] Aesch. непроницаемый для взоров;<br /><b class="num">3)</b> [[непостижимый]], [[неведомый]] ([[φάτις]] Soph.);<br /><b class="num">4)</b> [[скрытый]], [[тайный]] (τὸ ἀφραστότατον, sc. [[χωρίον]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφραστος Medium diacritics: ἄφραστος Low diacritics: άφραστος Capitals: ΑΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: áphrastos Transliteration B: aphrastos Transliteration C: afrastos Beta Code: a)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω) A unutterable, marvellous, ἄ. ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80; οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Hom.Epigr.5.2; πέδη S.Tr.1057; inexpressible, μέριμνα A.Pers.165 codd.; too wonderful for words, φάτις S.Tr.694. II (φράζομαι) not perceived, unseen, h.Merc.353; not to be observed, not to be known, or not to be guessed, A.Supp.95 (lyr.); incomprehensible, Orph.L.46; κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατον οἱ ἐφαίνετο εἶναι [χωρίον] = wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find (the place least likely to be thought of), Hdt.5.92.δ; unforeseen, A.R.2.824. Adv. ἀφράστως = beyond thought, S.El.1262 (lyr.). III Act., of persons, beside themselves, Nic.Th.776. 2 giving no sign, Nonn.D.9.134, 22.82.

German (Pape)

[Seite 414] 1) unbemerkt, unbekannt, ἔργα H. h. Merc. 80, Ilgen. ἄφρατος, was kein Wort ist; ἄφραστοι κατιδεῖν, unverständlich, Aesch. Suppl. 89; φάτις, worüber man nicht urtheilen kann, Soph. Tr. 691, neben ἀξύμβλητος ἀνθρώπῳ μαθεῖν, Schol. ἀνεκδιήγητος; unsichtbar, στίβος H. h. Merc. 353; πέδη Soph. Trach. 1046; unvorhergesehen, unerwartet, ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 224, vgl. 825. – 2) nicht zu sagen, unaussprechlich, Aesch. Pers. 161; ungeheuer, Heliod. 5, 22. – 3) unvernünftig, wahnsinnig, γελᾶν Nic. Th. 776, Schol. ἀλογίστως. – Adv. ἀφράστως, unerwartet, Soph. El. 1254.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφραστος: -ον, (φράζω) ἀνέκφραστος, ἀνεκλάλητος, παράδοξος, θαυμαστός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80· Ἐπιγράμμ. 5. 2· πέδη Σοφ. Τρ. 1029· ― ἀπερίγραπτος, μέριμνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 165· φάτις Σοφ. Τρ. 694· ― ἄφατος, ἀναρίθμητος, σταγόνες ἄφρ., διάφ. γραφ. ἀντὶ ἄφρακτοι Αἰσχύλ. Χο. 186. ΙΙ. (φράζομαι) μὴ διακρινόμενος, ἀόρατος, ἄφραστος, γένετ’ ὦκα βοῶν στίβος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 353· ὃν δὲν δύναταί τις να παρατηρήσῃ, γνωρίσῃ ἢ εἰκάσῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 94· τὸ ἀφραστότατον χωρίον, θέσις περὶ ἧς ἥκιστα πάντων ἠδύνατο νὰ σκεφθῇ τις, Ἡρόδ. 5. 92, 4 ἀπρόβλεπτος, ὄλεθρος Ἀπόλλ. Ρόδ. Β. 224. ― Ἐπίρρ. ἀφράστως, ἀπροσδοκήτως, Σοφ. Ἠλ. 1263. 2) ἐπὶ προσ., ἀλόγιστος, ἄφραστοι γελόωσι «ἀλογίστως» (Σχόλ.) Νικ. Θ. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. indicible, inexprimable;
II. imperceptible :
1 invisible (trace de pas, etc.);
2 caché, secret;
3 incompréhensible, étrange ; mystérieux;
Sp. ἀφραστότατος.
Étymologie: , φράζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inexplicable, inefable, indecible ἄφραστα ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80, οὐδὲν ἀφραστότερον πέλεται νόου ἀνθρώποισιν Ps.Hdt.Vit.Hom.213, μέριμνα A.Pers.165, φάτις S.Tr.694, ἀοιδή Orph.L.46, κηλίς E.Hipp.820, σέλας Hld.1.30.2, δεσμοί Hes.Fr.239.4, πέδη S.Tr.1057, κλύδων Hld.5.22.7.
2 inimaginable, insospechado κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι (χωρίον) Hdt.5.92δ ἰχθύες Opp.H.1.9.
3 invisible στίβος h.Merc.353, πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι A.Supp.90, ἀφράστοιο μυχῷ πεφυλαγμένον οἴκου Nonn.D.9.134, ἀφράστῳ Διόνυσος ἀνῃώρητο πεδίλῳ Nonn.D.16.342
neutr. subst. ἔκποθεν ἀφράστοιο A.R.2.824.
4 en sent. act. de pers. que no puede hablar, mudo por la locura παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν Nic.Th.776.
II adv. -ως contra todo lo que podría decirse ἐπεί σε νῦν ἀ. ἀέλπτως τ' εἰσεῖδον S.El.1262.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφραστος, -ον) φράζω
υπέροχος, ανέκφραστος, απερίγραπτος
αρχ.
1. αναρίθμητος
2. αόρατος
3. ανόητος.

Greek Monotonic

ἄφραστος: -ον (φράζω
I. ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Σοφ.
II. (φράζομαι), μη διακρινόμενος ή απαρατήρητος, σε Αισχύλ.· τὸἀφραστότατον χωρίον, θέση για την οποία είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀφράστως, απροσδόκητα, αλόγιστα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφραστος:
1) невыразимый, неописуемый (ἔργα HH; μέριμνα Aesch.);
2) незримый, невидимый (στίβος HH; πέδη Soph.): ἄ. κατιδεῖν Aesch. непроницаемый для взоров;
3) непостижимый, неведомый (φάτις Soph.);
4) скрытый, тайный (τὸ ἀφραστότατον, sc. χωρίον Her.).

Middle Liddell

φράζω
I. unutterable, inexpressible, Hhymn., Aesch., Soph.
II. (φράζομαι) not perceived or thought of, Aesch.; τὸ ἀφραστότατον χωρίον the place least likely to be thought of, Hdt.:—adv. ἀφράστως, beyond thought, Soph.

English (Woodhouse)

extraordinary, unspeakable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)