ὀχετός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , , $4 $5")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀχετός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[водоотводный канал]], [[водопровод]] Her., Thuc., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> ручей, поток, струя (Σιμούντιοι ὀχετοί Eur.);<br /><b class="num">3)</b> анат. канал, проток Xen.: τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί Plut. дыхательные пути;<br /><b class="num">4)</b> перен. путь, лазейка: παρεκτρέπειν ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ [[θανεῖν]] Eur. изменять (жизненный) путь так, чтобы не умереть.
|elrutext='''ὀχετός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[водоотводный канал]], [[водопровод]] Her., Thuc., Plat., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[ручей]], [[поток]], [[струя]] (Σιμούντιοι ὀχετοί Eur.);<br /><b class="num">3)</b> анат. канал, проток Xen.: τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί Plut. дыхательные пути;<br /><b class="num">4)</b> перен. путь, лазейка: παρεκτρέπειν ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ [[θανεῖν]] Eur. изменять (жизненный) путь так, чтобы не умереть.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:27, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχετός Medium diacritics: ὀχετός Low diacritics: οχετός Capitals: ΟΧΕΤΟΣ
Transliteration A: ochetós Transliteration B: ochetos Transliteration C: ochetos Beta Code: o)xeto/s

English (LSJ)

ὁ, (ὄχος, ὀχέω) A means for carrying water, water pipe, made of leather, Hdt.3.9; when carried underground, sometimes of wood, IG12.373.64, 66,22.1672.305; of stone, ὀ. λίθινος κρυπτός ib.7.4255.5 (Oropus, iv B. C.); material not named, Th.6.100, Pl.Phd.112c, etc.; τοὺς προϋπάρχοντας ὀ. κρυπτοὺς ποιεῖν OGI483.74 (Pergam.); conduit, channel, Arist.Pol.1303b13, al.; ὀ. μετέωροι open drains, Id.Ath.50.2, OGI483.63 (Pergam.); = ἀφεδρών, Ev.Marc.7.19 (cod. D). 2 in Anatomy, τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί ducts leading to the lungs, Pl.Ti.70d; οἱ τοῦ αἵματος ὀ. Poll.2.217; of the urinal and intestinal canals, Hp. Art.48, 50, X.Mem.1.4.6; ὥσπερ ἐξ ὀχετῶν (of sweat), Hp.Epid.6.3.1. II in plural, streams, Pi.O.5.12; Σιμούντιοι ὀ. E.Or.809 (lyr.), IA 767 (lyr.). III metaph., βαθὺς ὀ. ἄτας Pi.O.10(11).37; παρεκτρέποντες ὀ. ὥστε μὴ θανεῖν making a side channel or means of escape, E. Supp.1111; ὀχετοὶ βοτρύων pherecr.130.7, cf. Telecl.1.9; ἐν τοῖς μεριστοῖς ὀ. currents, Dam.Pr.127, cf. 130, 206. IV Att. for βόρβορος acc. to Hellad. ap. Phot.p.535 B.

German (Pape)

[Seite 429] ὁ, Rinne, Graben zum Leiten des Wassers, Kanal, Wasserleitung, Her. 3, 9; übertr. sagt Pind. ὀχετὸν βαθὺν ἄτας, Ol. 11, 39, vgl. 5, 12; Eur. auch παρὰ Σιμουντίοις ὀχετοῖς, Or. 807, vgl. I. A. 767; ῥεῖ διὰ τῶν ὀχετῶν, Plat. Phaed. 112 c; ἐν κήποις, Tim. 77 c, öfter; Sp., Hdn. 5, 8, 18 u. öfter von den Kloaken in Rom. Vom Darmkanal, Xen. Mem. 1, 4, 6; nach Hellad. Chrestom. p. 22 in Athen = βόρβορος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχετός: ὁ, (ὄχος, ὀχέω) μέσον πρὸς μεταφορὰν ὕδατος, σωλὴν πρὸς μετάγγισιν ὕδατος, πεποιημένος ἐκ δέρματος, Ἡρόδ. 3. 9· ὅτε δὲ τὸ ὕδωρ διωχετεύετο ὑπογείως πιθανῶς ἐκ μετάλλου. Θουκ. 6. 100, Πλάτ. Φαίδων 112C, κτλ.· σωλήν, ἀγωγός, ὑδραγωγεῖον, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 3, 16, κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχετός, σωλήν, ἀγωγός, ῥύαξ. ὕδωρ. ὑδραγωγεῖον». 2) ἐν τῇ ἀνατομικῇ, τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί, αἱ ἀρτηρίαι αἱ φέρουσαι εἰς τοὺς πνεύμονας, Πλάτ. Τίμ. 70C· οἱ τοῦ αἵματος, ὀχ. Πολυδ. Β΄, 217· ἐπὶ τῶν οὐρητικῶν καὶ ἐντοσθιδίων ἀγωγῶν, Ἱππ. 816Β, 817Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6· ἐπὶ τῶν πόρων τοῦ δέρματος, Ἱππ. 1174Η. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ῥύακες, Πινδ. Ο. 5. 29, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 8809, Ι. Α. 767. ΙΙΙ. μεταφορ., βαθὺς ὀχ. ἄτας Πινδ. Ο. 10 (11). 46· ὀχετὸν παρεκτρέπειν, παρασκευάζειν πλάγιον μέσον ἐκφυγῆς, Εὐρ. Ἱκετ. 1111· ὀχετοὶ βοτρύων Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 8, πρβλ Τελεκλείδην ἐν «Ἀμφικτύοσιν» 1. 9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 canal de dérivation, aqueduc;
2 οἱ ὀχετοί conduits intérieurs du corps (artères, intestins, etc.).
Étymologie: ὀχέω.

English (Slater)

ὀχετός
   a canal σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν “Gräben, die den Sumpf von Kamarina entwässern” Wil. (O. 5.12)
   b met., pit βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν (O. 10.37)

Greek Monolingual

ο (Α ὀχετός)
αυλάκι ή υπόγεια σήραγγα κατάλληλη για τη μεταφορά του νερού από ένα σημείο σε άλλο
νεοελλ.
1. υπόγειος αγωγός ή σήραγγα απαγωγής αποβλήτων
2. βόθρος
3. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που εκστομίζει ακατάσχετα βωμολοχίες
αρχ.
1. δερμάτινος σωλήνας μεταφοράς και διοχέτευσης του νερού
2. υπόγειος ξύλινος αγωγός νερού
3. ανατ. η τραχεία αρτηρία και οι κλάδοι της που οδηγούν στους πνεύμονες
4. στον πληθ. οἱ ὀχετοί
χείμαρροι
5. μτφ. έμμεσος τρόπος εκφυγής από μια κατάσταση («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν», Ευρ.)
6. φρ. «ὀχετοὶ μετέωροι» — ανοιχτά αυλάκια άρδευσης
7. αττ. τ. του βόρβορος
8. αποχωρητήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχῶ + επίθημα -ετός (πρβλ. εμ-ετός, παγ-ετός)].

Greek Monotonic

ὀχετός: ὁ (ὀχέω
I. μέσο για τη μεταφορά νερού, διοχετευτικός σωλήνας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τάφρος, διώρυγα, αυλάκι, αγωγός υδάτων, σε Αριστ.
II. στον πληθ., ρυάκια, χείμαρροι, σε Πίνδ., Ευρ.
III. μεταφ., ὀχετὸν παρεκτρέπειν, κατασκευάζω εφεδρική δίοδο ή μέσο διαφυγής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχετός:
1) водоотводный канал, водопровод Her., Thuc., Plat., Plut.;
2) ручей, поток, струя (Σιμούντιοι ὀχετοί Eur.);
3) анат. канал, проток Xen.: τῆς ἀρτηρίας ὀχετοί Plut. дыхательные пути;
4) перен. путь, лазейка: παρεκτρέπειν ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν Eur. изменять (жизненный) путь так, чтобы не умереть.

Frisk Etymological English

See also: s. ὀχέω.

Middle Liddell

ὀχετός, οῦ, ὁ, ὀχέω
I. a means for carrying water, a water-pipe, Hdt., Thuc., etc.: a conduit, channel, aqueduct, Arist.
II. in plural streams, Pind., Eur.
III. metaph., ὀχετὸν παρεκτρέπειν to make a side channel or means of escape, Eur.

Frisk Etymology German

ὀχετός: {okhetós}
See also: s. ὀχέω.
Page 2,455

Chinese

原文音譯:¢fedrèn 阿弗-誒得朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:從-安頓妥
字義溯源:個別坐下的地方,廁所,茅廁;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 茅廁(2) 太15:17; 可7:19

English (Woodhouse)

canal, channel, conduit, pipe, hollow tube

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)