ἐμπολή: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> тж\. [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμπολή:''' дор. [[ἐμπολά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. товар Pind., Soph., Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> купля-продажа, торговля (χρημάτων προσδεῖσθαι εἰς ἐμπολήν Xen.): ζαχρύσου δι᾽ ἐμπολᾶς Eur. путем продажи за большое количество золота.
|elrutext='''ἐμπολή:''' дор. [[ἐμπολά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[товар]] Pind., Soph., Arph., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> купля-продажа, торговля (χρημάτων προσδεῖσθαι εἰς ἐμπολήν Xen.): ζαχρύσου δι᾽ ἐμπολᾶς Eur. путем продажи за большое количество золота.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 14:15, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολή Medium diacritics: ἐμπολή Low diacritics: εμπολή Capitals: ΕΜΠΟΛΗ
Transliteration A: empolḗ Transliteration B: empolē Transliteration C: empoli Beta Code: e)mpolh/

English (LSJ)

ἡ, Arc. ἰνπολά IG5(2).3.27 (pl., Tegea, iv B.C.):—A merchandise, Pi.P.2.67, Ar.Ach.930 (lyr.); ὁλκάδας γεμούσας . . ἐμπολῆς X.HG5.1.23: metaph., μέλεον ἐ. E.Hyps Fr.41(64).87 (lyr.): pl., wares, IGl.c. II traffic, purchase, E.IT 1111 (lyr.), X.Cyr.6.2.39: pl., ventures, S.Fr.555.4. III gain made by traffic, profit, ἀναθέμεν τῷ' Ἀσκλαπιῷ τὰς ἐ. τῶν ἰχθύων Ἀρχ. Ἐφ. 1918.168 (Epid., iv B.C.), cf. Palaeph.45; esp. harlot's hire, Artem.1.78 (pl.), D.C.79.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 816] ἡ, das, womit Handel getrieben wird, Kaufmannsgut; Pind. P. 2, 67; Xen. Hell. 5, 1, 23; der Handel, Cyr. 6, 2, 39; das durch den Handel Erworbene, Gewinn, Sp.; besonders der Gewinn der Huren u. der Hurenwirthe, Artem. 1, 78 D. C. 79, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολή: ἡ, ἐμπόλημα, ἐμπόρευμα, φορτίον, Πινδ. Π. 2. 125, Ἀριστοφ. Ἀχ. 930 ὁλκάδας γεμούσας... ἐμπολῆς Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Ἀποσπ. 499. ΙΙ. ἐμπόριον, ὠνή, ἀγορασία, Εὐρ. Ι Τ. 1111, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 39. ΙΙΙ. κέρδος προελθὸν ἐκ τοῦ ἐμπορίου, χρήματα, Παλαίφ. 46. 3, ἴδε σημ. Πιερσῶνος ἐν Μοιρ. σ. 155· ὁ μισθὸς πόρνης, Ἀρτεμίδ. 1. 78, Δίων Κ. 79. 13.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 objet dont on trafique, marchandise;
2 trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά Pi.P.2.67, E.Fr.Hyps.p.121, IG 42.123.23 (Epidauro IV a.C.); arcad. ἰνπ- IPArk.2.27 (Tegea V/IV a.C.)
I 1comercio, transacción comercial mediante trueque o esp. venta κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολάν al modo del comercio fenicio Pi.l.c., λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες S.Fr.555, ζαχρύσου δὲ δι' ἐμπολᾶς por trueque con oro, e.e. vendida a cambio de oro E.IT 1111, χρημάτων προσδεῖσθαι ... εἰς ἐμπολήν X.Cyr.6.2.39, τὰ ἰν ταῖς ἰνπολαῖς πάντα todo lo relativo a las transacciones comerciales, IPArk.l.c., ἐ. κερδαλέος Ael.NA 2.50, cf. Lib.Or.18.136.
2 ganancia obtenida por el comercio o la venta τὰν [δεκάταν δωσεῖ] ν τῷ Ἀσκλ[απ] ιῷ τᾶς ἐμπολᾶς τῶν ἰχθύων IG l.c., cf. Palaeph.45, PSI 666.8 (III a.C.)
ganancia o pago obtenido por una prostituta, Artem.1.78, D.C.79.13.4.
II concr. mercancía ἔνδησον ... τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολήν Ar.Ach.930, βορᾶς ... ἐμπολὴν λαβεῖν E.Cyc.254, νάϊος ἐ. mercancía traida en barco E.Fr.759a.87, ὁλκάδες γέμουσαι ἐμπολῆς X.HG 5.1.23, en un pequeño comercio SB 15001.14 (III a.C.), τὸν ῥῶπον Αἰγιναίαν ἐμπολὴν λέγεσθαι Str.8.6.16, cf. E.Fr.932
ἡ Ἐ. la Mercancía tít. de una comedia de Efipo, Ath.363c.
• Etimología: Rel. c. πέλομαι q.u., de *kel- ‘ir y venir’.

Greek Monolingual

και αμπολή, η (AM ἐμπολή)
νεοελλ.
1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή
2. αρδευτικό φράγμα
3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση
μσν.
εισαγωγή εμπορεύματος (βλ. και ἐμβολή)
αρχ.
1. εμπόλημα, εμπόρευμα, πραμάτειες, εμπορικά είδη
2. αποστολή εμπορευμάτων
3. εμπόριο, συναλλαγή, δοσοληψία
4. κέρδος από εμπόριο, χρήματα
5. το κέρδος τών πορνών και τών πορνοβοσκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμπολή (πρβλ. εντολή), αρκαδ. ινπολά, πιθ. < εμπέλω, -ομαι. Συνήθως συσχετίζεται με το ρ. πέλομαι (με τη σημασία του «κινώ, κινούμαι»), ενώ κατ' άλλους με το ρ. πωλώ (το δεύτερο δεν φαίνεται πολύ πειστικό, παρά τη σημασιολογική τους ομοιότητα). Με το προθηματικό εν- δηλώνεται η κίνηση η οποία περιλαμβάνεται στη σημασία της λέξεως.
ΠΑΡ. εμπολώ
αρχ.
εμπολεύς
αρχ.-μσν.
εμπολαίος, εμπόλημα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απεμπολή, παρεμπολή].

Greek Monotonic

ἐμπολή: ἡ (ἐν, πωλέω),·
I. εμπόρευμα, φορτίο, πραμάτεια, σε Αριστοφ., Ξεν.
II. εμπόριο, συναλλαγή, αγορά, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολή: дор. ἐμπολά
1) тж. pl. товар Pind., Soph., Arph., Xen.;
2) купля-продажа, торговля (χρημάτων προσδεῖσθαι εἰς ἐμπολήν Xen.): ζαχρύσου δι᾽ ἐμπολᾶς Eur. путем продажи за большое количество золота.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: trade, trade-goods, purchase, profit (Pi., Att.).
Other forms: Arc. ἰνπολα, IVa
Compounds: Comp. ἀπεμπολή s. below. Note ἐμπέλωρος ἀγορανόμος H. (prob. for ἐμπολ-; diff. Chantraine, s. v.). - ἐμπολαῖος belonging to trade, surname of Hermes (Ar.), ἐμπολεύς buyer (AP; cf. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 74). Denomin. verb ἐμπολάω -άομαι, impf. ἠμπόλων, aor. ἠμπόλησα (ἐνεπόλησα Is.), ἠμπολήθην, perf. ἠμπόληκα (ἐμπεπόληκα Luc.), ἠμπόλημαι trade, buy, sell, win (Od.). Also with prefix: ἀπ-, δι-, ἐξ-, παρ-, προσ-.
Derivatives: ἐμπόλημα goods, profit (S.), (ἀπ-)ἐμπόλησις (Hp., Poll.), ἀπεμπολητής seller (Lyc.); postverbal ἀπεμπολήν ἀπαλλαγήν, πρᾶσιν, ἐμπορίαν H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [639] *kʷel- turn, move
Etymology: Also (ἐξ-)ἐμπολέω id. (Herod., J.). Cf. ἐντολή, ἐντομή etc. and so based on a verb *ἐμπέλω, -ομαι. One compares the iterative (with lengthened grade) πωλέω sell. ἐμπολάω is a denomin, as appears from the augmented and reduplicated forms. - Connection with πέλομαι, turn, move is semantically possible; ἐμπολή would then be traffic. IE has an old word for sell, earn etc., in several nominal derivv., e. g. Skt. paṇa- m. salary (with paṇate trade, buy), Lith. pel̃nas wages, salary, OHG fāli, OWNo. falr sal(e)able; one connects πωλέω separating ἐμπολή. See Schwyzer 720 n. 8. See on ἐμπολή, ἐμπολάω Chantraine, Rev. de phil. 66, 11ff. with diff. suggestions (πελάζω, πέλας etc.). - De Lamberterie argues for connection with *kʷel- and πωλέομαι, RPh 2, 1997, 159 and 172.

Middle Liddell

ἐμ-πολή, ἡ, n [ἐν, πωλέω
I. merchandise, Ar., Xen.
II. traffic, purchase, Eur., Xen.

Frisk Etymology German

ἐμπολή: (ark. ἰνπολα, IVa)
{empolḗ}
Grammar: f.
Meaning: Handel, Handelsware, Kauf, Gewinn (Pi., att. usw.).
Composita: Komp. ἀπεμπολή s. unten. Zu bemerken noch ἐμπέλωρος· ἀγορανόμος H. (wohl für ἐμπολ-; anders Chantraine, s. u.). — Davon ἐμπολαῖος zum Handel gehörig, Bein. des Hermes (Ar. u. a.), ἐμπολεύς Einkäufer (AP; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 74). Denominatives Verb ἐμπολάω -άομαι, Impf. ἠμπόλων, Aor. ἠμπόλησα (ἐνεπόλησα Is.), ἠμπολήθην, Perf. ἠμπόληκα (ἐμπεπόληκα Luk.), ἠμπόλημαι handeln, sich erhandeln, einkaufen, verkaufen, gewinnen (seit Od.). Auch mit Präfix: ἀπ-, δι-, ἐξ-, παρ-, προσ-.
Derivative: Ableitungen: ἐμπόλημα Ware, Gewinn (S., E., Thphr.), (ἀπ-)ἐμπόλησις (Hp., Poll.), ἀπεμπολητής Verkäufer (Lyk.); postverbal ἀπεμπολήν· ἀπαλλαγήν, πρᾶσιν, ἐμπορίαν H.
Etymology: Neben ἐμπολάω auch das seltene (ἐξ-)ἐμπολέω ib. (Herod., J. u. a.). Bildung wie ἐντολή, ἐντομή usw. und somit auf ein Verb *ἐμπέλω, -ομαι (bzw. mit einem besonders charakterisierten Präsens) zurückgehend. Zum Vergleich eignet sich in erster Linie das dehnstufige Iterativum πωλέω verkaufen. Auch ἐμπολάω könnte übrigens an und für sich als deverbativ erklärt werden, aber die augmentierten und reduplizierten Formen erweisen es als ein Denominativum, das das primäre Verb verdrängt hat. Immerhin hat ἐμπολάω, -άομαι sein Grundwort semantisch beeinflußt. — Die landläufige Anknüpfung an πέλομαι, -ω eig. drehen, wenden, sich bewegen liegt formal sehr nahe und ist semantisch denkbar; ἐμπολή wäre dann eig. s. v. a. Verkehr. Anderseits besitzt das Idg. ein altes Wort für verkaufen, verdienen, das in mehreren nominalen Ableitungen im Altindischen, Baltisch-Slavischen und Germanischen vorliegt, z. B. aind. paṇa- m. Wette, Lohn (mit paṇate wetten, einhandeln, kaufen), lit. pel̃nas Verdienst, Lohn, ahd. fāli, ano. falr verkäuflich, feil; auch πωλέω wird hierher gezogen und somit von ἐμπολή getrennt, was, obwohl möglich, jedoch gewisse Bedenken erweckt. Eine sichere Entscheidung ist schwierig. Vgl. Schwyzer 720 A. 8. Ausführlich über ἐμπολή, ἐμπολάω Chantraine Rev. de phil. 66, 11ff. mit abweichendem Deutungsvorschlag (πελάζω, πέλας usw.). Ältere Lit. bei Bq.
Page 1,507-508

English (Woodhouse)

purchase, something bought

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)