προφητεία: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action | |btext=ας (ἡ) :<br />action d'interpréter la volonté des dieux ; oracle.<br />'''Étymologie:''' [[προφήτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 12:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ,
A gift of interpreting the will of the gods, gift of prophecy, διδασκαλίαν ὡς π. ἐκχεῶ LXX Si.24.33; ἡ δὲ προφητείη δίης φρενός ἐστιν ἀπορρώξ Orac. ap. Luc. Alex.40.
2 concrete, prophecy or oracular response, LXX 2 Ch. 15.8, Hld.2.27.
II office of προφήτης 2, εἴ τοι μέμηλεν ἔμπεδος π. BMus.Inscr.921b7 (Branchidae), cf. CIG2869 (Didyma), 2880 (Branchidae), OGI494.8 (Milet.); in Egypt, προφητειῶν καὶ γραμματειῶν καρπεῖαι PTeb.6.34 (ii B.C.).
III in NT, gift of expounding scripture, or gift of speaking and preaching, under the influence of the Holy Spirit (cf. προφήτης), Ep.Rom.12.6, 1 Ep.Cor.12.10, 1 Ep.Ti.1.18, 4.14, al.
German (Pape)
[Seite 797] ἡ, das Amt od. die Gabe des Propheten, Weissagung, τὴν προφητείαν αὐτῇ φυλάττων Luc. Alex. 60, u. a. Sp., wie N. T. u. bes. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
προφητεία: ἡ, (προφητεύω) τὸ χάρισμα τοῦ ἑρμηνεύειν τὴν θέλησιν τῶν θεῶν, ἡ δὲ προητείη δίης φρενός ἐστιν ἀπορρὼξ Χρησμ. ἐν Λουκ. Ἀλεξ. 40· χρησμός, αὐτόθι 60· εἴ τοι μέμηλεν ἔμπεδος πρ. Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Newton Halic., πρβλ. 2869. 2880 κἑξ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., τὸ χάρισμα τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἢ τοῦ λαλεῖν καὶ κηρύσσειν ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος (πρβλ. προφήτης), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄. 6, Α΄ πρ. Κορ. ιβ΄, 10, Α΄ πρ. Τιμ. α΄, 18, δ΄, 14, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'interpréter la volonté des dieux ; oracle.
Étymologie: προφήτης.
English (Strong)
from προφήτης ("prophecy"); prediction (scriptural or other): prophecy, prophesying.
English (Thayer)
προφητείας, ἡ (προφητεύω, which see), Hebrew נְבוּאָה, prophecy, i. e. discourse emanating from divine inspiration and declaring the purposes of God, whether by reproving and admonishing the wicked, or comforting the afflicted, or revealing things hidden; especially by foretelling future events. Used in the N. T. — of the utterances of the O. T. prophets: γίνομαι, 5e. α.); — of the prediction of events relating to Christ's kingdom and its speedy triumph, together with the consolations and admonitions pertaining thereto: τό πνεῦμα τῆς προφητείας, the spirit of prophecy, the divine mind, to which the prophetic faculty is due, οἱ λόγοι τῆς προφητείας, προφῆται (see προφήτης, II:1f.): προάγω, 2a. and compare the commentaries). (The Sept., Josephus); among native Greek writers used only by Lucian, Alex. 40,60; (to which add inscriptions (see Liddell and Scott, under the word, I.)).)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προφητεύω
1. το να προφητεύει κανείς, το να προλέγει τα μέλλοντα με θεία έμπνευση (α. «είχε το χάρισμα της προφητείας» β. «διδασκαλίαν ὡς προφητείαν ἐκχεῶ», ΠΔ.
γ. «χάρισμα δ' οἶδα πνεύματος θείαν δόσιν. κήρυγμ' ἀδήλων τὴν προφητείαν λέγω», Γρηγ. Ναζ.
δ. «τῶν προφητείᾳ τετιμημένων», Μηναί.)
2. το αποτέλεσμα του να προφητεύει κανείς, η διατύπωση της πρόβλεψης, ο χρησμός (α. «η προφητεία του Κοσμά του Αιτωλού επαληθεύθηκε» β. «ἐν τῷ ἀκοῦσαι τοὺς λόγους τούτους και τὴν προφητείαν Ἀδὰδ τοῦ προφήτου», ΠΔ)
3. το χάρισμα να ερμηνεύει κανείς την Καινή Διαθήκη, να μιλά με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος («ἔχοντες τὰ χαρίσματα... εἴτε προφητείαν», ΚΔ)
4. γραπτό κείμενο με προφητείες, με προβλέψεις προφητών, κυρίως απόσπασμα ή βιβλίο ολόκληρο της Παλαιάς Διαθήκης («ἐν ἄλλῃ προφητείᾳ λέγει ὁ Ἰακώβ», Βαρνάβ.)
5. (με περιλπτ. σημ.) τα προφητικά βιβλία της ΠΔ
6. κάθε πρόρρηση, κάθε πρόβλεψη του μέλλοντος («μην επηρεάζεσαι από τις προφητείες της»)
αρχ.
το αξίωμα του προφήτη, του αναγνωρισμένου χρησμοδότη ενός μαντείου.
Greek Monotonic
προφητεία: ἡ,
I. χάρισμα ερμηνείας της θέλησης των θεών, σε Χρησμ. παρά Λουκ.
II. στην Κ.Δ., χάρισμα ερμηνείας της Αγ. Γραφής ή ομιλίας και διακήρυξης του λόγου του Θεού υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος.
Russian (Dvoretsky)
προφητεία: ион. προφητείη ἡ
1) культ. (ис)толкование (δίης φρενός Luc.);
2) пророческий дар, прорицание Luc.;
3) пророчество NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφητεία -ας, ἡ, Ion. προφητείη [προφητεύω] profetie, voorspelling:. ἡ προφητείη δίης φρενός ἐστιν ἀπορρώξ de profetie is een brokje van de geest van Zeus Luc. 42.40. functie van profeet:; τὴν προφητείαν φυλάττων zijn functie van profeet bewarend Luc. 42.60; profetische gave. NT Rom. 12.6.
Middle Liddell
προφητεία, ἡ,
I. the gift of interpreting the will of the gods, Orac. ap. Luc.
II. in NTest., the gift of expounding scripture, of speaking and preaching.
Chinese
原文音譯:profhte⋯a 普羅-費帖阿
詞類次數:名詞(19)
原文字根:以前-宣稱 相當於: (נְבוּאָה)
字義溯源:預言,說預言,先知,先知講道,作先知講道;源自(προφήτης)=說預言者,先知),由(πρό)*=先前)與(φημί)=說明)組成,其中 (φημί)出自(φῶς)=光)。而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。所有真實的預言,不論是預先說明或預先宣告,其源頭不是出於人,乃是神( 彼後1:21)。並且,聖經都是神所默示的(或:神所吹氣的)
出現次數:總共(19);太(1);羅(1);林前(5);帖前(1);提前(2);彼後(2);啓(7)
譯字彙編:
1) 預言(12) 太13:14; 羅12:6; 林前14:6; 提前1:18; 提前4:14; 彼後1:20; 彼後1:21; 啓1:3; 啓19:10; 啓22:10; 啓22:18; 啓22:19;
2) 先知講道(2) 林前13:2; 林前13:8;
3) 預言的(1) 啓22:7;
4) 說預言(1) 啓11:6;
5) 作先知講道(1) 林前14:22;
6) 先知(1) 林前12:10;
7) 先知講論(1) 帖前5:20