στρατοπεδάρχης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />commandant d’une armée.<br />'''Étymologie:''' [[στρατόπεδον]], [[ἄρχω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />commandant d'une armée.<br />'''Étymologie:''' [[στρατόπεδον]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 12:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδάρχης Medium diacritics: στρατοπεδάρχης Low diacritics: στρατοπεδάρχης Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: stratopedárchēs Transliteration B: stratopedarchēs Transliteration C: stratopedarchis Beta Code: stratopeda/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A military commander, BGU1822.13 (i B.C., prob.), D.H.10.36, J.BJ6.4.3, Mitteis Chr.87.5 (ii A.D.), Procl.Par. Ptol.245; = praefectus castrorum, CIL 3.13648, 141875 (Pontus), Luc. Hist.Conscr.22, Gloss.

German (Pape)

[Seite 952] ὁ, Anführer des Lagers, Luc. hist. conscr. 22; tribunus legionis, D. Hal. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατιν. tribunus legionis, Διον. Ἁλ. 10. 36, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
commandant d'une armée.
Étymologie: στρατόπεδον, ἄρχω.

English (Strong)

from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. (specially), a from στρατόπεδον and ἄρχω; a ruler of an army, i.e. præfect: captain of the guard.

English (Thayer)

(στρατοπεδαρχος) στρατοπεδαρχου, ὁ: see the preceding word. The dative στρατοπεδάρχῳ is the reading of some manuscripts (cf. WH rejected marginal reading) in ἑκατοντάρχης, at the beginning]

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
διοικητής στρατοπέδου
νεοελλ.
αξιωματικός στον οποίο έχουν ανατεθεί δικαιοδοσίες και καθήκοντα ανάλογα με του φρουράρχου σε περίπτωση κατά την οποία περισσότερες από μία στρατιωτικές μονάδες, οικονομικώς και διοικητικώς ανεξάρτητες, έχουν εγκατασταθεί σε κοινό στρατόπεδο
μσν.
τίτλος ανώτατου αξιωματικού στον βυζαντινό στρατό
αρχ.
στρατιωτικός διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατόπεδο(ν) + -άρχης].

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός διοικητής, Λατ. tribunus legionis, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδάρχης: ου ὁ стратопедарх, начальник лагеря Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατοπεδάρχης -ου, ὁ [στρατόπεδον, ἄρχω] commandant van het legerkamp.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδ-άρχης, ου, ὁ,
a military commander, Lat. tribunus legionis, Luc.

Chinese

原文音譯:stratoped£rchj 士特拉拖-胚得-阿而黑士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:戰爭-足-原始(軍事-紮營-統領)
字義溯源:軍隊之統領,御營統領;由(στρατόπεδον)=營地)與(ἄρχω)*=為首)組成,而 (στρατόπεδον)又由(στρατιά)=類似營房)與(πεδινός)=平的)組成,其中 (στρατιά)出自(στρατόπεδον)X*=軍隊),而 (πεδινός)出自(πούς)*=足)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 御營統領(1) 徒28:16