ἀμφιλαφής: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀμφιλαφής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[wide]] spreading [[τόλμα]] δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς [[δύναμις]] ἕσποιτο (O. 9.82)
|sltr=[[ἀμφιλαφής]] [[wide]] spreading [[τόλμα]] δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς [[δύναμις]] ἕσποιτο (O. 9.82)
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:20, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιλᾰφής Medium diacritics: ἀμφιλαφής Low diacritics: αμφιλαφής Capitals: ΑΜΦΙΛΑΦΗΣ
Transliteration A: amphilaphḗs Transliteration B: amphilaphēs Transliteration C: amfilafis Beta Code: a)mfilafh/s

English (LSJ)

ές, (prob. from [root ] λαφ-, cf. εἴ-ληφ-α; so) A taking in on all sides, wide-spreading, of large trees. Hdt.4.172; πλάτανος . . ἀ. τε καὶ ὑψηλή Pl.Phdr.230b. 2 thickly grown, thick, ἀ. ἄλσος δένδρεσιν Call.Cer.27, cf. Ael.NA7.6; also of hair, Philostr. Jun.Im.8, etc.; ἀ. φολίδεσσι δράκων Nonn.D.5.153. 3 generally, abundant, enormous, δύναμις Pi.O.9.82; βρονταί, χιών, Hdt.4.28,50; δόσις ἀ. a bounteous gift, A.Ag.1015; γόος ἀ. loud wail, Ch.331; πήματα Id.Fr.149A; κατάλυσις Jul.Ep.36. Adv. -φῶς copiously, Plu. Eum.6; ἀ. ἔχειν, c. gen., Alciphr.3.60. 4 bulky, huge, ἐλέφαντες Hdt.3.114; ἵππος A.R.4.1366; νῆσος ib.983; παστάς Theoc.24.46; χορός Call.Dian.3, etc. b (as if Passive, held on all sides), palpable, Dam.Pr.13,III. 5 rarely of persons, ἀ. τέχνῃ great in art, Call.Ap.42; ἀ. τὴν διάνοιαν Dam. ap. Suid.—Not in Hom. or in Early Prose.

German (Pape)

[Seite 140] ές, von alten Gramm. durch ἀμφιλαβής erklärt, umfassend (ohne daß man mit Suid. an ἀμφοτέραις χερσὶ λαμβάνειν zu denken hat), ausgedehnt, δύναμις Pind. Ol. 9, 88; βρονταί, gewaltiger Donner, Her. 4, 28; χιών 4, 50; von Bäumen, deren Zweige sich weit nach allen Seiten ausdehnen, 3, 114. 4, 172; πλάτανος Plat. Phaedr. 230 b; Ap. Rh. 2, 733; Thall. 3 (VI, 170) u. sp. D., ἄμπελοι Luc. Am. 12; von Gesträuch, Ael. N. A. 7, 6. Von weit sich erstreckenden Ländereien, κτήματα Herodian. 7, 12, 14; ἀμφιλαφὲς ἄλσος δένδρεσιν, ein mit Bäumen dicht bewachsener Hain, Call. Cer. 27; so wohl βουνὸς ἀμφ., dicht bewachsener Hügel, Plut. Syll. 16; νῆσος Ap. Rh. 4, 983. Auch von Thieren, groß, ἐλέφαντες Her. 3, 114; ἵππος Ap. Rh. 4, 1366; δόσις, reichlich, Aesch. Ag. 986; ἀφορμαὶ μέμψεων Luc. rhet. pr. 22; δεῖπνον, ἑστίασις, Ael. N. A. 3, 21. 9, 7; ὠφέλεια Plut. Flam. 5; Callim. Ap. 42 Ἀπόλλων τέχνῃ ἀμφιλαφής, von umfassender Kunst. Eigenthümlichere Vrbdgn sind: γόος, von beiden Seiten erhobene Trauerklage, Aesch. Ch. 328; παστάς, ringum eingeschlossen, Theocr. 24, 46; wenn es nicht auch hier geräumig ist; χορός Callim. Dian. 3, = κύκλιος. – Adv. ἀμφιλαφῶς τῶν πεδίων κομώντων, reich belaubt, Plut. Eum. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλᾰφής: -ές, (πιθ. ἐκ √ΛΑΒ, πρβλ. εἴληφα· ἑπόμ.) ὁ πανταχόθεν περιβάλλων, ὁ ἐπ’ εὖρος ἐκτεινόμενος, ἐξαπλούμενος, ἀμφιλαβής, ἐπὶ μεγάλων δένδρων, Ἡρόδ. 4. 172· πλάτανος ... ἀμφ. τε καὶ ὑψηλὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β, διό, 2) πυκνός, κατάφυτος, ἀμφ. ἄλσος δένδρεσιν Καλλ. εἰς Δήμ. 27, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 6· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς κόμης, Φιλόστρ. 873, κτλ., ἀμφ. φολίδεσσι δράκων Νόνν. Δ. 5. 153. 3) ἐν γένει, ἄφθονος, ὑπερβολικός, μέγας, ἐξαίσιος, δύναμις Πινδ. Ο. 9. 122· βρονταί, χιὼν Ἡρόδ. 4. 28, 50· δόσις ἀμφ., δῶρον μεγαλοπρεπές, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1015· γόος ἀμφ., γενικὸς θρῆνος, ὁ αὐτ. Χο. 331: - Ἐπίρρ.-φῶς, ἀφθόνως, πλουσιοπαρόχως, Πλουτ. Εὐμ. 6, κτλ.: ἀκολούθως, 4) ἐπὶ μεγέθους πραγματικοῦ, ὑπερμεγέθης, πελώριος, ἐλέφαντες Ἡρόδ. 3. 114: ἵππος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1366· νῆσος αὐτόθι 983· παστὰς Θεόκρ. 24. 46· χορὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 3, κτλ. 5) σπανίως ἐπὶ προσ., ἀμφιλαφὴς τέχνῃ, μέγας ἐν τῇ τέχνῃ, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 42. - Πρβλ. Ruhnk Τίμ., Βλωμφίλδ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 985. - Κυρίως ποιητ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qui prend (la place) tout alentour ; grand, fort.
Étymologie: ἀμφί, λαμβάνω.

English (Slater)

ἀμφιλαφής wide spreading τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο (O. 9.82)

Spanish (DGE)

(ἀμφιλᾰφής) -ές
I 1copudo, frondoso de árboles φοίνικες Hdt.4.172, πλάτανος Pl.Phdr.230b, πλατάνιστος A.R.2.733, σχῖνος Ael.NA 7.6
en gener. de plantas frondoso, denso κλάδοι LXX Sap.17.17, ἄμπελος Luc.Am.12
de lugares de vegetación frondosa ἄλσος ... δένδρεσιν ἀμφιλαφές bosque frondoso por sus árboles Call.Cer.26, χωρίον ... ὕλαις ἀμφιλαφέσι ... ἐπίσκιον D.H.2.15, βουνός Plu.Sull.16, λειμῶνες Plu.2.1088d, γῆ Plu.2.246d, νῆσος A.R.4.983
p. ext. denso, prieto del pelo κόμη Philostr.Iun.Im.8.3, de una serpiente, ref. a las escamas ἀμφιλαφὴς φολίδεσσι Nonn.D.5.153.
2 descomunal, de gran tamaño ἐλέφαντες Hdt.3.114, ἵππος A.R.4.1366
espacioso, amplio παστάς Theoc.24.46
nutrido, numeroso χορός Call.Dian.3
prolongado βρονταί Hdt.4.28
copioso χιών Hdt.4.50, πήματα A.Fr.91
abundante δόσις A.A.1015
enorme, tremendo δύναμις Pi.O.9.82.
3 amplio, doble ἡμεῖς δ' ἑπόμενοι Σώσπιδι ... πάλιν ἐχώμεθα τοῦ φοίνικος ἀμφιλαφεῖς τῷ λόγῳ λαβὰς διδόντος Plu.2.724d
fig. grande, importante τέχνῃ δ' ἀμφιλαφὴς ... Ἀπόλλων Apolo grande por su arte Call.Ap.42.
II de los elementos palpable Dam.Pr.13.
III adv. -ῶς intensamente ἀ. ταραχθείς A.Ch.331
abundantemente ἀ. τῶν πεδίων κομώντων ofreciendo las llanuras abundante cosecha Plu.Eum.6
cumplidamente c. gen. partit. πόλις ... ἀμφιλαφῶς ἔχουσα τρυφημάτων Alciphr.3.24.3
adv. compar. ἀμφιλαφέστερον de una manera más completa S.E.P.3.37.
• Etimología: Cf. λάφυρον.

Greek Monolingual

ἀμφιλαφής, -ές (Α)
1. (για μεγάλα δέντρα) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, που τα κλαδιά του απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση
2. δασύς, πυκνός, κατάφυτος
3. άφθονος, υπερβολικός, δυνατός
4. υπερμεγέθης, πελώριος
5. (σπάν. για πρόσωπα) μεγάλος, έξοχος σε κάτι, π. χ. στην τέχνη
6. επίρρ. ἀμφιλαφῶς
άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. σιγμόληκτο < ἀμφι- + -λαφής από ρ. λαφ- (< ΙΕ labh-), που απαντά στα λάφυρα και στο εἴληφα (λαμβάνω).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιλάφεια.

Greek Monotonic

ἀμφιλᾰφής: -ές (λαμβάνω),
1. αυτός που καταλαμβάνει όλες τις πλευρές, ευρέως εξαπλωμένος, λέγεται για μεγάλα δέντρα, σε Ηρόδ.
2. γενικά, άφθονος, υπερβολικός, τεράστιος, στον ίδ. κ.λπ.· γόος ἀμφ., καθολικός θρήνος, σε Αισχύλ.· επίρρ. -φῶς, άφθονα, πλούσια, σε Πλούτ.
3. λέγεται για μέγεθος, ογκώδης, τεράστιος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλᾰφής:
1) раскидистый, развесистый (δένδρεα Her.; πλάτανος Plat.; ἄμπελοι Luc.);
2) обширный (παστάς Theocr.; γῆ Plut.);
3) большой, крупный, огромный (ἐλέφαντες Her.);
4) обильный, богатый, щедрый (δόσις Aesch.): ἡ χώρα ἀμφιλαφεῖς ὠφελείας ἔχουσα Plut. страна, изобилующая всем;
5) густой, частый, сильный (χιών, βρονταί Her.);
6) густо поросший (βουνός Plut.);
7) всеобщий (γόος Aesch.).

Middle Liddell

λαμβάνω
1. taking in on all sides, widespreading, of large trees, Hdt.
2. generally, abundant, excessive, enormous, Hdt., etc.; γόος ἀμφ. a universal wail, Aesch.:—adv. -φῶς, copiously, Plut.
3. of size, bulky, huge, Hdt.