κάρδαμον: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br />cresson, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. - <i>myc.</i> ka-da-mi-ja - le <i>skr.</i> kardamah désigne une plante totalement inconnue. | |btext=ου (τό) :<br />cresson, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt prob. - <i>myc.</i> ka-da-mi-ja - le <i>skr.</i> kardamah désigne une plante totalement inconnue. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κάρδαμον -ου, τό tuinkers; overdr.: βλέπειν κάρδαμα indringend kijken Aristoph. Ve. 455. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάρδαμον:''' τό тж. pl. кардам(он), кресс (разновидность растения с острым вкусом, семена которого употреблялись в пищу в качестве приправы) Plut.: κάρδαμα βλέπειν Arph. сурово глядеть. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> ([[πρβλ]]. [[δίκταμον]], [[σήσαμον]]). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]]. | |mltxt=το και [[κάρδαμος]], ο (AM [[κάρδαμον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών σταυρανθών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως [[σήμερα]] το [[σινάπι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βλέπω]] κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει [[κάρδαμο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το [[κράδος]] «[[κλαδάκι]]» και με το [[σκόροδον]] δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. [[λέξη]] <i>kardamah</i>, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο [[φυτό]], [[οπότε]] η [[σύνδεση]] της με το [[κάρδαμον]] παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες [[φυτών]] σε -<i>άμον</i> ([[πρβλ]]. [[δίκταμον]], [[σήσαμον]]). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. <i>kadamija</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρδαμίνη]], [[καρδαμίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμάλη]], [[καρδάμη]], [[καρδαμίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρδαμούρα]], [[καρδαμώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρδαμόσπορο]](<i>ν</i>), [[καρδάμωμον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρδαμογλύφος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κάρδᾰμον''': τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. [[nasturtium]], ἢ ὁ [[σπόρος]] [[αὐτοῦ]] ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ [[σίναπι]], Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ [[βλέμμα]] (ὡς τὸ [[νᾶπυ]], δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου [[quid distent aera lupinis]]), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:18, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, nose-smart, Lepidium sativum, of which the seed was eaten like mustard, X.Cyr.1.2.8, POxy.1429.5, Ael.VH3.39: pl., Ar.Nu.234; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eub.36: metaph., βλέπειν κάρδαμα = look sharp and stinging, have a fierce look Ar.V.455: prov. of worthless things, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων = 'as different as chalk from cheese' Henioch.4.2.
German (Pape)
[Seite 1326] τό, eine Art Kresse mit bitterem Kraut, deren Saamen wie Senf gegessen wurde, gew. im plur.; Ar. Th. 617; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eubul. bei Ath. VIII, 347 d; bes. von den Persern gegessen, Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. A.; vgl. Schol. Ar. Nub. 235; – κάρδαμα βλέπειν, neben ὀξύθυμος u. δίκαιος, nach Kresse aussehen, ein saures, barsches Gesicht machen, Ar. Vesp. 455.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cresson, plante.
Étymologie: DELG emprunt prob. - myc. ka-da-mi-ja - le skr. kardamah désigne une plante totalement inconnue.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρδαμον -ου, τό tuinkers; overdr.: βλέπειν κάρδαμα indringend kijken Aristoph. Ve. 455.
Russian (Dvoretsky)
κάρδαμον: τό тж. pl. кардам(он), кресс (разновидность растения с острым вкусом, семена которого употреблялись в пищу в качестве приправы) Plut.: κάρδαμα βλέπειν Arph. сурово глядеть.
Greek Monotonic
κάρδᾰμον: τό, είδος κάρδαμου, Λατ. nasturtium ή ο σπόρος του, ο οποίος τρώγονταν όπως η μουστάρδα, σινάπι από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ.
Greek Monolingual
το και κάρδαμος, ο (AM κάρδαμον)
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία φυτών της οικογένειας τών σταυρανθών
αρχ.
1. είδος λαχανικού που τους σπόρους του έτριβαν και έτρωγαν οι Πέρσες, όπως σήμερα το σινάπι
2. φρ. «βλέπω κάρδαμα» — έχω όψη άγρια, ξινισμένη, όπως αυτός που τρώει κάρδαμο (Αριστοφ.)
3. παροιμ. «ὅσῳ διαφέρει σῡκα καρδάμων» — για μηδαμινά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προσπάθειες συνδέσεώς του με το κράδος «κλαδάκι» και με το σκόροδον δεν πείθουν. Η αρχ. ινδ. λέξη kardamah, εξάλλου, δηλώνει κάποιο εντελώς άγνωστο φυτό, οπότε η σύνδεση της με το κάρδαμον παραμένει αμφίβολη. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για δάνεια λ., όπως και άλλες ονομασίες φυτών σε -άμον (πρβλ. δίκταμον, σήσαμον). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του πληθ. kadamija.
ΠΑΡ. καρδαμίνη, καρδαμίς
αρχ.
καρδαμάλη, καρδάμη, καρδαμίζω
νεοελλ.
καρδαμούρα, καρδαμώνω.
ΣΥΝΘ. καρδαμόσπορο(ν), καρδάμωμον
αρχ.
καρδαμογλύφος].
Greek (Liddell-Scott)
κάρδᾰμον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ σπόρος αὐτοῦ ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ σίναπι, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ βλέμμα (ὡς τὸ νᾶπυ, δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου quid distent aera lupinis), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: nose-smart, Lepidium sativum (X., Ar.).
Other forms: Also παρδαμάλη (Phot.).
Compounds: As 1. member in καρδάμωμον, haplological for καρδαμ-άμωμον n. cardamum (Thphr., Dsc.; on the formation Schwyzer 263).
Derivatives: καρδαμίς = κάρδαμον (Nic., Plu.; after κεδρίς a. o., Chantraine Formation 343); καρδαμίνη id., also = σισύμβριον a. o. (Dsc.; Chantraine 204); καρδαμάλη Persian cake from κάρδαμον (Trypho ap. Ath.; as ἀμυγδάλη a. o.); καρδαμίζω "talk cress", i. e. talk nonsense (Nic. Th. 617). - Sideform καρδάνη id. (Gloss.; after βοτάνη?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Among the plant names in -αμον (Schwyzer 494, Chantraine 133) there are several clear loan-words, so will be κάρδαμον. Doubtful suggestion in Strömberg Wortstudien 38: from *κάρδος = κράδος twig in καρδίδιον, ἀνα-, κατακάρδιον. Not better Grošelj Razprave 2, 41: to σκόροδον. - Skt. kardamaḥ is a further unknown plant, so connection with κάρδαμον remains uncertain/improbable; cf. Mayrhofer KEWA s. v. - -αμον is a Pre-Greek suffix, Fur. 64 n. 269. The word has been connected with Hitt. karšani an alcalic plant, Fur. 252.
Middle Liddell
κάρδᾰμον, ου, τό,
a kind of cress, Lat. nasturtium, or its seed, which was eaten like mustard by the Persians, Xen.; in plural cresses, Ar.;—metaph., βλέπειν κάρδαμα, i. e. look sharp and stinging, Ar.
{{FriskDe
|ftr=κάρδαμον: {kárdamon}
Grammar: n.
Meaning: Art Kresse, Lepidium sativum (X., Ar., Pap. usw.).
Composita: Als Vorderglied in καρδάμωμον, haplologisch für καρδαμάμωμον n. Kardamom (Thphr., Dsk.; zur Bildung Schwyzer 263).
Derivative: Ableitungen: καρδαμίς = κάρδαμον (Nik., Plu.; nach κεδρίς u. a., Chantraine Formation 343); καρδαμίνη ib., auch = σισύμβριον u. a. (Dsk. u. a.; Chantraine 204); καρδαμάλη [[persischer Kuchen aus κάρδαμον (Trypho ap. Ath.; wie ἀμυγδάλη u. a.); καρδαμίζω "Kresse reden", d. h. Unsinn reden (Nik. Th. 617). — Nebenform καρδάνη ib. (Gloss.; nach βοτάνη).
Etymology: Da unter den Pflanzennamen auf -αμον (Schwyzer 494, Chantraine 133) mehrere offenbare Fremdwörter sind, liegt es nahe, auch κάρδαμον als fremd zu betrachten. Ganz fragliche Vermutung von Strömberg Wortstudien 38: von *κάρδος = κράδος Zweig in καρδίδιον, ἀνα-, κατακάρδιον. Nicht besser Grošelj Razprave 2, 41: zu σκόροδον. — Aind. kardamaḥ bezeichnet eine nicht näher bekannte Pflanze, weshalb Beziehung zu κάρδαμον unsicher bleibt; vgl. Mayrhofer Wb. s. v.
Page 1,786-787
}}
Wikipedia EN
Cress (Lepidium sativum), sometimes referred to as garden cress (or curly cress) to distinguish it from similar plants also referred to as cress (from old Germanic cresso which means sharp, spicy), is a rather fast-growing, edible herb.
Garden cress is genetically related to watercress and mustard, sharing their peppery, tangy flavour and aroma. In some regions, garden cress is known as mustard and cress, garden pepper cress, pepperwort, pepper grass, or poor man's pepper.
This annual plant can reach a height of 60 cm (24 in), with many branches on the upper part. The white to pinkish flowers are only 2 mm (1⁄16 in) across, clustered in small branched racemes.
When consumed raw, cress is a high-nutrient food containing substantial content of vitamins A, C and K and several dietary minerals.
Translations
ace: camcuruih; af: waterkers; am: ፌጦ; ar: رشاد مزروع; azb: آجیتره; az: vəzəri; be: клапоўнік пасяўны; bg: кресон; bs: obična grbaštica; ca: morritort; cs: řeřicha setá; cy: pupurlys yr ardd; da: havekarse; de: Gartenkresse; dsb: zagrodna krjasa; el: κάρδαμο; en: garden cress, cress, mustard and cress, garden pepper cress, pepperwort, pepper grass, poor man's pepper; eo: ĝardenkreso; fa: شاهی; fi: vihanneskrassi; frr: klaker; fr: cresson alénois; ga: biolar gairdín; gu: અશેળિયો; hsb: zahrodna žerchej; hu: kerti zsázsa; hy: կոտեմ; is: karsi; ja: コショウソウ; kab: agernunnec; ka: წიწმატი; kk: кресс салат; ko: 큰다닥냉이; lbe: гьумалаккиж; lez: цiуьлуьк; lt: sėjamoji pipirnė; mk: добрејка; ml: ആശാളി; mr: अहाळीव; mzn: شاهین; ne: चम्सुर; nl: tuinkers; nn: matkarse; no: karse; os: дудгæ; pl: pieprzyca siewna; qu: willk'uyuyu; ro: creson; ru: кресс-салат; sh: obična grbaštica; simple: garden cress; sk: žerucha siata; sv: smörgåskrasse; th: เทียนแดง; tr: tere; uk: хріниця сійна; ur: ہالوں; wuu: 家独行菜; zh: 家独行菜