ὑποστολή: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />resserrement, diminution.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστέλλω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />resserrement, diminution.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[уменьшение]], [[сокращение]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[боязнь]], [[колебание]] NT;<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστολή:''' ἡ, [[δισταγμός]], [[οπισθοχώρηση]], [[ατολμία]], [[αποφυγή]], [[υπεκφυγή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑποστολή:''' ἡ, [[δισταγμός]], [[οπισθοχώρηση]], [[ατολμία]], [[αποφυγή]], [[υπεκφυγή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστολή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[уменьшение]], [[сокращение]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[боязнь]], [[колебание]] NT;<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστολή Medium diacritics: ὑποστολή Low diacritics: υποστολή Capitals: ΥΠΟΣΤΟΛΗ
Transliteration A: hypostolḗ Transliteration B: hypostolē Transliteration C: ypostoli Beta Code: u(postolh/

English (LSJ)

ἡ, A fasting, Plu.2.129c, Heliod. ap. Orib.46.20.6. 2 omission of a letter, τοῦ ῑ A.D.Adv.187.22: generally, removal, Id.Pron.91.26, al. II shrinking, timidity, evasion, Ep.Hebr.10.39, Hsch.; δι' ὑποστολῆς holding back, Ascl.Tact.10.21; μετά τινος ὑ. with a certain reserve, Phld.Rh.1.108 S. III concealment, dissimulation, J.BJ2.14.2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
resserrement, diminution.
Étymologie: ὑποστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστολή:
1) уменьшение, сокращение Plut.;
2) боязнь, колебание NT;
3) грам. опущение буквы.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστολή: ἡ κατὰ μικρὸν ἐλάττωσις τῆς τροφῆς, περιορισμὸς τῆς διαίτης, Πλούτ. 2. 129C, 475F, Ὀρειβάσ. 105 Cocch. 2) ἡ ἀποβολὴ γράμματος, Α. Β. 600, 30. ΙΙ. «δειλία, φυγὴ» Ἡσύχ., προβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐβρ. ι΄, 39.

English (Strong)

from ὑποστέλλω; shrinkage (timidity), i.e. (by implication) apostasy: draw back.

English (Thayer)

ὑποστολῆς, ἡ (ὑποστέλλω, which see), properly, a withdrawing (Vulg. subtractio) (in a good sense, Plutarch, anim. an corp. aff. sint pej. § 3under the end); the timidity of one stealthily retreating: οὐκ ἐσμεν ὑποστολῆς (see εἰμί IV:1g.), we have no part in shrinking back etc., we are free from the cowardice of etc. (R. V. we are not of them that shrink back etc.), λάθρᾳ τά πολλά καί μεθ' ὑποστολῆς ἐκακουργησεν, Josephus, b. j. 2,14, 2; ὑποστολην ποιοῦνται, Antiquities 16,4, 3).

Greek Monolingual

η / ὑποστολή, ΝΜΑ ὑποστέλλω
νεοελλ.
1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή της σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων»)
2. περιορισμός, ελάττωση, μείωσηυποστολή αξιώσεων»)
αρχ.
1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία
2. προσποίηση, απάτη
3. ταπεινοφροσύνη
4. αποχώρηση, απόσυρση
5. αυτοσυγκράτηση, συστολή
6. σύνεση
7. δειλία, ατολμία
8. απροθυμία, δισταγμός·9. αποβολή γράμματος·10. (κατά τον Ησύχ.) «δειλία, φυγή».

Greek Monotonic

ὑποστολή: ἡ, δισταγμός, οπισθοχώρηση, ατολμία, αποφυγή, υπεκφυγή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὑποστολή, ἡ,
a shrinking back, evasion, NTest.

Chinese

原文音譯:Øpostol» 虛坡-士拖累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在下-安放(著)
字義溯源:退縮,退後,膽怯;源自(ὑποστέλλω)=被抑制),由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 退縮(1) 來10:39