ἐναίσιμος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-αίσῐμος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> [[ominous]], [[boding]], fateful, Lat. [[fatalis]], Od.; neut. ἐναίσιμον and -μα as adv. [[ominously]], Hom.: —in [[good]] [[sense]], [[seasonable]], Lat. [[opportunus]], of omens, Il.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[righteous]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> of things, fit, [[proper]], Il.:—adv. -ως, [[fitly]], [[becomingly]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=ἐν-αίσῐμος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> [[ominous]], [[boding]], fateful, Lat. [[fatalis]], Od.; neut. ἐναίσιμον and -μα as adv. [[ominously]], Hom.: —in [[good]] [[sense]], [[seasonable]], Lat. [[opportunus]], of omens, Il.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[righteous]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> of things, fit, [[proper]], Il.:—adv. -ως, [[fitly]], [[becomingly]], Aesch., Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πεπρωμένος]], [[κατάλληλος]], [[δίκαιος]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐν]] + [[αἶσα]] (=μοίρα). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη [[αἴσιος]].
}}
}}

Revision as of 15:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναίσιμος Medium diacritics: ἐναίσιμος Low diacritics: εναίσιμος Capitals: ΕΝΑΙΣΙΜΟΣ
Transliteration A: enaísimos Transliteration B: enaisimos Transliteration C: enaisimos Beta Code: e)nai/simos

English (LSJ)

ον, (αἶσα) Ep. Adj. (rare in Trag.) A ominous, fateful, οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον (as adverb) Il.6.519; ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι Od.2.159; οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι (ὄρνιθες) ib.182; especially in good sense, seasonable, of omens, ἐ. σήματα φαίνων Il.2.353: generally, favourable, boding good, λιγνὺν ἐναίσιμον ἀΐσσουσαν A.R.1.438. II of persons, their thoughts, etc., righteous, ἀνὴρ ὃς ἐ. εἴη Od.10.383; οἵ τινές εἰσιν ἐ. οἵ τ' ἀθέμιστοι 17.363; ᾧ οὔτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐ. (of Achilles) Il.24.40, cf. Od.18.220; ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐ. 5.190; so τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν 2.123, 7.299; ἐ. τίει (βίον) A.Ag.775(lyr.); γῆρας γὰρ ἐ. ἄνδρατίθησιν makes him honoured, Opp.H.1.683. 2 of things, fit, proper, ἐ. δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Il.24.425, cf. h.Cer.369. Adv. ἐναισίμως = fitly, becomingly, αἰνεῖν A.Ag. 916; μή νυν ὑπέρβαλλ', ἀλλ' ἐ. φέρε E.Alc.1077.

Spanish (DGE)

-ον
I mánt.
1 que presagia, augural ὄρνιθες Od.2.182
neutr. subst. ἐναίσιμα presagios ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι Od.2.159.
2 en sent. posit. auspicioso, de buen augurio, propicio ἀστράπτων ἐπιδέξι', ἐναίσιμα σήματα φαίνων Il.2.353, λιγνύς A.R.1.438, ὄσσαν A.R.1.1087, cf. Max.539, τὰ μὲν οὕτω ἐναίσιμα πάντα γένοιτο ἐκ μακάρων que todo eso pueda así cumplirse de manera propicia gracias a los dioses A.R.1.900
neutr. subst. ἐναίσιμα buenos augurios Arat.420.
3 presagiado, que sucede bajo un presagioγένεσις Iul.Ar.260.8.
II gener.
1 que es como es debido, justo, sensato ref. pers. y asim. ᾧ οὐτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι οὔτε νόημα γναμπτόν ni sensata es su mente ni doblegable su pensamiento, Il.24.40, cf. Od.18.220, Q.S.14.196, τίς ... ἀνήρ, ὃς ἐ. εἴη ... Od.10.383, cf. Il.6.521, op. ἀθέμιστος Od.17.363, Δίκα ... τὸν δ' ἐναίσιμον τίει βίον A.A.775, γῆρας ... ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν Opp.H.1.683.
2 de cosas y abstr. condigno, adecuado, conveniente ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Il.24.425, cf. h.Cer.369, τοῦτο γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od.2.122, οὐ βούλομαι ἐπ' ἀνδράσι πρεσβυτέροις εἰπεῖν ῥήματα οὐκ ἐναίσιμα no quiero decir inconveniencias contra hombres ya mayores Numen.24.66, ἐναίσιμον ἄλγος ἔχουσιν tienen el dolor que les corresponde Gr.Naz.M.37.1240A, ἐναίσιμα μέτρα Opp.H.3.636
neutr. sg. como adv. ἐναίσιμον en el momento debido οὐδ' ἦλθον ἐ., ὡς ἐκέλευες Il.6.519
neutr. plu. como adv. δμῶες ... οὐκέτ' ... ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι los sirvientes ya no quieren trabajar como les corresponde, Od.17.321, ἔδοξε τῷ Νεάρχῳ ἐναίσιμα λέγειν a Nearco le pareció que hablaba adecuadamente Arr.Ind.34.11.
III adv. ἐναισίμως = convenientemente, con moderación αἰνεῖν A.A.916, μή νυν ὑπέρβαλλ' ἀλλ' ἐ. φέρε ref. al dolor por la pérdida de Alcestis, E.Alc.1077, cf. Sch.Er.Il.24.425a.

German (Pape)

[Seite 825] Schicksal verkündend, vorbedeutend; ὄρνιθες Od. 2, 181; σήματα, vom Blitz, Il. 2, 355; vom Seher, ἐναίσιμα μυθήσασθαι, das Schicksal eröffnende Worte, Od. 2, 159; ὄρνιθος ὄσσα Ap. Rh. 1, 1087; adverbialisch, ἐναίσιμον ἦλθον Il. 6, 519, zur rechten Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 438, dem Schicksale entsprechend, schicklich. Von Menschen, billig, gerecht, Od. 10, 383; Ggstz ἀθέμιστος, 17, 363; νόος, φρένες, 5, 190 Il. 24, 40; ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od. 7, 299; ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι 17, 321; βίος Aesch. Ag. 751; ἐναίσιμα δῶρα, gebührende, Il. 24, 425; γῆρας ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, ehrwürdig, Opp. H. 1, 683. – Adv., ἐναισίμως αἰνεῖν, geziemend, Aesch. Ag. 890; φέρειν Eur. Alc. 1077.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui annonce l'avenir;
2 de bon augure ; favorable, opportun ; adv. • ἐναίσιμον IL à propos;
3 convenable, juste, honnête ; en gén. convenable, approprié.
Étymologie: ἐν, αἶσα.

Russian (Dvoretsky)

ἐναίσῐμος:
1) предвещающий, служащий предзнаменованием, вещий (ὄρνιθες Hom.): ἐναίσιμα μυθήσασθαι Hom. предсказывать, пророчествовать;
2) благоприятный, сулящий успех, счастливый (σήματα Hom.);
3) достойный, порядочный (ἀνήρ Hom.);
4) надлежащий, подобающий, приличествующий (δῶρα Hom.; βίος Aesch.): ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι Hom. выполнить свой долг;
5) роковой (δῆρις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναίσιμος: -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες αὐτόθι 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., πρόσφορος, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· καθόλου, αἴσιος, εὐνοϊκός, εὐμενής, προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δίκαιος, τὶς γάρ κεν ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· γῆρας γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων, ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, πρεπόντως, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.

English (Autenrieth)

fateful, favorable (opp. παραίσιος), Il. 2.353, Od. 2.182, 159; then proper, seemly, just (ἐν αἴσῃ, κατ' αἶσαν, κατὰ μοῖραν), ἀνήρ, Il. 6.521; φρένες, Od. 18.220; δῶμα, Il. 24.425; neut. sing. as adv., ἐναίσιμον ἐλθεῖν, ‘opportunely,’ Il. 6.519; predicative, Od. 2.122, Od. 7.299.

English (Slater)

ἐναίσιμος ? propitious Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. 66.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐναίσιμος, -ον)
νεοελλ.
«εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» — πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες
αρχ.
1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.)
2. αίσιος, ευμενής, ευνοϊκός, ευοίωνος
3. (για πρόσ.) δίκαιος, χρηστός («τὸν δ' ἐναίσιμον τίει βίον», Αισχ.)
4. (για πρόσ.) τιμημένος
5. (για πράγμ.) αρμόδιος, κατάλληλος, πρέπων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναίσιμον
πρεπόντως, στον αρμόζοντα καιρό («οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εναισίμως
πρεπόντως, προσηκόντως.

Greek Monotonic

ἐναίσῐμος: -ον, I. αυτός που προμηνύει κάτι (καλό ή κακό), αυτός που προμαντεύει, προαισθάνεται, προφητικός, μαντικός, Λατ. fatalis, σε Ομήρ. Οδ.· ουδ., ἐναίσιμον και -μα ως επίρρ., προφητικά, σε Όμηρ.· με θετική σημασία, έγκαιρος, επίκαιρος (την κατάλληλη στιγμή), αρμόδιος, πρέπων, Λατ. opportunus, λέγεται για οιωνούς, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, δίκαιος, σε Όμηρ.
2. λέγεται για πράγματα, ταιριαστός, κατάλληλος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ., -ως, κατάλληλα, όπως πρέπει, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

ἐν-αίσῐμος, ον adj
I. ominous, boding, fateful, Lat. fatalis, Od.; neut. ἐναίσιμον and -μα as adv. ominously, Hom.: —in good sense, seasonable, Lat. opportunus, of omens, Il.
II. of persons, righteous, Hom.
2. of things, fit, proper, Il.:—adv. -ως, fitly, becomingly, Aesch., Eur.

Mantoulidis Etymological

(=πεπρωμένος, κατάλληλος, δίκαιος). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + αἶσα (=μοίρα). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στή λέξη αἴσιος.