στοιχίζω: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoichizo | |Transliteration C=stoichizo | ||
|Beta Code=stoixi/zw | |Beta Code=stoixi/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[set in a row]], esp. [[set a row of poles with nets]] to drive the game into, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.8</span>; cf. [[στοῖχος]] ''ΙΙ'', [[περιστοιχίζω]]:—Pass., to [[be set in rows]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐστιχ-]] in <span class="bibl">LXX <span class="title">Ez.</span>42.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[order]] or [[arrange in system]], τρόπους μαντικῆς <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>484</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[set in a row]], esp. [[set a row of poles with nets]] to drive the game into, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.8</span>; cf. [[στοῖχος]] ''ΙΙ'', [[περιστοιχίζω]]:—Pass., to [[be set in rows]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐστιχ-]] in <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ez.</span>42.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[order]] or [[arrange in system]], τρόπους μαντικῆς <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>484</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 15 October 2022
English (LSJ)
A set in a row, esp. set a row of poles with nets to drive the game into, X.Cyn.6.8; cf. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω:—Pass., to be set in rows, v.l. for ἐστιχ- in LXX Ez.42.3. II order or arrange in system, τρόπους μαντικῆς A.Pr.484.
German (Pape)
[Seite 946] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.
French (Bailly abrégé)
tendre sur une ligne une toile ou un filet de chasse ; fig. ranger, ordonner, exposer.
Étymologie: στοῖχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοιχίζω [στοῖχος] rangschikken, ordenen.
Russian (Dvoretsky)
στοιχίζω:
1) приводить в порядок, упорядочивать (τρόπους μαντικῆς Aesch.);
2) расставлять в ряд или кругом (sc. τὰς ἄρκυς Xen.).
Greek Monolingual
ΝΑ στοῑχος
βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω
νεοελλ.
1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά του στοίχισαν πολύ»)
2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («του στοίχισε πολύ ο θάνατος του παιδιού του»)
3. φρ. «δεν μού στοιχίζει» — δεν δίνω σημασία σε κάτι, δεν θεωρώ κάτι ως σπουδαίο («δεν του στοιχίζει τίποτε να σέ αφήσει στα κρύα του λουτρού»)
αρχ.
1. μπήγω στη σειρά πασσάλους με βρόχους για να πιάσω θήραμα («στοιχιζέτω δὲ ὑψηλά, ὅπως ἄν μή ὑπερπηδᾷ», Ξεν.)
2.μτφ. κατατάσσω, διευθετώ συστηματικά, ταξινομώ («τρόπους τε πολλούς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.)
3. παθ. στοιχίζομαι
είμαι ταγμένος σε ορισμένη σειρά.
Greek Monotonic
στοιχίζω: μέλ. -σω,
I. θέτω σε σειρά, αραδιάζω, ιδίως λέγεται, για σειρά πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το θήραμα, σε Ξεν.
II. κατατάσσω ή διευθετώ κατά σύστημα, με σύστημα, συστηματικά, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχίζω: θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων ὅπως ἐγκλείσω τὸ θήραμα εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. κατατάσσω, διατάσσω, διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. διαστοιχίζομαι.
Middle Liddell
στοιχίζω, fut. -σω
I. to set a row of poles with nets to drive the game into, Xen.
II. to order or arrange in system, Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=ἀραδιάζω, ἀλφαδιάζω). Ἀπό τό στοῖχος τοῦ στείχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.