χώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χώννῡμι:''' и χωννύω (fut. χώσω)<br /><b class="num">1)</b> [[насыпать]], [[наваливать]], [[возводить]] (из земли) (τάφον Soph.; τύμβον Eur.; [[χῶμα]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[засыпать]], [[заваливать]] (λιμένας Dem.; τάφρον γῇ Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[погребать]], [[хоронить]] (τινὰ τάφῳ Eur. и σήματι Anth.).
|elrutext='''χώννῡμι:''' и χωννύω (fut. χώσω)<br /><b class="num">1</b> [[насыпать]], [[наваливать]], [[возводить]] (из земли) (τάφον Soph.; τύμβον Eur.; [[χῶμα]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[засыпать]], [[заваливать]] (λιμένας Dem.; τάφρον γῇ Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[погребать]], [[хоронить]] (τινὰ τάφῳ Eur. и σήματι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώννῡμι Medium diacritics: χώννυμι Low diacritics: χώννυμι Capitals: ΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: chṓnnymi Transliteration B: chōnnymi Transliteration C: chonnymi Beta Code: xw/nnumi

English (LSJ)

later form of χόω, Arr.An.2.18.3, etc.; also χωννύω Plb.1.47.3: impf. ἐχώννυον D.S.14.49, etc.; 3pl. ἐχώννυσαν D.C.66.4:—Pass., inf. χώννυσθαι Plb.4.40.4, etc.; subj. χωννύηται PSI5.486.5 (iii B. C.); ἐχωννύμεθα we were covered with a heap of earth, i. e. had a sepulchral mound raised over us (cf. χόω fin.), AP7.136 (Antip.), 137.

German (Pape)

[Seite 1386] u. χωννύω, fut. χώσω, perf. pass. κέχωσμαι, bei Her. u. Thuc. auch χόω (verwandt mit χέω), schütten, aufschütten; bes. von ausgegrabener u. aufgeschütteter Erde, mit Schutt u. Erde ausfüllen, dämmen, Dämme od. Wälle aufwerfen, χώματα χοῦν, χῶσαι, Her. 1, 162. 4, 71. 9, 85; πρὸς πόλιν Thuc. 2, 75; λιμένας, verschütten, Dem. 25, 84; Aesch. 3, 109; τάφρου μέρος γῇ καὶ ὕλῃ Plut. Crass. 10; durch aufgeworfene Wälle befestigen, verschanzen; pass. durch Schutt ausgefüllt werden, χωσθῆναι Her. 2, 11. 137, u. Sp. – Bes. einen Grabhügel aufschütten, τάφον χώσουσα πορεύσομαι, Soph. Ant. 81. 1189; τύμβον χῶσον Eur. I. T. 702; ὅπως χώσω τάφῳ Or. 1585; ἐπεί μοι τύμβος οὐ χωσθήσεται I. A. 1443; Plat. Legg. XII, 947 e; pass. ἐχωννύμεθα, uns wurde ein Grabhügel aufgeschüttet, Antp. Sid. 66, Ep. ad. 619 (VII, 136. 137). – Χῶσαί τινα λίθοις, Einen mit Steinen überschütten, steinigen, Ar. Ach. 279.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. Act. et f. Pass. 3ᵉ sg. χωσθήσεται;
amonceler de la terre ou du sable : χῶμα ou χώματα ATT faire un terrassement, une jetée ; τάφον SOPH, τύμβον EUR élever une tombe au moyen de terre amoncelée.
Étymologie: χόω.

Russian (Dvoretsky)

χώννῡμι: и χωννύω (fut. χώσω)
1 насыпать, наваливать, возводить (из земли) (τάφον Soph.; τύμβον Eur.; χῶμα Plat.);
2 засыпать, заваливать (λιμένας Dem.; τάφρον γῇ Plut.);
3 погребать, хоронить (τινὰ τάφῳ Eur. и σήματι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χώννῡμι: μεταγεν. τύπος τοῦ χόω, Ἀρρ. Ἀνάβ. Ἀλεξ. 2. 18, 3, κλπ.· ὡσαύτως χωννύω Πολύβ. 1. 47, 3· παρατ.· ἐχώνυον Διόδ. 14. 49, κλπ.· γ΄ πληθ. ἐχώννυσαν Δίων Κάσσ. 66. 4. ― Παθ., ἀπαρ. χώννυσθαι Πολύβ. 4, 40, 4, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 701 κἐξ. 886.

Greek Monolingual

και χωννύω Α
μτγν. τ. του χῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< χώσ-νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση του άχρηστου ενεστ. χόω, - (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ-χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί μετονοματικό παράγωγο του χόος/χοῦς (βλ. λ. χέω). Αρχικός τ. του συστήματος του χώννυμι πρέπει να θεωρηθεί ο αόρ. χῶσ-αι (< χοῶσαι, με συναίρεση). Ο αόρ. χῶσαι, ωστόσο, θα μπορούσε να προέλθει από χοῆσαι από αμάρτυρο ενεστ. τ. χοέω, επιτατικό τ. του ρ. χέω με φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. σεύομαι: σοFέομαι, βλ. λ. σεύω). Για τη συναίρεση, τέλος, του χοῆσαι > χῶσαι, πρβλ. νοέω: νοῆσαι > νῶσαι].

Greek Monotonic

χώννυμι: -ύω, μεταγεν. τύπος του χόω, σε Πολύβ. κ.λπ.

Middle Liddell

later form of χόω, Polyb., etc.

Frisk Etymology German

χώννυμι: -ύω (Arist., hell. u. sp.),
{khṓnnumi}
Forms: selten προσχοῖ, χοῦσι, χοῦν, χῶν (wie von *χόω; Hdt., Th.), Aor. χῶσαι, -σασθαι, -σθῆναι, Perf. Med. κέχωσμαι (ion. att.), Akt. κέχωκα (D., Arist.), Fut. χώσω (att.),
Grammar: v.
Meaning: aufschütten, aufwerfen, mit Schutt oder Erde ausfüllen.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, προσ-, κατα-, συν-,
Derivative: Davon χῶμα (selten und sp. -σμα) n. Aufschüttung, Schutt, Damm, Wall (ion. att.), -σις f. das Aufschütten, Aufwerfen, Eindämmen (Th., hell. u. sp.), oft von den Präfixkompp., z.B. ἀνάχωμα, ἔγχωσις; χωστρίς (χελώνη) Sturmdach, unter dem die Belagerer Gräben zuschütten (hell. u. sp.).
Etymology: Das obige Formensystem ist auf dem Aorist χῶσαι aufgebaut, der statt des formal schlecht charakterisierten χέαι eintrat und entweder für *χοῶσαι als Denominativ von χόος, χοῦς steht oder aus *χοῆσαι, von *χοέω, kontrahiert wurde (vgl. νῶσαι < νοῆσαι von νοέω und σοῦμαι s. σεύομαι m. Lit.), ebenfalls als Denom. oder als Iterativ-Intensiv von χέω. An χῶσαι schlossen sich die übrigen Formen, zuletzt das Präsens χώννυμι, -ύω. Die Präsensformen -χοῖ, χοῦσι usw. haben sich nie durchgesetzt. Weiteres s. χέω.
Page 2,1125

Mantoulidis Etymological

(=συσσωρεύω χῶμα, παραχώνω). Μεταγεν. τύπος τοῦ χόω. Ἀπό τό χόος -χοῦς τοῦ χέω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. α) θέμα χοϝ+ω → χόω-ῶ, β) θέμα χωσ- (μέ ἔκταση τοῦ ο σέ ω) + πρόσφ. νυ + μι = χώννυμι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χῶμα, ἀνάχωμα, ἀναχωματικός, χῶσις, (ἀνά, ἐπί, κατά, πρόσ)χωσις, χωστέον, χωστός, πολύχωστος, τυμβόχωστος, χωστρίς (=χελώνα).