ἀγγέλλω: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ἤγγελλον, <i>f.</i> ἀγγελῶ, <i>ao.</i> [[ἤγγειλα]], <i>pf.</i> [[ἤγγελκα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀγγελθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠγγέλθην]], <i>pf.</i> [[ἤγγελμαι]];<br /><b>1</b> faire office de messager ; porter un message, une nouvelle : τινί, à qqn;<br /><b>2</b> annoncer, faire savoir [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] τινα qch à qqn ; ἀγγέλλειν τινά OD, <i>postér.</i> ἀγγέλλειν [[περί]] τινος SOPH apporter des nouvelles de qqn ; ἀγγέλλειν [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], annoncer que ; avec un part. Κῦρον ἐπιστρατεύοντα ἤγγειλεν XÉN il annonça que Cyrus se mettait en campagne ; ἤγγειλας [[ὡς]] τεθνηκότα SOPH tu as annoncé que j’étais mort ; <i>avec un suj. de chose</i> ἀγγέλλουσ’ Ἀργείων [[δόξαι]] ψήφῳ [[τᾶς]] σᾶς [[περί]] μοι ψυχᾶς EUR on annonce qu'un vote des Grecs a décidé de ta vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> | |btext=<i>impf.</i> ἤγγελλον, <i>f.</i> ἀγγελῶ, <i>ao.</i> [[ἤγγειλα]], <i>pf.</i> [[ἤγγελκα]];<br /><i>Pass. f.</i> ἀγγελθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠγγέλθην]], <i>pf.</i> [[ἤγγελμαι]];<br /><b>1</b> faire office de messager ; porter un message, une nouvelle : τινί, à qqn;<br /><b>2</b> annoncer, faire savoir [[τί]] τινι, [[τι]] [[πρός]] τινα qch à qqn ; ἀγγέλλειν τινά OD, <i>postér.</i> ἀγγέλλειν [[περί]] τινος SOPH apporter des nouvelles de qqn ; ἀγγέλλειν [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]], annoncer que ; avec un part. Κῦρον ἐπιστρατεύοντα ἤγγειλεν XÉN il annonça que Cyrus se mettait en campagne ; ἤγγειλας [[ὡς]] τεθνηκότα SOPH tu as annoncé que j’étais mort ; <i>avec un suj. de chose</i> ἀγγέλλουσ’ Ἀργείων [[δόξαι]] ψήφῳ [[τᾶς]] σᾶς [[περί]] μοι ψυχᾶς EUR on annonce qu'un vote des Grecs a décidé de ta vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀγγέλλο]]μαι <i>seul. prés.</i> s'annoncer : Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι [[φίλος]] [[εἶναι]] SOPH je m'annonce à Teucer comme l'ami (d'Ajax).<br />'''Étymologie:''' [[ἄγγελος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:50, 28 November 2022
English (LSJ)
(ἄγγελος): impf. A ἀγγέλλεσκον Hsch.: Ep. and Ion. fut. ἀγγελέω Il.9.617, Hdt., Att. ἀγγελῶ, Dor. ἀγγελίω (ἀν-) Tab.Heracl.1.118: aor. 1 ἤγγειλα Hom., Att.: pf. ἤγγελκα Plb.35.4.2, (κατ-) Lys.25.30, (εἰσ-) Lycurg.1, (περι-) D.21.4:—Med. (v. infra): aor. ἠγγείλαμην (ἐπ-) Hdt.6.35, Pl.Grg.458d:—Pass., fut. ἀγγελθήσομαι (ἀπ-) D.19.324, later ἀγγελήσομαι (ἀν-) LXX Ps.21(22).30: aor. ἠγγέλθην Hdt., Att.: pf. ἤγγελμαι A.Ch.774, Th.8.97: plpf. ἄγγελτο v.l. in Hdt. 7.37:—aor. 2 Pass. ἠγγέλην is found IG1.27b (ἐπ-), E.IT932, and became usual in Hellenistic Gk., cf. LXX Jo.2.2 (ἀπ-), Plu.Ant.68, Hdn.3.7.1, etc.: aor. 2 Act. ἤγγελον is rare even in late writers, as (παρ-) App.BC1.121 without impf. as v.l., though in AP7.614 (Agath.) ἀγγελέτην is required by the metre:—bear a message, ὦρτο δὲἾρις . . ἀγγελέουσα Il.8.409; τινί Od.4.24, 15.458: c. inf., οἵ κε . . κείνοις ἀγγείλωσι . . οἶκόνδε νέεσθαι may bring them word to return home, 16.350, cf. EM6.52: c. acc. inf., κήρυκες δ' . . ἀγγελλόντων . . γέροντας λέξασθαι Il.8.517. 2 c. acc. rei, announce, report, ἐσθλά Il.10.448; φάος ἠοῦς Od.13.94; Ποσειδάωνι πάντα τάδε Il. 15.159:—in Prose, μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις; Pl.Prt.31cb; prov., οὐ πόλεμον ἀγγέλλεις 'that's good news', Id.Phdr.242b; ἀγγέλλωμεν ἐς πόλιν τάδε; E.Or.1539; πρὸς τίν' ἀγγεῖλαί με χρὴ λόγους; Id.Supp. 399. 3 c. acc. pers., bring news of... εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι Od.14.120; later, ἀ. περί τινος S.El.1111:—dependent clauses are added with a Conj., ἤγγειλ' ὅττι ῥά οἱ πόσις ἔκτοθι μίμνε Il.22.439; ἀ. ὡς . . E. IT704, D.18.169; ὁθούνεκα . . S.El.47:—also in part., ἦ καὶ θανόντ' ἤγγειλαν;ib.1452; Κῦρον ἐπιστρατεύοντα . . ἤγγειλεν X.An.2.3.19, cf. Cyr.6.2.15; with ὡς, πατέρα τὸν σὸν ἀγγελῶν ὡς οὐκέτ' ὄντα S.OT955; ἤγγειλας ὡς τεθνηκότα Id.El.1341. II Med., only pres., Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι εἶναι φίλος I announce myself to him as a friend, Id.Aj.1376. III Pass., to be reported of, ἐπὶ τὸ πλεῖον Th.6.34: c. part., ζῶν ἢ θανὼν ἀγγέλλεται S.Tr.73, cf. E. Hec.591, Th.3.16, X.HG4.3.13: c. inf., ἤγγελται ἡ μάχη ἰσχυρὰ γεγονέναι Pl.Chrm.153b, cf. X. Cyr.5.3.30:—ἠγγέλθη τοῖς στρατηγοῖς, ὅτι φεύγοιεν that... Id.HG1.1.27:—ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Th.8.97. (ἀπαγγέλλω is more common in Oratt.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. ἀγγέλλεσκον Hsch.; fut. jón. ἀγγελέω Il.9.617; aor. med. pas. ἠγγέλην Ph.2.588 y tard.]
1 llevar un mensaje, llevar una noticia o llevar un recado abs. Il.8.398, 409, Od.16.150
•c. dat. ποιμένι λαῶν Od.4.24, γυναικί Od.15.458, τοῖσι κυρίοισι δωμάτων A.Ch.658
•c. inf. llevar la orden de κείνοις ἀ ... οἶκόνδε νέεσθαι Od.16.350, cf. Aen.Tact.10.15
•c. ac. e inf. γέροντας λέξασθαι Il.8.517
•c. compl. de pers. traer o llevar noticias de alguien εἴ κέ μιν ἀγγείλαιμι Od.14.120
•c. otras constr. Ὀρέστου ... ἀγγεῖλαι πέρι S.El.1111.
2 anunciar, comunicar (en pas. anunciarse, llegar la noticia) c. ac. de cosa Ποσειδάωνι ... πάντα τάδε Il.15.159, cf. 10.448, Od.13.94, Hdt.1.43, A.Ch.770, τι νεώτερον Pl.Prt.310b, οὐ πόλεμόν γε ἀγγέλλεις prov. traes buenas noticias Pl.Phdr.242b, πρὸς τίν' ἀ. λόγους E.Supp.399, ἐς πόλιν τάδε E.Or.1539
•c. ὅτι, ὡς: ἤγγειλ' ὅττι Il.22.439, cf. Hdt.2.152, 7.162, E.IT 704, D.18.169, ἠγγέλθη τοῖς ... στρατηγοῖς ... ὅτι φεύγοιεν X.HG 1.1.27, ἄγγελλε ... ὁθούνεκα S.El.47
•c. part. θανόντ' ἤγγειλαν S.El.1452, νικῶντ' Ὀρέστην E.El.762, ζῶν ἢ θανὼν ἀγγέλλεται; S.Tr.73, ἀγγέλλω ... ἔχουσα AP 7.479 (Theodorid.), ἀγγελῶν ὡς οὐκέτ' ὄντα S.OT 955, cf. El.1341
•c. adj. ἀθλιωτάτην ἐμέ E.Hec.423, cf. X.An.2.3.19
•en v. med. c. inf. Τεύκρῳ ... ἀγγέλλομαι ... εἶναι φίλος me anuncio a Teucro como amigo S.Ai.1376.
3 proclamar κάρυξ ... ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32, cf. O.7.21, P.9.2, ἥκω ... ἄνακτα καινὸν Ἁδριανὸν ἀγγελῶν Mim.Fr.Pap.5.4, ὁ ἀγγελείς el propuesto para un servicio litúrgico PFlor.2.8 (III d.C.), οἱ ἠγγελμένοι PFlor.2.44 (III d.C.).
4 fil. comunicar ἡ αἴσθησις ... τὸ ἴδιον ἀγγέλλει πάθος S.E.M.7.354. • DMic.: a-ke-ra2-te (?).
German (Pape)
[Seite 10] (entst. aus ἀγγελίω; aor. ἤγγειλα, die aor. II. ἤγγελον und ἠγγελόμην kommen mit Sicherheit nur bei Hp. u. in compos. vor, z. B. ἀπήγγελον Her. 4, 153, s. ἐπαγγ-, καταγγ-, παραγγ-; pass. ἠγγέλην Eur. Inh. T. 332, wo auch der aor. i. ins Metrum paßt), Botschaft bringen, melden, verkündigen, von Hom. an überall, theils absolut, Il. 8, 469; ὁ ἀγγέλλων, der Bote, Het. 8, 23; theils mit dem acc., κακὸν ἔπος τινί Il. 17, 761; χρυσὸν ἐπῶν At. Plut. 268; λόγον Plat. Phaed. 58 a; mit partic., Ὀρέστην βίον λελοιπότα, daß Orest das Leben verlassen, Soph. El. 1435; πατέρα ὡς οὐκέτ' ὄντα O. R. 355; ζῶν ἀγγέλλεται Trach. 73. Vgl. Xen. Hell. 4, 3, 7. 6, 4, 16. Gew. folgt ὅτι (ὅθ' οὕνεκα Hopk. El. 47), od. acc. c. inf; pass. ἤγγελται ἡ μάχη ἰσχυρὰ γεγονέναι Plat. Charm. 153 b; – πόλεμον ἀγγέλλειν, Krieg ankündigen, Phaedr. 242 b; Plut. – Med. Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι φίλος εἶναι, ich sage von mir aus, erkläre dem Teukros, daß ich sein Freund bin, Soph. Ai. 1355.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤγγελλον, f. ἀγγελῶ, ao. ἤγγειλα, pf. ἤγγελκα;
Pass. f. ἀγγελθήσομαι, ao. ἠγγέλθην, pf. ἤγγελμαι;
1 faire office de messager ; porter un message, une nouvelle : τινί, à qqn;
2 annoncer, faire savoir τί τινι, τι πρός τινα qch à qqn ; ἀγγέλλειν τινά OD, postér. ἀγγέλλειν περί τινος SOPH apporter des nouvelles de qqn ; ἀγγέλλειν ὅτι ou ὡς, annoncer que ; avec un part. Κῦρον ἐπιστρατεύοντα ἤγγειλεν XÉN il annonça que Cyrus se mettait en campagne ; ἤγγειλας ὡς τεθνηκότα SOPH tu as annoncé que j’étais mort ; avec un suj. de chose ἀγγέλλουσ’ Ἀργείων δόξαι ψήφῳ τᾶς σᾶς περί μοι ψυχᾶς EUR on annonce qu'un vote des Grecs a décidé de ta vie;
Moy. ἀγγέλλομαι seul. prés. s'annoncer : Τεύκρῳ ἀγγέλλομαι φίλος εἶναι SOPH je m'annonce à Teucer comme l'ami (d'Ajax).
Étymologie: ἄγγελος.
English (Autenrieth)
fut. ἀγγελέω, aor. ἤγγειλα, inf. Il. 15.159: report, announce (τὶ, also τινά); w. inf. ‘bid,’ Od. 16.350, Il. 8.517.
English (Slater)
ἀγγέλλω
1 proclaim
a ἐθελήσω ξυνὸν· ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον (O. 7.21) Πυθιάδος δἐν δρόμῳ κάρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι (P. 1.32) ἐθέλω χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν (P. 9.2)
b of divinities, proclaim (in an oracle) ἄγγελλε δὲ φοινικόπεζα λόγον παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι (ἄγγειλε coni. Wil.) (Pae. 2.77)
English (Abbott-Smith)
ἀγγέλλω (ἄγγελος), [in LXX for נגד hi.;]
to announce, report: Jo 4:51 (WHR omit), 20:18 (MM, VGT, s.v.). †
Greek Monotonic
ἀγγέλλω: (ἄγγελος)· Επικ. και Ιων. μέλ. ἀγγελέω, Αττ. ἀγγελῶ· αόρ. αʹ ἤγγειλα, παρακ. ἤγγελκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἠγγειλάμην — Παθ., μέλ. ἀγγελθήσομαι, αόρ. αʹ ἠγγέλθην, παρακ. ἤγγελμαι, Παθ. αόρ. βʹ ἠγγέλην· απαντά μονάχα στους μεταγεν. συγγραφείς·
I. 1. φέρνω μήνυμα· τινί, σε κάποιο πρόσωπο, σε Όμηρ.· με αιτ. και απαρ., αναγγέλλω, διακηρύττω ότι..., σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ. πράγμ., ανακοινώνω, αναφέρω, σε Όμηρ., Αττ.
3. με αιτ. προσ., φέρνω νέα, ειδήσεις για..., σε Ομήρ. Οδ.· περί τινος, σε Σοφ.
II. Μέσ., αυτοαναγγέλλομαι, στον ίδ.
III. Παθ., αναφέρομαι ως..., στον ίδ. κ.λπ.· τὰ ἠγγελμένα, αναφορές, ειδήσεις, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγγέλλω: (fut. ἀγγελῶ - эп.-ион. тж. ἀγγελέω, aor. ἤγγειλα, pf. ἤγγελκα; pass. aor. ἠγγέλθην и ἠγγέλην, pf. ἤγγελμαι)
1 возвещать, извещать, сообщать (κακὸυ ἔπος τινί Hom.; λόγους πρός τινα, εἰς πόλιν τι Eur.): ἀ. τινά Hom. и περί τινος Soph. сообщать вести о ком-л.; μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις; Plat. не приходишь ли ты с какими-л. новостями?; ἀγγεῖλαι θανόντα или ὡς τεθνηκότα Soph. сообщить, что он умер; ἀγγέλλεσθαι ἐπὶ τὸ πλεῖον Thuc. быть сообщенным в преувеличенном виде;
2 заявлять, объявлять: ἀ. πόλεμον Plat. объявлять войну; ἀγγέλλεσθαί τινα εἶναι φίλος Soph. объявлять кого-л. своим другом.
Middle Liddell
I. to bear a message, τινί to a person, Hom.; c. acc. et inf. to make proclamation that, Il.
2. c. acc. rei, to announce, proclaim, report, Hom., Attic
3. c. acc. pers. to bring news of, Od.; περί τινος Soph.
II. Mid. to announce oneself, Soph.
III. Pass. to be reported of, Soph., etc.; τὰ ἠγγελμένα the reports, Thuc.
Chinese
原文音譯:¢paggšlw 阿普-昂給羅
詞類次數:動詞(44)
原文字根:從-信息 相當於: (נָגַד)
字義溯源:宣告,報告,報給,報信,報導,稟報,傳給,宣講,宣佈,介紹,說出來,講述,述說,告訴;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從)與(ἄγγελος)=使者)組成;而 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(41);太(8);可(3);路(11);徒(14);林前(1);帖前(1);來(1);約壹(2)
譯字彙編:
1) 告訴(14) 太11:4; 太14:12; 可6:30; 可16:10; 可16:13; 路7:22; 路8:20; 路8:34; 路13:1; 徒12:17; 徒16:36; 徒22:26; 徒23:16; 徒23:19;
2) 告訴了(3) 路7:18; 路8:36; 路14:21;
3) 稟報(2) 徒5:22; 徒5:25;
4) 報給(2) 太28:8; 太28:10;
5) 傳給(2) 約壹1:2; 約壹1:3;
6) 報導(1) 帖前1:9;
7) 報告(1) 徒28:21;
8) 宣告(1) 林前14:25;
9) 她們⋯告訴(1) 路24:9;
10) 我要⋯傳於(1) 來2:12;
11) 那人⋯告訴(1) 徒11:13;
12) 宣講(1) 徒26:20;
13) 他要將⋯傳(1) 太12:18;
14) 報告說(1) 徒12:14;
15) 說出來(1) 路8:47;
16) 都報給(1) 太28:11;
17) 講述(1) 太8:33;
18) 告訴人(1) 路9:36;
19) 他們告訴(1) 路18:37;
20) 述說(1) 徒15:27;
21) 就報信(1) 太2:8;
22) 述說出來(1) 徒4:23;
23) 要告訴(1) 徒23:17
English (Woodhouse)
announce, declare, impart, send word
Mantoulidis Etymological
(=φέρνω παραγγελία, ἀναγγέλλω, ἀνακοινώνω κάτι). Ἀπό τό οὐσ. ἄγγελος, λέξη συγγενική μέ τήν περσική ἄγγαρος (=ἔφιππος ταχυδρόμος). Μέ τήν προσθήκη τοῦ j στό ἄγγελος ἔχουμε τό ἀγγέλ-j-ω καί μέ ἀφομοίωση τοῦ j σέ λ τό ἀγγέλλω. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγγελία, ἀγγελιαφόρος, ἄγγελμα (=μήνυμα), ἀγγελτήρ, ἀγγελτικός, αὐτεπάγγελτος (=αὐτός πού κάνει κάτι αὐθόρμητα), ἐξάγγελτος (=φανερός), κατάγγελτος (=προδομένος), αὐτεπαγγέλτως (=μέ τή θέλησή του), εὐαγγέλιον (=καλή εἴδηση).