γλωσσαλγία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γλωσσαλγία]] -ας, ἡ [[γλῶσσα]], [[ἄλγος]] [[geklets]], [[gezwets]].
|elnltext=[[γλωσσαλγία]] -ας, ἡ [[γλῶσσα]], [[ἄλγος]] [[geklets]], [[gezwets]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Geschwätzigkeit]], [[Frechheit]] im [[Reden]]</i>, Eur. <i>Andr</i>. 690, <i>Med</i>. 525 und [[öfter]] bei Sp., wie Plut. <i>[[garrul]]</i>. 14.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 39: Line 42:
{{wkpel
{{wkpel
|wkeltx=Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.
|wkeltx=Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Geschwätzigkeit]], [[Frechheit]] im [[Reden]]</i>, Eur. <i>Andr</i>. 690, <i>Med</i>. 525 und [[öfter]] bei Sp., wie Plut. <i>[[garrul]]</i>. 14.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: [[spraakzaamheid]]; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: [[Geschwätzigkeit]], [[Gesprächigkeit]], [[Redseligkeit]], [[Schwatzhaftigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], [[αδολεσχία]], [[ομιλητικότητα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[τὸ ἀδολεσχικόν]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: [[parlantina]], [[loquacità]], [[loquela]], [[chiacchiera]], [[verbosità]]; Latin: [[loquacitas]], [[garrulitas]]; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: [[loquacidade]]; Russian: [[болтливость]], [[говорливость]], [[разговорчивость]], [[словоохотливость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]]; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl
|trtx=Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: [[spraakzaamheid]]; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: [[Geschwätzigkeit]], [[Gesprächigkeit]], [[Redseligkeit]], [[Schwatzhaftigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], [[αδολεσχία]], [[ομιλητικότητα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[τὸ ἀδολεσχικόν]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: [[parlantina]], [[loquacità]], [[loquela]], [[chiacchiera]], [[verbosità]]; Latin: [[loquacitas]], [[garrulitas]]; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: [[loquacidade]]; Russian: [[болтливость]], [[говорливость]], [[разговорчивость]], [[словоохотливость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]]; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl
}}
}}

Revision as of 13:10, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσαλγία Medium diacritics: γλωσσαλγία Low diacritics: γλωσσαλγία Capitals: ΓΛΩΣΣΑΛΓΙΑ
Transliteration A: glōssalgía Transliteration B: glōssalgia Transliteration C: glossalgia Beta Code: glwssalgi/a

English (LSJ)

ἡ, endless talking, wordiness, talkativeness E.Med. 525, Andr.689, Ph.2.165; but γλωτταργία, idleness of the tongue, σιωπὴν καὶ γ. ἡμῖν ἐπιβάλλει Luc.Lex.19.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locuacidad, charlatanería, prolijidad E.Med.525, Andr.689, Plu.2.510a, Ph.2.165, Ath.22e, Poll.6.119.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
démangeaison de parler, bavardage sans fin.
Étymologie: γλῶσσα, ἀλγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλωσσαλγία -ας, ἡ γλῶσσα, ἄλγος geklets, gezwets.

German (Pape)

ἡ, Geschwätzigkeit, Frechheit im Reden, Eur. Andr. 690, Med. 525 und öfter bei Sp., wie Plut. garrul. 14.

Russian (Dvoretsky)

γλωσσαλγία:невоздержность на язык, болтливость Eur., Plut.

Middle Liddell

γλώσσαλγος
endless talking, wordiness, Eur.

Greek Monolingual

η (AM γλωσσαλγία) γλώσσαλγος
η ακατάσχετη φλυαρία
νεοελλ.
πόνος στη γλώσσα.

Greek Monotonic

γλωσσαλγία: ἡ, ατέρμονη ομιλία, πολυλογία, φλυαρία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσαλγία: ἡ, ἀτελεύτητος, ὁμιλία, φλυαρία, Εὐρ. Μηδ. 525, Ἀνδρ. 690· μεταγεν. γλωτταργία Λουκ. Λεξιφ. 19.

English (Woodhouse)

chattering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EL

Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.

Translations

Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: spraakzaamheid; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: Geschwätzigkeit, Gesprächigkeit, Redseligkeit, Schwatzhaftigkeit; Greek: φλυαρία, πολυλογία, αδολεσχία, ομιλητικότητα; Ancient Greek: ἀδολεσχία, τὸ ἀδολεσχικόν, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: parlantina, loquacità, loquela, chiacchiera, verbosità; Latin: loquacitas, garrulitas; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: loquacidade; Russian: болтливость, говорливость, разговорчивость, словоохотливость; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl