μείζων: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μείζων | |||
|Medium diacritics=μείζων | |||
|Low diacritics=μείζων | |||
|Capitals=ΜΕΙΖΩΝ | |||
|Transliteration A=meízōn | |||
|Transliteration B=meizōn | |||
|Transliteration C=meizon | |||
|Beta Code=mei/zwn | |||
|Definition=v. [[μέγας]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>Cp. de</i> [[μέγας]]. | |btext=<i>Cp. de</i> [[μέγας]]. | ||
Line 12: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM [[μείζων]], -ον και [[μειζότερος]], Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. [[μέζων]], δωρ. τ. [[μέσδων]], βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)<br /><b>1.</b> ο μεγαλύτερων διαστάσεων, [[περισσότερος]] από το συνηθισμένο ή από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> μεγαλύτερος στην [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] μείζονα λόγον» — [[κατά]] μεγαλύτερη [[αιτιολογία]] ή [[υποχρέωση]], για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους<br />β) <b>(λογ.)</b> «[[μείζων]] [[πρόταση]]» — η ηγουμένη [[πρόταση]] συλλογισμού<br />γ) <b>ανατ.</b> i) «[[μείζων]] επίπλουν» — [[πτυχή]] του περιτοναίου η οποία φέρεται από το [[στομάχι]] [[μέχρι]] την ηβική [[σύμφυση]], καλύπτοντας από [[εμπρός]] τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]]<br />ii) «[[μείζων]] [[τροχαντήρας]]» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, [[κοντά]] στον αυχένα του μηριαίου<br />δ) <b>μουσ.</b> i) «[[μείζων]] [[τόνος]]» ή «[[μείζων]] [[τρόπος]]» ή «[[μείζων]] [[συγχορδία]]» ή «μείζον [[διάστημα]]» — [[ένας]] από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br />ii) <b>μουσ.</b> «[[μείζων]] [[κλίμακα]]» — [[συνεχής]] [[διαδοχή]] [[μέσα]] στο [[διάστημα]] τών [[επτά]] φθόγγων της κλίμακας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό [[στρώμα]], [[ανώτερος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ισχυρότερος<br /><b>2.</b> σπουδαιότερος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μείζων]]<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i> | |mltxt=-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM [[μείζων]], -ον και [[μειζότερος]], Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. [[μέζων]], δωρ. τ. [[μέσδων]], βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)<br /><b>1.</b> ο μεγαλύτερων διαστάσεων, [[περισσότερος]] από το συνηθισμένο ή από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> μεγαλύτερος στην [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] μείζονα λόγον» — [[κατά]] μεγαλύτερη [[αιτιολογία]] ή [[υποχρέωση]], για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους<br />β) <b>(λογ.)</b> «[[μείζων]] [[πρόταση]]» — η ηγουμένη [[πρόταση]] συλλογισμού<br />γ) <b>ανατ.</b> i) «[[μείζων]] επίπλουν» — [[πτυχή]] του περιτοναίου η οποία φέρεται από το [[στομάχι]] [[μέχρι]] την ηβική [[σύμφυση]], καλύπτοντας από [[εμπρός]] τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]]<br />ii) «[[μείζων]] [[τροχαντήρας]]» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, [[κοντά]] στον αυχένα του μηριαίου<br />δ) <b>μουσ.</b> i) «[[μείζων]] [[τόνος]]» ή «[[μείζων]] [[τρόπος]]» ή «[[μείζων]] [[συγχορδία]]» ή «μείζον [[διάστημα]]» — [[ένας]] από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br />ii) <b>μουσ.</b> «[[μείζων]] [[κλίμακα]]» — [[συνεχής]] [[διαδοχή]] [[μέσα]] στο [[διάστημα]] τών [[επτά]] φθόγγων της κλίμακας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό [[στρώμα]], [[ανώτερος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ισχυρότερος<br /><b>2.</b> σπουδαιότερος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μείζων]]<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῖζον</i><br />περισσότερο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[οὔτε]] μεῖζον [[οὔτε]] ἔλαττον» — απολύτως [[τίποτε]], [[καθόλου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ιων. τ. [[μέζων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μέγ</i>-<i>jων</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεγ</i>- του [[μέγας]]. Ο αττ. τ. [[μείζων]] εμφανίζει -<i>ει</i>- αναλογικά [[προς]] τα συγκρ. [[ἀμείνων]], [[κρείττων]]. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>mezo</i> και πληθ. ουδ. <i>mezoa</i> και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο <i>mezavo</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μείζων:''' συγκρ. του [[μέγας]]. | |lsmtext='''μείζων:''' συγκρ. του [[μέγας]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, Hom. und Att.; ion. [[μέζων]], Her., dor. [[μέσδων]] und böot. [[μέσσων]], Sp. auch [[μειζότερος]] und bei Byz. [[μειζονότερος]]; Kompar. zu [[μέγας]]: <i>[[größer]]</i>, in allen den beim [[Positiv]] erwähnten [[Beziehungen]]; μείζω ἐκτενῶ λόγον, die Rede [[ausdehnen]], Soph. <i>Tr</i>. 676; ἐνέχει τύχᾳ τᾷδ' ἀπὸ μείζονος, <i>Phil</i>. 1086, von einem Größeren, Mächtigern, d.i. von einem [[Gotte]]; τοῦ θεοῦ [[μεῖζον]] σθένειν, Eur. <i>Suppl</i>. 216; – [[μεῖζον]] φθέγγεσθαι, Plat. <i>Prot</i>. 334c; <i>zugroß, [[größer]] oder mehr als [[billig]]</i>, φρονείτω [[μεῖζον]] ἢ κατ' ἄνδρα, Soph. <i>Ant</i>. 764; vgl. Eur. <i>Phoen</i>. 710; [[μεῖζον]] ἢ καθ' [[ἡμᾶς]], Plat. <i>Tim</i>. 404 (vgl. κατά), auch μείζω τινὰ δύναμιν [[εἶναι]] ἢ ἀνθρωπείαν, <i>Crat</i>. 438c; [[οὔτε]] [[μεῖζον]] [[οὔτε]] [[ἔλαττον]] ist eine [[starke]] [[Verneinung]], vgl. Soph. <i>Tr</i>. 323; [[Schäfer]] zu Dion.Hal. <i>C.V</i>. p. 71. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μείζων:''' ион. [[μέζων]], дор. [[μέσδων]] 2, gen. ονος [compar. к [[μέγας]]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μείζων:''' ион. [[μέζων]], дор. [[μέσδων]] 2, gen. ονος [compar. к [[μέγας]]<br /><b class="num">1</b> [[больший]], [[более рослый]] (μ. καὶ [[πάσσων]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[старший]] ([[Αἴας]] ὁ μ. Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[более тяжелый]] ([[φορτίον]] Dem.);<br /><b class="num">4</b> [[более громкий]] ([[μεῖζον]] φθέγγεσθαι Plat.);<br /><b class="num">5</b> [[более долгий]], [[более продолжительный]] ([[χρόνος]] Eur.);<br /><b class="num">6</b> [[более длинный]], [[более пространный]] ([[λόγος]] Soph.);<br /><b class="num">7</b> [[более могущественный]] (ξένοι Eur.);<br /><b class="num">8</b> [[более важный]], [[более значительный]] ([[χάρμα]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Meaning: [[larger]]<br />See also: s. [[μέγας]]. | |etymtx=Meaning: [[larger]]<br />See also: s. [[μέγας]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''μείζων''': {meízōn}<br />'''Meaning''': [[größer]]<br />'''See also''': s. [[μέγας]].<br />'''Page''' 2,194 | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':me‹zon 姆閂<br />'''詞類次數''':副詞(1)<br />'''原文字根''':較大<br />'''字義溯源''':更為,越發;源自([[μείζων]])=更重大);而 ([[μείζων]])出自([[μέγας]])*=大)。註:聖經文庫將編號 ([[μείζων]])合併於 ([[μείζων]])<br />'''出現次數''':總共(1);太(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 越發(1) 太20:31<br />'''原文音譯''':me⋯zwn 姆閂<br />'''詞類次數''':形容詞(45)<br />'''原文字根''':較大<br />'''字義溯源''':更重大,更多,更重,較大,為大,最大,更大的,更大的事,大,大的,更,大於,大過,比⋯還大,此⋯都大,較強;源自([[μέγας]])*=大)<br />'''出現次數''':總共(46);太(9);可(3);路(7);約(13);羅(1);林前(3);來(4);雅(2);彼後(1);約壹(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 更大的(7) 路12:18; 約5:20; 約5:36; 來6:13; 來6:16; 彼後2:11; 約壹5:9;<br />2) 大於(7) 太12:6; 太13:32; 約10:29; 約13:16; 約13:16; 約15:20; 約壹3:20;<br />3) 較大的(4) 太23:11; 太23:17; 太23:19; 林前13:13;<br />4) 更大(4) 約14:12; 林前12:31; 來9:11; 約壹4:4;<br />5) 大過(3) 太11:11; 約4:12; 約8:53;<br />6) 最大的(3) 太18:1; 太18:4; 路9:46;<br />7) 大的(2) 約14:28; 羅9:12;<br />8) 為大(2) 可9:34; 路22:27;<br />9) 比⋯還大(1) 太11:11;<br />10) 更多的(1) 雅4:6;<br />11) 比⋯都大(1) 可4:32;<br />12) 大於⋯的(1) 約15:13;<br />13) 大過於⋯的(1) 路7:28;<br />14) 比⋯更大了(1) 可12:31;<br />15) 更重的(1) 雅3:1;<br />16) 更重了(1) 約19:11;<br />17) 大(1) 路22:24;<br />18) 還大(1) 路7:28;<br />19) 為大的(1) 路22:26;<br />20) 更大的事(1) 約1:50;<br />21) 較強了(1) 林前14:5;<br />22) 更(1) 來11:26 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 30 November 2022
English (LSJ)
v. μέγας.
French (Bailly abrégé)
Cp. de μέγας.
English (Autenrieth)
see μέγας.
English (Slater)
English (Strong)
irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].
Greek Monotonic
μείζων: συγκρ. του μέγας.
German (Pape)
ον, Hom. und Att.; ion. μέζων, Her., dor. μέσδων und böot. μέσσων, Sp. auch μειζότερος und bei Byz. μειζονότερος; Kompar. zu μέγας: größer, in allen den beim Positiv erwähnten Beziehungen; μείζω ἐκτενῶ λόγον, die Rede ausdehnen, Soph. Tr. 676; ἐνέχει τύχᾳ τᾷδ' ἀπὸ μείζονος, Phil. 1086, von einem Größeren, Mächtigern, d.i. von einem Gotte; τοῦ θεοῦ μεῖζον σθένειν, Eur. Suppl. 216; – μεῖζον φθέγγεσθαι, Plat. Prot. 334c; zugroß, größer oder mehr als billig, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρα, Soph. Ant. 764; vgl. Eur. Phoen. 710; μεῖζον ἢ καθ' ἡμᾶς, Plat. Tim. 404 (vgl. κατά), auch μείζω τινὰ δύναμιν εἶναι ἢ ἀνθρωπείαν, Crat. 438c; οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον ist eine starke Verneinung, vgl. Soph. Tr. 323; Schäfer zu Dion.Hal. C.V. p. 71.
Russian (Dvoretsky)
μείζων: ион. μέζων, дор. μέσδων 2, gen. ονος [compar. к μέγας
1 больший, более рослый (μ. καὶ πάσσων Hom.);
2 старший (Αἴας ὁ μ. Soph.);
3 более тяжелый (φορτίον Dem.);
4 более громкий (μεῖζον φθέγγεσθαι Plat.);
5 более долгий, более продолжительный (χρόνος Eur.);
6 более длинный, более пространный (λόγος Soph.);
7 более могущественный (ξένοι Eur.);
8 более важный, более значительный (χάρμα Aesch.).
Frisk Etymological English
Meaning: larger
See also: s. μέγας.
Frisk Etymology German
μείζων: {meízōn}
Meaning: größer
See also: s. μέγας.
Page 2,194
Chinese
原文音譯:me‹zon 姆閂
詞類次數:副詞(1)
原文字根:較大
字義溯源:更為,越發;源自(μείζων)=更重大);而 (μείζων)出自(μέγας)*=大)。註:聖經文庫將編號 (μείζων)合併於 (μείζων)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 越發(1) 太20:31
原文音譯:me⋯zwn 姆閂
詞類次數:形容詞(45)
原文字根:較大
字義溯源:更重大,更多,更重,較大,為大,最大,更大的,更大的事,大,大的,更,大於,大過,比⋯還大,此⋯都大,較強;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(46);太(9);可(3);路(7);約(13);羅(1);林前(3);來(4);雅(2);彼後(1);約壹(3)
譯字彙編:
1) 更大的(7) 路12:18; 約5:20; 約5:36; 來6:13; 來6:16; 彼後2:11; 約壹5:9;
2) 大於(7) 太12:6; 太13:32; 約10:29; 約13:16; 約13:16; 約15:20; 約壹3:20;
3) 較大的(4) 太23:11; 太23:17; 太23:19; 林前13:13;
4) 更大(4) 約14:12; 林前12:31; 來9:11; 約壹4:4;
5) 大過(3) 太11:11; 約4:12; 約8:53;
6) 最大的(3) 太18:1; 太18:4; 路9:46;
7) 大的(2) 約14:28; 羅9:12;
8) 為大(2) 可9:34; 路22:27;
9) 比⋯還大(1) 太11:11;
10) 更多的(1) 雅4:6;
11) 比⋯都大(1) 可4:32;
12) 大於⋯的(1) 約15:13;
13) 大過於⋯的(1) 路7:28;
14) 比⋯更大了(1) 可12:31;
15) 更重的(1) 雅3:1;
16) 更重了(1) 約19:11;
17) 大(1) 路22:24;
18) 還大(1) 路7:28;
19) 為大的(1) 路22:26;
20) 更大的事(1) 約1:50;
21) 較強了(1) 林前14:5;
22) 更(1) 來11:26