δυσκέλαδος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
mNo edit summary
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κέλᾰδος, ον<br />ill-[[sounding]], shrieking, [[discordant]], Il., Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]κέλᾰδος, ον<br />ill-[[sounding]], shrieking, [[discordant]], Il., Aesch., Eur.
}}
{{trml
|trtx====[[cacophonous]]===
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: [[cacophonique]]; German: [[kakophon]], [[kakophonisch]]; Greek: [[ἀπηχής]], [[δυσαχής]], [[δυσήκοος]], [[δυσηχής]], [[δύσηχος]], [[δύσθροος]], [[δύσθρους]], [[δυσκέλαδος]], [[δύσφωνος]], [[κακέμφατος]], [[κακοηχής]], [[κακόφατις]], [[κακόφημος]], [[κακόφωνος]], [[παράτονος]]; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: [[какофонический]]; Spanish: [[cacofónico]]; Swedish: kakofonisk
}}
}}

Revision as of 12:21, 4 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκέλᾰδος Medium diacritics: δυσκέλαδος Low diacritics: δυσκέλαδος Capitals: ΔΥΣΚΕΛΑΔΟΣ
Transliteration A: dyskélados Transliteration B: dyskelados Transliteration C: dyskelados Beta Code: duske/lados

English (LSJ)

ον, ill-sounding, shrieking, φόβος Il.16.357; ζῆλος δυσκέλαδος envy with its tongue of malice, Hes.Op.196; δυσκέλαδος ὕμνος Ἐρινύος A.Th. 867 (anap.), cf. Fr.451 I; μοῦσα E.Ion1098 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 de terrible estruendo, estruendoso φόβος δ. = huida entre gritos ante el enemigo Il.16.357, δ. ὕμνος Ἐρινύος A.Th.867, cf. Fr.188a, φάμα E.Med.420, ἐπιδρομίαι A.R.3.593, πόντος A.R.Fr.8.2, prob. de una flecha Epic.Alex.Adesp.SHell.939.4, ἄνεμοι AP 11.328 (Nicarch.), κυδοιμοί Opp.H.2.667, cf. Nonn.D.34.341, ἄκμονες Opp.H.5.153, ἄσθματα AP 11.382 (Agath.), Λείανδρος ... δυσκελάδων πεφόρητο θαλασσαίων ἐπὶ νώτων Musae.313.
2 que causa murmuración, maldiciente ζῆλος Hes.Op.196, δυσκελάδοισιν ... ὕμνοις = con maldicientes canciones E.Io 1090.

German (Pape)

[Seite 682] mißtönend, lärmend, φόβος, die Flucht, auf der alles durcheinander lärmt, Il. 16, 357, ἅπαξ εἰρημέν.; ζῆλος, der böse Gerüchte verbreitende Neid, Hes. O. 195; ὕμνος Ἐρινύος Aesch. Spt 867; vgl. Eur. Ion 1090; μοῦσα 1098; ἄσθματα Agath. 69 (XI, 382); φάμα, übler Ruf, Eur. Med. 420.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait pousser des cris de frayeur;
2 au son ou à la parole terrible.
Étymologie: δυσ-, κέλαδος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκέλᾰδος:
1 крикливый, шумливый (φόβος Hom.);
2 злоречивый (ζῆλος Hes.; φάμα Eur.);
3 зловещий (ὕμνος Ἐρινύος Aesch.; μοῦσα Eur.);
4 хриплый (ἄσθματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, φόβος Ἰλ. Π. 357· ζῆλος δ., φθόνος κακόγλωσσος, Ἡσ. Ἐργ.κ. Ἡμ. 194· δ. ὕμνος Ἐρινύος Αἰσχύλ. Θήβ. 867· μοῦσα Εὐρ. Ἴωνι 1098.

Greek Monolingual

δυσκέλαδος, -ον (Α)
1. κακόηχος, κακόφωνος
2. φρ. «δυσκέλαδος ζήλος» — φθόνος, κακόγλωσσος, κακεντρεχής.

Greek Monotonic

δυσκέλᾰδος: -ον, κακόηχος, δυσαρμονικός, στριγγλιστός, τσιριχτός, φάλτσος, παράφωνος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

δυσ-κέλᾰδος, ον
ill-sounding, shrieking, discordant, Il., Aesch., Eur.

Translations